ΜΑΧΗ ΤΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΎ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΠΟΡΟΥΣ
Καθώς το γόνιμο έδαφος και το νερό αρχίζουν να σπανίζουν, ο ανταγωνισμός για αυτούς τους ζωτικούς πόρους εντείνεται μέσα στους κόλπους της ίδιας κοινωνίας, και ιδιαίτερα ανάμεσα στους πλούσιους και στους φτωχούς ή περιθωριοποιημένους. Η ποσότητα των πόρων που αντιστοιχούν στην επιβίωση του κάθε ανθρώπου, μειώνεται εξ αιτίας της αύξησης του πληθυσμού. Αυτή η μείωση απειλεί να ρίξει το επίπεδο ζωής εκατομμυρίων ανθρώπων κάτω από το επίπεδο φτώχειας, και να οδηγήσει τα πράγματα σε πρωτοφανείς κοινωνικές εντάσεις που δύσκολα θα μπορούν να διευθετηθούν.
Η πρόσβαση σε γόνιμες γαίες είναι μια πρώτη πηγή κοινωνικών εντάσεων. Η αύξηση του πληθυσμού των ανθρώπων έχει περιορίσει την αναλογία ανά άτομο στο ήμισυ, δηλαδή, από τα 0.23 εκτάρια του 1950 στα 0.10 εκτάρια το 2007. Το 14 ενός εκταρίου(=με 1στρέμμα), είναι το μισό οικόπεδο μια εξοχικής κατοικίας σε ένα πλούσιο προάστιο των ΗΠΑ. Αυτή η προϊούσα συρρίκνωση των λιβαδικών εκτάσεων που αναλογούν σε κάθε ένα άτομο δημιουργεί μεγάλες δυσκολίες στους γεωργούς, ώστε να μπορέσουν να διαθρέψουν τα 70 εκατομ ανθρώπων που προστίθενται στον παγκόσμιο πληθυσμό κατ` έτος.
Η μείωση των καλλιεργήσιμων εδαφών ανά άτομο όχι μόνο απειλεί την ποιότητα ζωής αλλά απειλεί ευρέως και την ίδια την επιβίωση. Οι εντάσεις μέσα στις ίδιες τις κοινότητες αρχίζουν να λαμβάνουν υπόσταση από τη στιγμή που οι ιδιοκτησίες τους μειώνονται κάτω από το όριο που απαιτείται για να επιβιώσει κανείς.
Η περιοχή Σαχέλ της Αφρικής, όπου ο πληθυσμός αυξάνεται με τη μεγαλύτερη ταχύτητα παγκοσμίως, είναι μια απέραντη έκταση όπου εξαπλώνονται οι πάσης φύσεως πόλεμοι: Στο ταραχώδες Σουδάν, 2 εκατομ άνθρωποι έχουν πεθάνει και πάνω από 4 εκατομ έχουν εκδιωχθεί από τα εδάφη τους, κατά τη διάρκεια των τελευταίων 20 ετών, καθώς μακροχρόνιοι πόλεμοι μαίνονται σε αυτή τη χώρα, ανάμεσα στους Χριστιανούς του νότου και στους Μουσουλμάνους του βορά. Οι πιο πρόσφατες συγκρούσεις στην περιοχή του Νταρφουρ, στο δυτικό Σουδάν, που άρχισαν το 2003 καταδεικνύουν τις αυξανόμενες εντάσεις ανάμεσα στις 2 μουσουλμανικές ομάδες- στους βοσκούς καμήλων και στους φτωχούς αγρότες. Πίσω από τις αραβικές ομάδες πολιτοφυλάκων βρίσκονται τα κυβερνητικά στρατεύματα, τα οποία έχουν εμπλακεί στην ολοκληρωτική σφαγή των μαύρων Σουδανών, σε μια προσπάθεια να τους εξαναγκάσουν να φύγουν από τη γη τους και να κατευθυνθούν στα στρατόπεδα προσφύγων του γειτονικού Τσάντ. Σήμερα κάπου 200.000 άνθρωποι έχουν σκοτωθεί από τις μάχες και άλλοι 250000 έχουν πεθάνει από την πείνα και από τις αρρώστιες μέσα στα στρατόπεδα προσφύγων.
