ΤΟ ΚΑΙΣΙΟ ΣΚΟΤΩΝΕΙ ΑΚΟΜΗ
Σημαντική Σύσταση της Ε.Ε. για τα άγρια εδώδιμα προϊόντα
Μόνη λύση η απόλυτη εξάρτηση από τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας
Οι επιπτώσεις του ραδιενεργού καισίου από το πυρηνικό ατύχημα στο Τσερνομπίλ εξακολουθούν να πλήττουν πολλές χώρες της Ε.Ε. και της Ανατολικής Ευρώπης. Υπάρχουν ακόμη υψηλά επίπεδα ραδιενεργού καισίου στα άγρια θηράματα, τα βατόμουρα, τα μανιτάρια και τα ψάρια των λιμνών.
Η υγεία εννιά εκατομμυρίων ανθρώπων έχει υπονομευτεί ενώ μόνο στη Λευκορωσία, που γειτονεύει με την Ουκρανία, πάνω από 2,5 στρέμματα αγροτικής γης έχουν εγκαταλειφθεί οριστικά.
Σύμφωνα με στοιχεία του Ινστιτούτου Πυρηνικής Τεχνολογίας και Ακτινοπροστασίας ακόμη και σήμερα παραμένει καίσιο 137 στο ελληνικό έδαφος και εισχωρεί με αργούς ρυθμούς όλο και βαθύτερα, με απώτερο κίνδυνο την μόλυνση των υπόγειων αποθεμάτων νερών, κυρίως στη Δυτική Μακεδονία και Βόρεια Θεσσαλία.
Να σημειωθεί ότι στα Δαρδανέλια παρατηρήθηκε 6 φορές υψηλότερη συγκέντρωση καισίου στη θάλασσα από αυτήν του Αιγαίου (μετά το Τσερνομπίλ), η οποία με τη σειρά της ήταν 7 φορές υψηλότερη από αυτή του Ιονίου πελάγους.
Μάλιστα, στις 20.2.2003 εκδόθηκε μια Σύσταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την προστασία και την ενημέρωση του κοινού σχετικά με την έκθεση λόγω της συνεχιζόμενης μόλυνσης με ραδιενεργό καίσιο των άγριων εδώδιμων προϊόντων ως συνέπεια του ατυχήματος στο Τσερνομπίλ.
Κι αυτό, παρόλο που στις 12 Μαΐου 1986 τα κράτη μέλη είχαν δεσμευτεί να εφαρμόσουν χαμηλότερα ανώτατα επιτρεπτά επίπεδα. Εκείνη την εποχή, οι Έλληνες γραφειοκράτες (μαζί με τους κοινοτικούς ομολόγους τους) έδωσαν την μάχη των ορίων με την εξής λογική: αφού η ραδιομόλυνση είναι πολύ πάνω από τα -μέχρι τότε- όρια, ας ανεβάσουμε τα όρια ασφάλειας «προσαρμόζοντάς» τα ανάλογα. Και τα τριπλασίασαν!
Όμως, όπως δέχτηκε και η Κομισιόν, τα φυσικά και τα ημιφυσικά οικοσυστήματα, όπως τα δάση και οι δασώδεις περιοχές, γενικά αποτελούν το φυσικό περιβάλλον των άγριων θηραμάτων, των βατόμουρων και των μανιταριών και τα οικοσυστήματα αυτά τείνουν να διατηρούν το ραδιενεργό καίσιο σε μια κυκλική ανταλλαγή ανάμεσα στα ανώτερα στρώματα του εδάφους (απορριμματική στιβάδα), τα βακτήρια, τη μικροπανίδα, τη μικροχλωρίδα και τη βλάστηση. Επιπλέον, το έδαφος των οικοσυστημάτων αυτών που αποτελείται κατά το μεγαλύτερο μέρος από οργανικό υλικό τείνει να αυξάνει τη βιολογική διαθεσιμότητα του ραδιενεργού καισίου.
Τα φυτά του δάσους που καταναλώνονται από τον άνθρωπο είναι τα εδώδιμα είδη φρούτων, ιδίως τα μύρτιλλα, τα άγρια βατόμουρα (cloudberries), τα φίγγια, τα σμέουρα, τα βατόμουρα (blackberries) και οι άγριες φράουλες. Οι τάσεις της μόλυνσης με ραδιενεργό καίσιο στα είδη αυτά δείχνουν ότι «η μόλυνση μειώνεται αργά ή παρέμεινε σταθερή ιδίως στα πολυετή είδη», από το ατύχημα του Τσερνομπίλ.
