Picture of sstamellos

sstamellos

Η γιορτή «Τ’ Αγίου Στεφάν’» Έρχονται οι μνήμες από τα χρόνια εκείνα, στο χωριό…

Η γιορτή «Τ’ Αγίου Στεφάν’». Έρχονται οι μνήμες από τα χρόνια εκείνα, στο χωριό…
Έτσι που μας έχει κάνει η τεχνολογία, το μόνο που μας μένει είναι να απαντάμε στα τηλέφωνα και στα μηνύματα στο messenger και στο facebook Τώρα με έπιασε η νοσταλγία και ήρθαν οι θύμισες, ταξιδεύοντας ο νους σε κείνα τα μακρινά χρόνια. Και οι λέξεις ανάκατες, που με κόπο στήνονται όρθιες στο πληκτρολόγιο του υπολογιστή. Ποια να πρωτοδιαλέξεις και πώς να τις συνταιριάσεις για να εκφράσεις τις παιδικές μνήμες/εικόνες και τα συναισθήματα. Πλούσια η μνήμη, κήποι ευωδιαστοί, πατητήρια των ονείρων, λένε. Και όσο μεγαλώνουμε, τόσο στα όνειρα έρχονται στιγμές από τα παιδικά χρόνια.
Του Αγίου Στεφάνου, ή «τ’ Αγίου Στεφάν’», ήταν η καλύτερη γιορτή της οικογένειας. Χειμωνιάτικο, αλλά ζεστό οικογενειακό κλίμα, με πολλά εδέσματα, λόγω των χοιρινών. Κι επειδή ήμουνα το μοναδικό όνομα σε όλο το χωριό – δεν υπήρχε άλλος «Στέφανος» ή «Στέφος» – έπρεπε να περάσουν όλοι οι εξοχίτες και οι χωριανοί από το σπίτι μας. Έρχονταν και οι συγγενείς από το σόι της γιαγιάς από την Αγία Παρασκευή και οι συγγενείς της μάνας από τη Χόχλια. Το σπίτι μας ήταν μια ώρα μακριά από το χωριό, στον Πλάτανο. Οι δρόμοι της εποχής ήταν μονοπάτια για φορτωμένα ζώα, αλλού καλντερίμια και αλλού κομμάτια δύσκολα με πλημμυρισμένα ρέματα και με βουλιάγματα το χειμώνα, που φυσικά γίνονταν πιο δύσκολα τη νύχτα με το φακό ή στο απόλυτο σκοτάδι.
Η μάνα ετοίμαζε από μέρες τους μπακλαβάδες και τους κουραμπιέδες. Το φαγητό ήταν σχετικά εύκολο, αφού υπήρχαν μπόλικα χοιρινά. Πήγαιναν και έρχονταν οι τηγανιές, τα μπουμπάρια και οι τσιγαρίδες. Τα καρύδια και τα βρασμένα κάστανα ήταν οι «ξηροί καρποί» της εποχής για τα πρώτα ποτήρια του τσίπουρου. Οι ευχές στην πρόποση ήταν καθιερωμένες και συγκεκριμένες: «χρόνια πολλά, να χαίρεστε τα παιδιά σας και τα εγγόνια σας οι μεγάλοι» κλπ κλπ.
Το κρασί ήταν υπόθεση του πατέρα, που ανεβαινοκατέβαινε στο υπόγειο γεμίζοντας τις κανάτες. Αυτή την εποχή, πριν τις γιορτές, ξεσφράγιζε το πρώτο βαρέλι με το καινούργιο κρασί. Φτιάχναμε αρκετό κρασί κάθε χρόνο με τα σταφύλια μας, ανάλογα με τη χρονιά. Κάποιες φορές φτάναμε μέχρι 700 λίτρα. Ανάλογο ήταν και το τσίπουρο.
Όταν μαζεύονταν όλοι οι άντρες, άρχιζε το τραγούδι και ο χορός. Καμιά φορά έβαζαν τον μπαρμπα Μήτσο τον Τσατσαλμά να παίξει το βιολί ή έφερνε και ο Γραβανοκώστας το κλαρίνο. Τα παπούτσια, συνήθως στρατιωτικά άρβυλα ή μπότες καουτσούκ, χτυπούσανε στο ξύλινο πάτωμα και σειόταν το σπίτι. Τότε ο πατέρας, στο πολύ το κέφι, κοντά στα μεσάνυχτα, έβγαινε και έριχνε στη σταχταριά, λίγο πιο πέρα από το σπίτι, τη χειροβομβίδα. Τις είχε από τον πόλεμο κρυμμένες στο χατίλι στο μαντρί, εκεί που δεν τις βρίσκαμε εμείς τα παιδιά.
Εμείς τα παιδιά καθόμασταν κοντά στο τζάκι χωρίς να συμμετέχουμε ιδιαίτερα, παρακολουθώντας με αμήχανο χαμόγελο ή με περιέργεια τα τεκταινόμενα. Ο παππούς και η γιαγιά κάθονταν στη γωνία τους, κοντά στο τζάκι κι αυτοί, και είχαν το σεβασμό όλων με ιδιαίτερες ευχές και λόγια για την υγεία τους. Ο παππούς καθόταν πάντα σταυροπόδι, πάνω στα πόδια του. Ήμουνα περίεργος πώς το κατάφερνε αυτό στην ηλικία του. Σκάλιζε και ανακάτωνε τη φωτιά με το ξυθάλι και ενδιαφερόταν να φέρουμε ξύλα, να έχει πάντα θράκα. Έβραζε κάπου κάπου και κανένα πόντσι για το «ριφιφί». Δεν έπινε ποτέ κρασί, μόνο τσίπουρο κι αυτό βρασμένο ελαφρά στη χόβολη.
Στενός ο χώρος. Δύο μεγάλα δωμάτια, η σάλα και το μπαλκόνι ήταν. Οι άντρες με τα μπράτσα σηκωμένα, με τα πόδια ελαφρώς μεθυσμένα και τραγούδι με το στόμα, στο τσάμικο αργά, κάποιοι με τη χλαίνη ανάρ’χτα λόγω του χειμώνα και το τσιγάρο με το λαθραίο καπνό στο στόμα. Οι γυναίκες κάθονταν ολόγυρα και «έπαιρναν» το τραγούδι, που συνήθως εναλλάσσονταν: μια γυναικεία και μια ανδρική φωνή. Άλλοι έφευγαν κι άλλοι έρχονταν. Οι δύο λάμπες και τα καντήλια στην κουζίνα και κάτω από το τζάκι έκαιγαν διαρκώς. Φωνές, αστεία, λόγια ασυνάρτητα και ευχές, διασταυρώνονταν στη σκάλα και στο μπαλκόνι.
Τα σκυλιά από νωρίς σταματούσαν να αλυχτάνε, αφού δεν είχε νόημα πια με τόσο κόσμο. Πάντα είχαμε τρία σκυλιά. που δεν άφηναν άνθρωπο να πλησιάσει χωρίς να γαυγίσουν και να ορμίσουν. Και οι γάτες εξαφανίζονταν στην κεράνη ή δίπλα στην καλύβα.
Αυτά και άλλα πολλά, που δε βοηθάνε οι λέξεις να τα συνταρμώσω, στέκονται όρθιες στο μυαλό∙ και μέχρι να τις κατεβάσω στο πληκτρολόγιο, ξεφεύγουν∙ και ποια είπαμε να πρωτοδιαλέξεις και πώς να τις συνταιριάσεις. Πατητήρια ονείρων, εικόνες μακρινές.

Αφήστε ένα Σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Scroll to Top