Η τραγική ιστορία του Νταρφούρ αντικατοπτρίζει ολόκληρη την ιστορία του Σαχέλ, της ημιάγονης περιοχής που περιλαμβάνει βοσκότοπους και ξερότοπους όπου ασκείται η γεωργία και η κτηνοτροφία, και που εκτείνεται κατά μήκος όλης της Αφρικής –από τη Σενεγάλη στα δυτικά μέχρι τη Σομαλία στα Ανατολικά. Στο βόριο Σαχέλ, τα λιβάδια αντικαθίστανται από ένα ερημικό τοπίο, το οποίο αναγκάζει τους βοσκούς να στρέφονται προς το νότο και να εισέρχονται στις γεωργικές περιοχές. Η μείωση των βροχοπτώσεων και η υπερβολική βόσκηση συνδυαζόμενα επιτείνουν την καταστροφή των λιβαδιών.
Πολύ πριν από την μείωση των βροχοπτώσεων οι σπόροι για την ανάφλεξη είχαν σπαρθεί καθώς ο πληθυσμός του Σουδάν είχε σκαρφαλώσει από τα 9 εκατομ το 1950, στα 39εκατομ το 2007. Αυτή η αύξηση είναι κάτι περισσότερο από τετραπλάσια. Εν τω μεταξύ ο πληθυσμός των βοοειδών αυξήθηκε από κατι λιγότερο από 7εκατομ, στα 40 εκατομ. Πρόκειται για μια αύξηση σχεδόν 6πλάσια. Το σύνολο των αιγοπροβάτων αυξήθηκε από τα 14 εκατομ στα 113εκατομ. Πρόκειται για μια 8πλάσια αύξηση. Κανένα είδος λιβαδιού δεν μπορεί να επιζήσει μπροστά σε μια τέτοια ραγδαία και διαρκή αύξηση του ζωικού βασιλείου.
Στη Νιγηρία, όπου 148εκατομ πληθυσμού είναι παραγεμισμένα σε μια έκταση όχι πολύ μεγαλύτερη από το Τέξας, η υπέρ βόσκηση και η υπέρ άροση μετατρέπουν τα λιβάδια και τα χωράφια σε ερήμους. Σε αυτές τις εφιαλτικές συνθήκες οι βοσκοί και οι γεωργοί μάχονται μεταξύ τους δίνοντας έναν αγώνα για την επιβίωση. Ο Somini Sengupta, δημοσιογράφος της εφημερίδας New York Times, τον Ιούνιο του 2004 έγραψε: «Τα τελευταία χρόνια, καθώς η έρημος έχει εξαπλωθεί πάρα πολύ, η μεν υψηλή βλάστηση έχει καταπέσει, ο δε πληθυσμός των γεωργών και των κτηνοτρόφων έχει αυξηθεί πάρα πολύ, με αποτέλεσμα ο ανταγωνισμός για τα εδάφη να έχει και αυτός οξυνθεί περαιτέρω».
Ατυχώς , η διαίρεση που υφίσταται ανάμεσα στους γεωργούς και στους κτηνοτρόφους, συχνά επιτείνεται, επειδή οι πρώτοι είναι Χριστιανοί και οι δεύτεροι Μουσουλμάνοι. Ο ανταγωνισμός για εδάφη, καθώς διευρύνεται από τις θρησκευτικές διαφορές και συνδυάζεται με το γεγονός ότι υπάρχουν χιλιάδες αδέσποτοι και απογοητευμένοι νέοι με όπλα, έχει δημιουργήσει δημιουργήσει αυτό που η εφημερίδα New York Times περιέγραψε ως ένα «εκρηκτικό μίγμα», το οποίο έχει «εφοδιαστεί με όλα τα απαραίτητα καύσιμα για να πραγματοποιει τα σημερινά όργια σφαγής και βίας κατά μήκος της εύφορης κεντρικής Πολιτείας της Νιγηρίας (που ονομάζεται Plateau). Εκκλησίες και τζαμιά έχουν λεηλατηθεί. Γείτονας στρέφεται ενάντια στον Γείτονα. Οι επιθέσεις αντεκδίκησης μέχρι τελικής πτώσης πολλαπλασιάστηκαν, και στα μέσα Μαΐου του 2004, η κυβέρνηση εφάρμοσε νόμους έκτακτης ανάγκης.