Επιπλέον, πολλά είδη εδώδιμων άγριων μανιταριών (κανθαρέλλοι, βολέτοι, κολλυβίες και άλλα γνωστά εδώδιμα μανιτάρια), λόγω της επίδρασης της φύσης των δασικών εδαφών στη διαθεσιμότητα του ραδιενεργού καισίου, εξακολουθούν να αναπτύσσουν επίπεδα ραδιενεργού καισίου που υπερβαίνουν τα 600 Bq/kg. Τα μανιτάρια των ειδών που συμβιώνουν με δέντρα (μυκόρριζα) και έχουν μυκήλιο που αναπτύσσεται σε βάθος (π.χ. το Boletus edulis) επηρεάστηκαν πολύ αργότερα από την εναπόθεση και σήμερα «παρουσιάζουν πολύ υψηλά επίπεδα μόλυνσης με ραδιενεργό καίσιο».
Καίσιο και στα άγρια ζώα
Σύμφωνα με τα στοιχεία που έχει στη διάθεσή της η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η μόλυνση με ραδιενεργό καίσιο επηρεάζει επίσης τα άγρια θηράματα και τα σαρκοβόρα ψάρια του γλυκού νερού από λίμνες σε περιοχές με την υψηλότερη απόθεση. Μάλιστα, η παρουσία πολύ μολυσμένων ειδών στο διαιτολόγιο (λειχήνες, βρύα, και ιδίως ορισμένα είδη μανιταριών) συνεισφέρει σαφώς στην αύξηση της μόλυνσης των άγριων θηραμάτων που τα καταναλώνουν.
Η Επιτροπή δέχεται ότι η διάρκεια της μόλυνσης με ραδιενεργό καίσιο ύστερα από το ατύχημα του Τσερνομπίλ αρκετών προϊόντων που προέρχονται από είδη που ζουν και μεγαλώνουν σε δάση και σε άλλα φυσικά και ημιφυσικά οικοσυστήματα ουσιαστικά συνδέεται με το φυσικό χρόνο ημιζωής του ραδιονουκλεϊδίου αυτού που είναι περίπου 30 έτη και επομένως «δεν θα παρατηρηθεί καμία αισθητή αλλαγή όσον αφορά τη μόλυνση με ραδιενεργό καίσιο των προϊόντων αυτών κατά τις επόμενες δεκαετίες».
Η συχνότητα εμφάνισης κρέατος αγρίων θηραμάτων που υπερβαίνει τα 600 Bq/kg ραδιενεργού καισίου μειώνεται αργά. Σημαντικές ποσότητες κρέατος αγρίων θηραμάτων που προέρχονται από ορισμένες περιοχές αρκετών χωρών εξακολουθούν να υπερβαίνουν τα παραπάνω όρια.
Σε ορισμένες περιφέρειες της Γερμανίας π.χ. τα επίπεδα του ραδιενεργού καισίου στο κρέας αγριόχοιρων μπορεί να είναι δέκα ή περισσότερες φορές υψηλότερο από τα επίπεδα στα ζαρκάδια ή τα ελάφια. Για παράδειγμα, η συχνότητα εμφάνισης αγριόχοιρων που υπερβαίνουν τα 600 Bq/kg ραδιενεργού καισίου αυξάνεται διαρκώς από το 1996 και ήταν περίπου 51 % το 1999 με κορυφοτιμές που υπερέβαιναν τα 10000 Bq/kg.
Πρόσφατα στοιχεία υποδεικνύουν ότι οι συγκεντρώσεις ραδιενεργού καισίου παραμένουν υψηλές στα σαρκοβόρα ψάρια του γλυκού νερού από λίμνες σε περιοχές με την υψηλότερη απόθεση, με τιμές αιχμής που υπερβαίνουν τα 10000 Bq/kg στο λούσο και τα 5000 Bq/kg στην πέρκα.
