ΑΣΤΙΚΟ ΚΑΙ ΠΕΡΙΑΣΤΙΚΟ ΠΡΑΣΙΝΟ
Θεσμικό πλαίσιο και ιστορική εξέλιξη
[dasarxeio.com]
Εις μνήμην Ηρακλή Μαστρογιαννάκη
ΣΟΦΙΑ Ε. ΠΑΥΛΑΚΗ
Δικηγόρος, ΜΔΕ Περιβαλλοντική Πολιτική
υπ. Δρ. Πανεπιστημίου Θεσσαλίας
«Μετρημένο τόπο έχουν οι άνθρωποι
Και στα πουλιά δοσμένος είναι ο ίδιος αλλ΄ απέραντος!
Απέραντος ο κήπος ..»
Οδυσσέας Ελύτης
(φωτογραφία: ο Λόφος του Στρέφη στην Αθήνα)
Στην εποχή μας, η ζωή στα αστικά κέντρα καθιστά ολοένα και περισσότερο επιτακτικό το αίτημα για «ανθρώπινες» πόλεις, που θα ανταποκρίνονται, από απόψεως σχεδιασμού, δυνατοτήτων και υποδομών, όχι μόνο στις σύγχρονες απαιτήσεις για κατοικία, εργασία και συναλλαγές, αλλά και στην καίρια και πρωταρχικής σημασίας ανάγκη του ανθρώπου για απόλαυση υγιούς και βιώσιμου περιβάλλοντος, μέσα στο οποίο θα μπορεί να δραστηριοποιείται, να συμμετέχει, να αναζωογονείται, να αναπαύεται και εν γένει να εκφράζεται και να αναπτύσσεται αρμονικά και δημιουργικά.
Η παρουσία του πρασίνου στο πλαίσιο του αστικού και περιαστικού ιστού απαντάται ήδη από τη μυθολογία. Χαρακτηριστική παραμένει πάντοτε η περιγραφή του περίφημου κήπου του Αλκίνοου από τον Όμηρο, στην Οδύσσεια, όπου, μεταξύ άλλων, αναφέρεται ότι ο κήπος του άρχοντα των Φαιάκων είχε έκταση περίπου τεσσάρων σημερινών στρεμμάτων με μεγάλη γύρωθεν περίφραξη και αναπτυσσόταν σε τρία μέρη: οπωρώνα, αμπέλι και ανθόκηπο, εντός του οποίου, καθώς ιστορείται: «.. λογής με τέχνη φύτρωναν πρασιές πάντα ανθισμένες».[1]
Μία από τις αρχαιότερες κοιτίδες ανάπτυξης των αστικών κήπων και αλσών θωρείται η Βαβυλώνα, όπου οι κάτοικοι προέβησαν ακόμα και σε εκτροπή του ποταμού Ευφράτη, προκειμένου να εξασφαλίσουν επαρκή άρδευση των χώρων πρασίνου στην πόλη τους και στα περίχωρά της.[2] Αρχαία πάρκα αναφέρονται επίσης στην Αίγυπτο, στην Περσία, στην Κίνα και την Ιαπωνία. Στην αρχαία Βαγδάτη οι κήποι γνωρίζουν σημαντική ανάπτυξη, διαθέτοντας συστήματα άρδευσης και πλούσια βλάστηση. Στην πόλη αυτή θεωρείται ότι θεμελιώθηκε και η έννοια του «πράσινου αστικού τοπίου».[3] Οι κήποι θεωρήθηκαν αρχικά προνόμιο κυρίως της άρχουσας τάξεως, για τον λόγο δε αυτόν είχαν κυρίως ιδιωτικό χαρακτήρα.
Στην αρχαία Ελλάδα οι πόλεις, δομημένες, κατά κανόνα, είτε σύμφωνα με το ιπποδάμειο σύστημα, βάσει κανάβου με κάθετους τεμνόμενους άξονες, είτε κατά το περίκεντρο σύστημα των ακτινωτών αξόνων, διέθεταν, κυρίως στα προάστια, τεχνητά ιερά άλση αφιερωμένα, κατά κανόνα, σε κάποιον θεό ή ήρωα. Ευρύτερα γνωστοί είναι οι κήποι των Μουσών, του Επίκουρου, του Κολωνού, του Λυκείου, της Ακαδημίας, του Κυνοσάργους κ.ά.