Ίδιες διαιρέσεις υπάρχουν μεταξύ κτηνοτρόφων και γεωργών στο βόρειο Μαλί, οι New York Times ανέφεραν, όπου εκεί «τα μαχαίρια και τα κοντάρια έχουν πεταχθεί στην πάντα για χάρη των Καλάσνικοφ, καθώς η ερημοποίηση και η αύξηση του πληθυσμού έχει οξύνει τον ανταγωνισμό ανάμεσα στους κατά πλειοψηφία μαύρους Αφρικανούς γεωργούς και στους Tuareng και Fulani εθνικιστές κτηνοτρόφους. Οι διαθέσεις είναι άγριες και από τις δύο πλευρές, επειδή αγωνίζονται προ πάντων για να κρατήσουν το επίπεδο ζωής τους και το είδος της απασχόλησής τους.
Η Rwanda έχει αποτελέσει μια κλασική περίπτωση μελέτης σχετικά με το πώς οι ογκούμενες πιέσεις από τη μεγάλη Αύξηση του Πληθυσμού μπορεί να μεταφραστούν σε πολιτικές εντάσεις και συγκρούσεις και τέλος σε μια τραγωδία ολόκληρης της κοινωνίας. Ο James Gasana, ο υπουργός Γεωργίας και Περιβάλλοντος τα έτη 1990 -1992, της Ρουάντα, προέβλεψε κάποια πράγματα. Όταν ήταν πρόεδρος της εθνικής επιτροπής γεωργίας το 1990, είχε προειδοποιήσει ότι χωρίς « βαθιές μεταρρυθμίσεις στο χώρο της γεωργίας, η Ρουάντα δεν θα είναι ικανή να διαθρέψει επαρκώς τον πληθυσμό της με τα τρέχοντα ποσοστά αύξησης του (πληθυσμού της). «Αν και οι δημογράφοι της χώρας προέβλεπαν μεγαλύτερο ποσοστό αύξησης του πληθυσμού στο μέλλον, ο Gasana δήλωσε το 1990, ότι ο ίδιος δεν έβλεπε πώς η Ρουάντα θα μπορούσε να φτάσει τα 10εκατομ κατοίκους χωρίς να δημιουργηθεί μεγάλη κοινωνική ανα-στάτωση- «εκτός αν πετύχουμε μια σπουδαία πρόοδο στη γεωργία, όπως επίσης και σε μια σειρά από άλλους τομείς της οικονομίας», δήλωσε.
Η προειδοποίηση του Gasana για μια πιθανή κοινωνική ανα-ταραχή ήταν προφητική. Ο ίδιος προχώρησε ακόμη περισσότερο και περιέγραψε με μελανά χρώματα πώς τα αδέλφια του, τα οποία κληρονόμησαν τα χωράφια τους από τους γονείς τους και που αυτοί οι κλήροι ήταν ήδη μικροί στη δική του εποχή, – τώρα που η κάθε οικογένεια έχει 7 παιδιά κατά μέσο όρο – πώς θα διαιρεθούν αυτοί οι μικροί κλήροι σε ακόμα μικρότερα κομμάτια(;)… Μερικοί γεωργοί προσπάθησαν να βρουν νέα εδάφη, μετακινούμενοι στις απότομες πλαγιές των βουνών. Μέχρι το 1989 σχεδόν το ήμιση από το καλλιεργήσιμο έδαφος της Ρουάντα ήταν σε πλαγιές με κλίση 10 μέχρι 35 μοίρες, σε εδάφη δηλαδή, τα οποία σύμφωνα με τα παγκόσμια στάνταρ έπρεπε να θεωρούνται μη καλλιεργήσιμα.