Υποτίθεται ότι για την προστασία της υγείας των καταναλωτών τα κράτη μέλη της Ε.Ε. λαμβάνουν τα απαραίτητα μέτρα ώστε να εξασφαλίσουν ότι τα ανώτατα επιτρεπτά επίπεδα όσον αφορά το καίσιο 134 και 137 τηρούνται. Κι ακόμη ότι ενημερώνουν τον πληθυσμό, στις περιοχές που τα προϊόντα υπερβαίνουν τα ανώτατα επιτρεπτά επίπεδα. Πόσο όμως το πράττουν ή ενημερώνουν τα άλλα κράτη σχετικά με τις περιπτώσεις προϊόντων που τοποθετήθηκαν στην αγορά και υπερέβαιναν τα ανώτατα επιτρεπτά επίπεδα;
Μειώνεται η ευαισθητοποίηση για τους κινδύνους
Η Ελλάδα δεν κατέστρεψε τα ραδιενεργά τρόφιμα. Το ελληνικό δαιμόνιο μάλιστα ανέμιξε σιτάρια υψηλής και χαμηλής ραδιενέργειας, έριξε έτσι τον μέσο όρο την ραδιονουκλεϊδίων και τα πούλησε μέσω ΚΥΔΕΠ κυρίως στον «Τρίτο κόσμο», προς δόξαν του «πνεύματος αλληλεγγύης».
Έχει υπολογιστεί πως ο αριθμός των θυμάτων του Τσερνομπίλ στην Ελλάδα ίσως να αφορά και 1.500 περιπτώσεις καρκίνου. Σ’ αυτά θα πρέπει να προστεθούν και οι 2.500 τεχνητές διακοπές κύησης, που έγιναν κατά το διάστημα αμέσως μετά την καταστροφή, για προληπτικούς λόγους.
Αλλά και σήμερα, οι κυβερνήσεις έπρεπε να έχουν ενημερώσει τους πολίτες για τον κίνδυνο από την κατανάλωση των άγριων προϊόντων. Όμως όπως διαπιστώνει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, «η ευαισθητοποίηση του κοινού σχετικά με τη συνεχιζόμενη μόλυνση των άγριων εδώδιμων προϊόντων τείνει να μειωθεί».
Όση και αν είναι η επίπτωση της μόλυνσης στην υγεία του κοινού, «ο κίνδυνος για την υγεία των ατόμων που καταναλώνουν μεγάλες ποσότητες προϊόντων από τις πληγείσες περιοχές δεν είναι αμελητέος, και επομένως είναι αναγκαίο να ενισχυθεί η ευαισθητοποίηση του κοινού σχετικά με τους κινδύνους αυτούς».
«Συναπόφαση» για τα πυρηνικά
Οι νέοι σχεδιασμοί στην Τουρκία και τη Βουλγαρία για κατασκευή πυρηνικών αντιδραστήρων, επιβάλλουν την ελληνική συνδρομή στην ανάπτυξη του αντιπυρηνικού κινήματος.
Υπάρχει άλλωστε και η «συναπόφαση», μια ιδέα που τέθηκε εδώ και χρόνια επί τάπητος και μάλιστα στο Ευρωκοινοβούλιο. Σημαίνει πως, κατά την κατασκευή ενός πυρηνικού εργοστασίου σε μία χώρα, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η γνώμη των γειτονικών χωρών. Πιθανοί νέοι αντιδραστήρες σε Τουρκία, Βουλγαρία, FYROM, Ισραήλ, Αίγυπτο κλπ μας αφορούν άμεσα και μόνο λόγω έκλυσης «κανονικών» δόσεων ραδιενέργειας, οι οποίες θα επηρεάσουν τη ζωή μας. Συνιστά λοιπόν στοιχειώδες δικαίωμά μας η δυνατότητα να συναποφασίζουμε με τους γείτονές μας, πάνω σε θέματα που θα θίξουν με μαθηματική ακρίβεια την ποιότητα της ζωής μας.
Ο ήπιος δρόμος είναι φθηνότερος και ασφαλής
Το ενεργειακό μέλλον δεν θα είναι όμοιο με το παρελθόν. Όχι μόνο οι κίνδυνοι των πυρηνικών εργοστασίων αλλά και η ρύπανση της ατμόσφαιρας, το φαινόμενο του θερμοκηπίου, η εξάντληση των ορυκτών καυσίμων μοιραία θα σημάνουν μία δύσκολη περίοδο μετάβασης από την εξάρτηση από το πετρέλαιο, λιγνίτη, ουράνιο, αέριο σε ήπιες και ανανεώσιμες μορφές ενέργειας.