Δημιουργός του κήπου των Μουσών, πλησίον του Λυκείου υπήρξε ο Θεόφραστος, ενώ ο κήπος της Ακαδημίας, με τις αλέες του από πλατάνια, λεύκες και φτελιές, ήταν έργο του Κίμωνα, ο οποίος εξασφάλισε και την άρδευσή του από τον ποταμό Κηφισό.[4] Την τοποθεσία εκείνη επέλεξε ο Πλάτωνας για τη διδασκαλία του εκφράζοντας έμπρακτα τη θεωρία του για την ευεργετική επενέργεια ενός ωραίου τοπίου στη διαδικασία της μάθησης.
Το Λύκειο άλσος διέθετε δημόσιο γυμναστήριο μήκους 352 μέτρων. Στον χώρο του Λυκείου ο Σωκράτης ανέπτυξε κατά κύριο λόγο τη διδασκαλία του, ακολούθως δε και οι διάδοχοί καθώς επίσης και οι «περιπατητικοί» φιλόσοφοι. Ολόκληρη η περιοχή αρδευόταν από το υδραγωγείο του Πεισίστρατου και αργότερα του Αδριανού, ενώ μια εκτεταμένη ζώνη κατά μήκος της κοίτης του Ιλισσού συνέθετε ένα καταπράσινο τοπίο ιδιαιτέρου φυσικού κάλλους και αισθητικής.[5]
Από την επαφή τους με τους Αιγυπτίους και τους Πέρσες οι αρχαίοι Έλληνες ανέπτυξαν σημαντικά και την κηποτεχνία. Χαρακτηριστικό είδος κήπου, κατά τα ελληνιστικά κυρίως χρόνια, συνιστούσε και ο «βοτανικός κήπος», με πολλά και σπάνια φυτά, ορισμένα από τα οποία προέρχονταν από τις κτήσεις του Μεγάλου Αλεξάνδρου.[6] Οι καλαίσθητοι κήποι με τις μικρές αυλές, τις κρήνες και τα περιστύλια, στο εσωτερικό αίθριο των οικιών, αποτέλεσαν το πρότυπο δόμησης και στα μετέπειτα ρωμαϊκά χρόνια.[7] Στην αρχαία Ρώμη, οι χώροι περιπάτου (campus) διέθεταν τάπητες και φυτά και εκτείνονταν σε ένα δίκτυο ευρύχωρων και λιθόστρωτων οδών περιστοιχισμένοι από κρήνες και αγάλματα που εξέφραζαν το μεγαλείο και τη δόξα της αυτοκρατορίας.[8]
Ακολούθως, κατά τη βυζαντινή εποχή κυριαρχεί το μοντέλο των εσωτερικών περίκλειστων κήπων. Γενικά στον Μεσαίωνα, οι πόλεις είναι κυκλωμένες από υψηλά και ισχυρά τείχη, κατά κανόνα πυκνοκατοικημένες για τα δεδομένα της εποχής, με αποτέλεσμα να παραμένει διαθέσιμος ελάχιστος χώρος εντός αυτών για την ανάπτυξη κοινοχρήστου πρασίνου.[9] Στους μοναστηριακούς κήπους καλλιεργούνταν οπωροφόρα, λαχανικά, μυρωδικά και φαρμακευτικά φυτά, ενώ το πράσινο είχε περισσότερο «χρηστικό» χαρακτήρα. Η οικονομία, κατά την περίοδο εκείνη, στηριζόταν κατά κύριο λόγο στη γεωργία, με άμεση συνέπεια τη σταδιακή ανάπτυξη σημαντικών εκτάσεων κήπων και αγρών καθώς επίσης και οδικών αρτηριών και συνοδών έργων που ήταν απαραίτητα για την εξυπηρέτηση και τη λειτουργία τους. Το τοπίο αυτό συμπληρώνεται, στα τέλη του Μεσαίωνα, από την ανάπτυξη των κήπων των κάστρων που διέθεταν, στο πλαίσιο της ιδιαίτερης αρχιτεκτονικής τους, παρτέρια, μονοπάτια, λίμνες, κρήνες και περιποιημένους ανθόκηπους, που λειτουργούσαν ως χώροι ψυχαγωγίας και περιπάτου.