Το 1950 ο πληθυσμός της Ρουάντα ήταν 2.4εκατομμύρια. Το 1993 είχε φτάσει το τριπλάσιο νούμερο των 7.5 εκατομμυρίων, κάνοντάς την την πιο πυκνοκατοικημένη χώρα της Αφρικής. Καθώς ο πληθυσμός αυξάνονταν, τόσο αυξάνονταν και οι ανάγκες για καυσόξυλα. Το 1991 οι απαιτήσεις αυτές ήσαν διπλάσιες από τις ποσότητες που μπορούσαν να δώσουν τα τοπικά δάση – με μια βιώσιμη χρήση. Καθώς λοιπόν τα δάση εξαφανίζονταν, οι άνθρωποι άρχισαν να χρησιμοποιούν για καύσιμη ύλη τα άχυρα και άλλα φυτικά υπολείμματα – που παρέμενα στα χωράφια μετά τη συγκομιδή των καρπών. Καθώς όμως μειώνονταν τα οργανικά υπολείμματα επάνω στην επιφάνεια των χωραφιών, η γονιμότητα των εδαφών τους άρχισε να πέφτει…
Καθώς λοιπόν η υγεία των εδαφών χειροτέρευε, το ίδιο πάθαινε και η υγεία των ανθρώπων που εξαρτώνταν από αυτά. Πιθανόν να μην υπήρχε πια περισσευούμενη τροφή για να μετα-φερθεί και στους άλλους αναγύρο. Μια υπόκωφη απελπισία άρχισε να καταλαμβάνει τις ψυχές των ανθρώπων. Ολόκληρη η χώρα άρχισε να μοιάζει με ένα σωρό ξηρά χόρτα που ένα σπίρτο ήταν ικανό να τα κάψει όλα μονομιάς. Αυτός ο σπινθήρας πετάχτηκε όταν κατέπεσε ένα αεροπλάνο στις 6Απριλίου του 1994, αφού πυροβολήθηκε καθώς πλησίαζε στο αεροδρόμιο της πρωτεύουσας Κινγκάλι, σκοτώνοντας τον Πρόεδρο της χώρας Juvenal Habyarimana. Η συντριβή αυτή του αεροσκάφους αποδέσμευσε την οργή των Χούτους, οι οποίοι, αφού οργάνωσαν μια επίθεση 100 ημερών, οδήγησαν περίπου 800.000 ανθρώπους της φυλής των Τούτσι στο θάνατο. Σε μερικά χωριά, οι Χούτους κατέσφαξαν ολόκληρες οικογένειες των Τούτσι, επειδή φοβούνταν ότι στο μέλλον, κάποιο επιζήσαν μέλος θα μπορούσε να διεκδικήσει τον κλήρο του από τους Χούτους.
Πολλές άλλες χώρες της Αφρικής αγροτικές κατά βάση βρίσκονται στα ίχνη μια τραγωδίας παρόμοιας με εκείνη της Ρουάντας. Ο πληθυσμός της Τανζανίας των 40εκατομ το 2007, προβλέπεται να φτάσει στα 85 εκατομ το 2050. Η Ερυθραία, όπου η μέση οικογένεια έχει 6 παιδιά, προβλέπεται να φτάσει από τα 5εκαοτμ στα 11 εκατομ το 2050. Στη Ρεπουμπλικανική Δημοκρατία του Κονγκό, προβλέπεται να τριπλασιαστεί ανεβαίνοντας από τα 63εκατομ στα 187εκατομ. Η Αφρική δεν είναι η μόνη. Στην Ινδία, οι εντάσεις ανάμεσα στους Ινδουιστές και στους Μουσουλμάνους δεν απέχουν πολύ μακριά από μια τέτοια εξέλιξη. Καθώς η κάθε επόμενη γενιά υποδιαιρεί τον κληροδοτηθέντα κλήρο της σε ακόμα μικρότερα τμήματα, η πίεση επί της γης εντείνεται. Η πίεση επάνω στους υδάτινους πόρους, βεβαίως, είναι ακόμη μεγαλύτερη.