Αλλά η φύση της μετάβασης εξαρτάται από το πώς ορίζουμε το πρόβλημα που προσπαθούμε να λύσουμε. Αν προσπαθήσουμε απλά να αυξήσουμε την παραγωγή για να αντιμετωπίσουμε προεκτάσεις «αναγκών», θα συνεχίσουμε τον «σκληρό» ενεργειακό δρόμο, την πολιτική παραγωγής από την εξάντληση, που μετατρέπει όλο και πιο σπάνια ορυκτά καύσιμα μέσα σε όλο και μεγαλύτερα και πιο περίπλοκα κεντρικά εργοστάσια.
Το κόστος όμως του «σκληρού» δρόμου είναι πια ανυπόφορο, μεγάλο σε χρήματα, κινδύνους και ελευθερία γιατί είναι δρόμος αναπόφευκτα συγκεντρωτικός, αυταρχικός, ευπαθής, τεχνοκρατικός και βοηθάει στη δημιουργία ενός κόσμου επιδοτήσεων, χαριστικών δανείων, κεντρικού ελέγχου, κρατισμού. Ανοίγει με τη σειρά του το δρόμο για μια κοινωνία ολοκληρωτική.
Όχι μόνο τα πυρηνικά εργοστάσια αλλά και οι επιπλέον σταθμοί ισχύος οποιουδήποτε είδους δεν είναι λογική απάντηση στο ενεργειακό πρόβλημα. Χρειάζονται πολύ χρόνο για να κατασκευαστούν, είναι πολύ ακριβοί και προσφέρουν μια υψηλότερης μορφής ενέργεια απ΄ ότι μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε οικονομικά και οικολογικά. Εκτός κι αν πρέπει να αφήσουμε τους κερδοσκόπους να καθορίζουν τα καταναλωτικά μας πρότυπα και να μας πλασάρουν ενεργοβόρα συστήματα και συσκευές, που έχουν σχεδιαστεί για να αχρηστευτούν μετά από λίγο χρονικό διάστημα, αφού μας ταλαιπωρήσουν με τα black out στο ηλεκτρικό και ανοίξουν το δρόμο στην πυρηνική ενέργεια.
Μπορούμε να σχεδιάσουμε και να εφαρμόσουμε μια ομαλή μετάβαση προς μια ουσιαστικά απόλυτη εξάρτηση από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Αρκεί να κάνουμε τρεις επιλογές και ξεκινώντας τώρα: α) χρησιμοποιώντας πολύ πιο αποδοτικά τις ενεργειακές πηγές που έχουμε β) υιοθετώντας όλο και περισσότερο «ήπιες» τεχνολογικά και ποικίλες ανανεώσιμες πηγές (όπως ηλιακή θέρμανση, μετατροπή αγροτικών και κτηνοτροφικών υπολειμμάτων, άνεμο και μικροϋδροηλεκτρισμό, φωτοβολταϊκά και γεωθερμία) που προσφέρουν ενέργεια στην κλίμακα και ποιότητα που χρειαζόμαστε και γ) χρησιμοποιώντας μεταβατικά και ορυκτά καύσιμα, καθαρά και οικονομικά.
Ένας τέτοιος δρόμος ήπιας ενέργειας έχει το δικά του προβλήματα αλλά είναι λιγότερο δύσκολος από αυτά ενός δρόμου σκληρών μορφών. Ο ήπιος δρόμος είναι πραγματικά φθηνότερος, συντομότερος, πιο σίγουρος και ασφαλής με τη σημερινή γνώση των ήπιων τεχνολογιών αλλά προϋποθέτει αλλαγές τρόπου ζωής και κοινωνικής αντίληψης. Προϋποθέτει επιλογές προς μια κοινωνία μικρότερων ανισοτήτων, συλλογικής αντίστασης στην υποβάθμιση της ζωής και του πλανήτη και αξιοποίησης των δυνατοτήτων που ο καθένας έχει για να προσφέρει σε μια άλλη προοπτική, οικολογική και κοινωνικά αλληλέγγυα.