Κατά την Αναγέννηση, ο σχεδιασμός των πόλεων επηρεάσθηκε από τις γενικότερες αλλαγές, ενώ αναπτύχθηκαν και οι κανόνες της αισθητικής και η τέχνη της προοπτικής. Στο πλαίσιο αυτό σημειώνεται και η έναρξη κατασκευής των πρώτων οργανωμένων δημοσίων πάρκων.[10] Στους αιώνες που ακολούθησαν, τα αστικά πάρκα και άλση και εν γένει οι χώροι πρασίνου αυξήθηκαν και σταδιακά άνοιξαν ολοένα και περισσότερο στο ευρύ κοινό για απόλαυση και ψυχαγωγία.
Από τον 19ο αιώνα και μετά, η έκρηξη της βιομηχανικής επανάστασης σηματοδότησε την είσοδο σε μια περίοδο εκτεταμένων επεμβάσεων και επενεργειών στο φυσικό περιβάλλον ιδίως εκείνο που γειτνιάζει με τα μεγάλα και ισχυρά αστικά κέντρα. Στον ευρωπαϊκό χώρο, ο πληθυσμός συγκεντρώθηκε αθρόα στις πόλεις, που διογκώθηκαν ραγδαία και, σε πολλές περιπτώσεις, άναρχα, ενώ εγκαταλείφθηκε το πρότυπο ζωής στην ύπαιθρο, που είχε αποτελέσει βασικό μοντέλο οργάνωσης του ανθρωπίνου βίου και των κοινωνιών από τις απαρχές της ιστορίας. Ταυτόχρονα, η ολοένα αυξανόμενες ανάγκες για εξασφάλιση πρώτων υλών, πόρων και καυσίμων για την εντατική εκβιομηχάνιση της οικονομίας και της παραγωγής, επέφεραν μία ιστορικά άνευ προηγουμένου παρατεταμένη περίοδο δοκιμασίας για το φυσικό και ανθρωπογενές περιβάλλον, αλλάζοντας συλλήβδην ολόκληρη τη μέχρι τότε θεώρηση για τη ζωή και τη θέση του ανθρώπου στη φύση. Ποικίλες, ολοσδιόλου άγνωστες έως τότε, πηγές και εστίες ρύπανσης και εν γένει οικολογικού κινδύνου εμφανίσθηκαν στο προσκήνιο, η ύπαιθρος γνώρισε μαρασμό και γενικευμένη απαξίωση, ενώ και η ζωή στα αστικά κέντρα κατέστη, εν πολλοίς, μη βιώσιμη και προβληματική.
Κατά τον 20ό αιώνα, η ανθρωπότητα βγήκε από τη φρικαλεότητα και τις δοκιμασίες των δύο παγκοσμίων πολέμων εξαθλιωμένη και απογυμνωμένη από τις ηθικές της αξίες. Το φυσικό περιβάλλον, αστικό και εξωαστικό, πλήρωσε το δικό του βαρύτατο τίμημα, ως αποτέλεσμα των παρατεταμένων εχθροπραξιών, της καταστροφής και της εγκατάλειψης. Τούτο, σε συνδυασμό με τις κατά τόπους συρράξεις που δεν έλειψαν σχεδόν ποτέ κατά τη διάρκεια του περασμένου αιώνα σε κάθε γωνιά της γης, την πυρηνική απειλή, τη διεθνή κρίση της δημοκρατίας, της ειρήνης και της ασφάλειας, την παγκόσμια φτώχεια και την απερήμωση, έθεσαν εκ νέου τον σύγχρονο άνθρωπο ενώπιον των ευθυνών του και πυροδότησαν το αίτημα των νεοτέρων γενεών για επαναπροσδιορισμό των αρχών και αξιών που διέπουν τη ζωή, την πολιτική και την κοινωνία και για ουσιαστική προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της αξιοπρέπειας σε κάθε της έκφανση. Παράλληλα, η συντέλεση περιβαλλοντικών ατυχημάτων ευρείας κλίμακας και η υπεράντληση φυσικών πόρων για τις ανάγκες της εντατικοποιημένης παραγωγής και της αλόγιστης κατανάλωσης, συνετέλεσαν σε μια γενικότερη αφύπνιση του πληθυσμού και στην εμφάνιση και ισχυροποίηση, κατά το δεύτερο μισό του 20ού αιώνα, του παγκόσμιου οικολογικού κινήματος.
Οι εξελίξεις αυτές λειτούργησαν ευεργετικά και όσον αφορά την οργάνωση και ανάπτυξη των σύγχρονων πόλεων, όπου οι έννοιες της «ποιότητας ζωής», της «βιώσιμης ανάπτυξης» και του «περιβαλλοντικού κεκτημένου» σταδιακά οριοθέτησαν έναν τρόπο ζωής λιγότερο επαχθή για το περιβάλλον και σταθερά προσανατολισμένο στην προστασία του χάριν και των επερχομένων γενεών. Στο πλαίσιο μιας τέτοιας θεώρησης, η αναβάθμιση, διατήρηση και προστασία των κοινοχρήστων χώρων αστικού και περιαστικού πρασίνου στις σύγχρονες πόλεις, βασική έκφραση των οποίων συνιστούν τα πάρκα και άλση, αποτελεί ένα κομβικό σημείο αναφοράς και διαρκή στόχο κάθε σχεδιασμού οικιστικών συνόλων που φιλοδοξεί να θεωρείται βιώσιμος και ανθρώπινος.
Ειδικά για την Αθήνα, της οποίας το τοπίο και ο αστικός ιστός υπέστησαν βίαιη και ολοκληρωτική αλλοίωση και υποβάθμιση από την εντατική αστυφιλία και από μία ολέθρια πολιτική δόμησης που ακολουθήθηκε συστηματικά καθ΄ όλο το δεύτερο μισό του 20ού αιώνα και έως τις μέρες μας, η διατήρηση και ανάδειξη των χώρων πρασίνου της ανάγεται σε πράξη χρέους και ζωτικής σημασίας για την ίδια της τη φυσιογνωμία, τη λειτουργία και την υπόσταση.
Ενδεικτικά αναφέρεται ότι περί το 1830, η Αθήνα αριθμούσε μόλις 12.000 κατοίκους, καλύπτοντας μια συνολική οικιστική έκταση 898 στρεμμάτων στην περιοχή που εκτεινόταν περιμετρικά της Ακροπόλεως. Κατά τη διακυβέρνηση του Όθωνα δημιουργήθηκαν στην Αθήνα οι πρώτοι σημαντικοί κήποι, όπως ο Εθνικός Κήπος, ο Κήπος των Αθηνών στην πλατεία Κλαυθμώνος, ο κήπος του Θησείου κ.ά.[11] Ο σχεδιασμός τους ανατέθηκε, κατά κύριο λόγο, σε βαυαρούς κηποτέχνες.
Παράλληλα προωθήθηκε η πολιτική αστικών αναδασώσεων, στο πλαίσιο της οποίας υλοποιήθηκαν οι αναδασώσεις του Αρδηττού, κατά το έτος 1877, από το Τμήμα Δασών του Υπουργείου Οικονομικών, του Λυκαβηττού στη θέση Πευκάκια, του λόφου του Φιλοπάππου, της Ακροπόλεως, του ¶λσους Παγκρατίου, της περιοχής Δαφνίου, της Σχολής Ευελπίδων, των παρυφών του Υμηττού κ.ά.[12] Τα σημαντικά αυτά έργα ανασχέθηκαν ωστόσο και τελικά εγκαταλείφθηκαν λόγω των επιτακτικών αναγκών για τη χώρα που προέκυψαν από τη μικρασιατική καταστροφή και τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο.
Στη συνέχεια, η έντονη αστυφιλία και η εχθρική προς το περιβάλλον του λεκανοπεδίου και το αττικό τοπίο πολεοδόμηση, η οποία ασκήθηκε επί δεκαετίες στην πόλη, είχαν ως αποτέλεσμα το σύγχρονο οικοδομικό καθεστώς που όλοι γνωρίζουμε, το οποίο απαξίωσε καταλυτικά την εικόνα της Αθήνας και της αποστέρησε οριστικά την παλαιά της ωραιότητα, τη μετρημένη και βιώσιμη αντίληψη και χρήση του χώρου της και τη μοναδικότητα με την οποία το υλικό στοιχείο στο τοπίο της μπορούσε να μετουσιώνεται σε ιδέα, σε πνευματική αξία και σε πανανθρώπινη αναφορά. Η ολέθρια αυτή τακτική που εφαρμόστηκε στην πρωτεύουσα της χώρας, δυστυχώς επεκτάθηκε και σε άλλες πόλεις και οικισμούς, με το σύστημα της αντιπαροχής και της οικοδόμησης κατ΄ ορόφους να κυριαρχεί ισοπεδωτικά και με την τοπική και παραδοσιακή δόμηση και αρχιτεκτονική να υποχωρούν και να παραγκωνίζονται συστηματικά στο όνομα μιας κακώς νοούμενης ανάπτυξης.
Σε άμεση αναφορά με τις σκέψεις αυτές, γίνεται πλέον όλο και περισσότερο σαφές ότι στις σύγχρονες μεγαλουπόλεις μας, όπου οι φρενήρεις ρυθμοί της καθημερινότητας, η αθρόα συνύπαρξη ανθρώπων και ενός πλήθους αναγκών και δραστηριοτήτων τους, η αισθητική υποβάθμιση, το κυκλοφοριακό χάος και οι οικιστικές πιέσεις δημιουργούν ένα τοπίο ιδιαίτερα σκληρό και ασφυκτικό, οι κοινόχρηστοι – ελεύθεροι χώροι πρασίνου, αναψυχής και πολιτισμού, στον αστικό και περιαστικό χώρο, λειτουργούν λυτρωτικά, ως ύστατη «απάντηση» στον σημερινό τρόπο ζωής μιας πόλης που φαίνεται να έχει χάσει από καιρό «το μυστικό του σκελετού της»[13] και η οποία, εν πολλοίς, αδυνατεί πλέον να φέρει τα βάρη του ίδιου του εαυτού της.
Καθώς η ολοκλήρωση της εργασίας αυτής συνέπεσε χρονικά με την απώλεια του δασολόγου και υπέρμαχου του περιβάλλοντος Ηρακλή Μαστρογιαννάκη, στη μνήμη μας έρχονται οι πολυετείς αγώνες του για την προστασία του αστικού και περιαστικού πρασίνου, όπως κυρίως συνδέθηκαν με τη δράση και το έργο του για τη διατήρηση και ανάδειξη του χώρου πρασίνου του πρώην στρατοπέδου «Κόδρα» στη Θεσσαλονίκη.
Αξιοσημείωτο είναι ακόμη ότι το ίδιο το δίκαιο αποδίδει στο αστικό πράσινο τόσο εμφαντική σημασία, ώστε επεξέτεινε αμείωτη τη συνταγματικά κατοχυρωμένη προστασία που παρέχεται στα δάση και τις δασικές εκτάσεις και στα άλση και τα πάρκα εντός του οικιστικού ιστού.
Έτσι, τα άλση και πάρκα, ως κατ΄ εξοχήν χώροι πρασίνου εντός του αστικού περιβάλλοντος, απολαμβάνουν της αυξημένης προστασίας που παρέχεται από το δίκαιο στα δάση και τις δασικές εκτάσεις της χώρας. Παράλληλα, αποτελούν, σύμφωνα και με τη νομολογία των δικαστηρίων μας, βασικό στοιχείο της βιώσιμης πόλεως, γεγονός που καθιστά ανεπίτρεπτη τη μείωση ή την αλλαγή του κυρίου προορισμού τους καθώς και τη de facto αναίρεση της λειτουργίας τους με την πρόβλεψη εντός αυτών άλλων χρήσεων και λειτουργιών, επιτρεπομένων σε αυτά αποκλειστικά και μόνο χρήσεων που υποβοηθούν την απόλαυση του πρασίνου από το κοινό.[14]
Σήμερα, η διαρκής υποβάθμιση του αστικού χώρου, ως συνέπεια της ρύπανσης του περιβάλλοντος και της αυξανόμενης ανάγκης εξασφάλισης δομημένων εκτάσεων, καθιστούν το αστικό και περιαστικό πράσινο ολοένα και περισσότερο ευάλωτο, το περιορίζουν, το απαξιώνουν και το απειλούν, με επαχθέστατες συνέπειες για τη δημόσια υγεία και το περιβάλλον, την αισθητική του τοπίου και τη λειτουργικότητα του δημοσίου χώρου εν γένει.
Υπό την παραδοχή αυτή, εντείνεται ακόμα περισσότερο το πάγιο αίτημα για τη θέσπιση και κατοχύρωση ενός αποτελεσματικότερου πλαισίου διαχείρισης και προστασίας του αστικού και περιαστικού μας πρασίνου και καθίσταται άνευ αξίας οποιαδήποτε συζήτηση για «βιώσιμες» πόλεις, στον βαθμό που δεν εστιάζει στην πρόβλεψη κοινοχρήστων χώρων πρασίνου και στερείται της μέριμνας και του απαραίτητου σχεδιασμού για την προστασία, τη διατήρηση και τη διαχείρισή τους.
* Εισαγωγικό απόσπασμα από το υπό έκδοση έργο της Σ. Παυλάκη: «ΑΣΤΙΚΟ ΚΑΙ ΠΕΡΙΑΣΤΙΚΟ ΠΡΑΣΙΝΟ (Νομοθετικό πλαίσιο – Νομολογία)», εκδόσεις Nomorama.NT. (Δείτε τα ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ)
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
[1] ΟΜΗΡΟΥ Οδύσσεια, Στ΄, 291-293, μτφρ. Γ. ΚΟΡΔΑΤΟΣ.
[2] Βλ. και ΑΝΑΝΙΑΔΟΥ – ΤΖΗΜΟΠΟΥΛΟΥ Μ., «Αρχιτεκτονική τοπίου – Σχεδιασμός αστικών χώρων», εκδ. Ζήτη, Θεσσαλονίκη 1997, σ. 14, ΜΑΤΘΑΙΟΥ Ζ., «Το πράσινο στον αστικό χώρο και η ποιότητα ζωής: Συγκρίνοντας δύο γειτονιές στον Δήμο της Μυτιλήνης», Πανεπιστήμιο Αιγαίου, Τμήμα Κοινωνιολογίας, Μυτιλήνη 2009, σ. 9.
[3] ΑΝΑΝΙΑΔΟΥ – ΤΖΗΜΟΠΟΥΛΟΥ Μ., «Αρχιτεκτονική τοπίου …», ό.π., σ. 15, ΜΑΤΘΑΙΟΥ Ζ., «Το πράσινο στον αστικό χώρο …», ό.π., σ. 10.
[4] ΤΖΩΡΤΖΗ Ν., «Ο δημόσιος χώρος στην αρχαία Ελλάδα», σε: «Το φυσικό περιβάλλον στην αρχαία Ελλάδα» (επιμέλεια: ΜΑΝΩΛΑΣ ΕΥ.), Τμ. Δασολογίας και Διαχείρισης Περιβάλλοντος και Φυσικών Πόρων, ΔΠΘ 2010, σ. 91.
[5] Σχετ. ΑΝΑΝΙΑΔΟΥ – ΤΖΗΜΟΠΟΥΛΟΥ Μ., «Αρχιτεκτονική τοπίου …», ό.π., σ. 26, ΜΑΤΘΑΙΟΥ Ζ., «Το πράσινο στον αστικό χώρο και η ποιότητα ζωής: Συγκρίνοντας δύο γειτονιές στον Δήμο της Μυτιλήνης», Πανεπιστήμιο Αιγαίου, Τμήμα Κοινωνιολογίας, Μυτιλήνη 2009, σ. 11.
[6] ΤΖΩΡΤΖΗ Ν., «Ο δημόσιος χώρος στην αρχαία Ελλάδα», ό.π., σ. 92.
[7] ΤΖΩΡΤΖΗ Ν., «Ο δημόσιος χώρος στην αρχαία Ελλάδα», ό.π., σ. 89.
[8] ΑΝΑΝΙΑΔΟΥ – ΤΖΗΜΟΠΟΥΛΟΥ Μ., «Αρχιτεκτονική τοπίου …», ό.π., σ. 12.
[9] ΝΟΪΤΣΑΚΗΣ Λ., «Αειφορική πολεοδομία: η αλληλεπίδραση μεταξύ δομημένου και φυσικού περιβάλλοντος», Πανεπιστήμιο Αιγαίου, Μυτιλήνη 2007, ΜΑΤΘΑΙΟΥ Ζ., «Το πράσινο στον αστικό χώρο …», ό.π., σ. 12.
[10] ΜΑΤΘΑΙΟΥ Ζ., «Το πράσινο στον αστικό χώρο …», ό.π., σ. 13.
[11] ΜΑΤΘΑΙΟΥ Ζ., «Το πράσινο στον αστικό χώρο …», ό.π., σ. 17.
[12] ΜΑΤΘΑΙΟΥ Ζ., «Το πράσινο στον αστικό χώρο …», ό.π., σ. 17.
[13] T.S. ELIOT, «Σαν ο κόσμος να εγκατέλειψε το μυστικό του σκελετού του», απόσπασμα από το ποίημα «Ραψωδία σε μια νύχτα ανέμου» (μτφρ.: Αριστοτέλης Νικολαΐδης), εκδ. Κέδρος, Αθήνα 2008.
[14] ΣτΕ Ολ 3144/2004 Αρμ 2005 σ. 98, ΣτΕ Ολ 3142/2006 ΤΝΠ Νόμος, ΣτΕ 1261/2018 ΤΝΠ Νόμος.
nomiki_epikairotita-001