Με την προβλεπόμενη αύξηση του πληθυσμού της Ινδίας από 1.2 (2007), στα 1.7 το 2050, μια μετωπική σύγκρουση ανάμεσα στην άνοδο των ανθρώπων και στην πτώση των υδάτινων αποθεμάτων φαίνεται αναπόφευκτη. Το θέμα είναι ότι οι συγκρούσεις της Ινδίας μπορεί να κάνει να φαντάζουν νανοι οι συγκρούσεις στη Ρουάντα. Καθώς ο Γκασάνα παρατηρεί, οι σχέσεις ανάμεσα στον πληθυσμό και στα φυσικά συστήματα είναι ένα θέμα ύψιστης ασφαλείας, που θα μπορούσε να εξακτινώσει τις έριδες σε μεγάλο βάθος μέσα σε γεωγραφικές, φυλετικές , εθνικές και θρησκευτικές περιοχές.
Οι διαφωνίες για τη διαχείριση του ύδατος μεταξύ των εθνών από τα οποία διέρχεται το ίδιο ποτάμιο σύστημα, οδηγούν σε μεγάλες διεθνείς διενέξεις, ειδικά εκεί όπου ο πληθυσμός των περιοχών αυτών, υπερβαίνει τη φέρουσα δυνατότητα του ποταμού. Πουθενά αλλού δεν είναι τόσο ισχυρές οι συγκρούσεις όσο ανάμεσα στην Αίγυπτο, το Σουδάν και την Αιθιοπία που βρίσκονται στο δρόμο του Νείλου. Η γεωργία στην Αίγυπτο, όπου σπάνια βρέχει, εξαρτάται αποκλειστικά από το νερό του Νείλου. Η Αίγυπτος τώρα παίρνει τη μερίδα του λέοντος από το νερό του Νείλου, αλλά ο σημερινός πληθυσμός των 75εκατομ προβλέπεται να φτάσει τα 121εκατομ το 2050, πράγμα που θα προκαλέσει μια ογκούμενη διαρκώς ζήτηση για σιτηρά και νερό. Το Σουδάν, του οποίου ο πληθυσμός των 39εκατομ εξαρτάται ομοίως για την επιβίωσή τους από την τροφή που παράγεται από το νερό του Νείλου, αναμένεται να φτάσει τα 73εκατομ μέχρι το 2050. Και τέλος η πολυάνθρωπος Αιθιοπία, στην οποία ευρίσκεται το 85% των κεντρικών πηγών του ποταμού, αναμένεται να φτάσει τα 183εκατομ (το 2050), από 83εκατομ που έχει σήμερα.
Σήμερα ο Νείλος όταν φτάνει στη Μεσόγειο έχει πολύ λίγα νερά στην κοίτη του.
Αν το Σουδάν ή η Αιθιοπία παρα-κρατήσει στο μέλλον περισσότερο νερό, τότε η Αίγυπτος θα πάρει λιγότερο, και θα είναι για αυτήν πάρα πολύ δύσκολο να διαθρέψει έναν επί πλέον πληθυσμό 46εκατομ ανθρώπων. Αν και υπάρχει μια συμφωνία για τα υδατικά δικαιώματα ανάμεσα στις 3 αυτές χώρες, η Αιθιοπία λαμβάνει μόνο ένα μικροσκοπικό μερίδιο από τα νερά του ποταμού. Αν λάβουμε υπ` όψη μας τις φιλοδοξίες που έχει η χώρα αυτή για μια καλύτερη ζωή, και με τις κεντρικές πηγές του Νείλου βρίσκονται στα εδάφη της να αποτελούν έναν από τους λιγοστούς του πόρους, η Αιθιοπία αναμφίβολα κάποια στιγμή θα θελήσει να πάρει περισσότερο νερό.
Στα βόρεια η Τουρκία, η Συρία και το Ιράκ νέμονται τα υδάτινα συστήματα του Τίγρη και του Ευφράτη. Η Τουρκία, καθώς ελέγχει τις πηγές του, αναπτύσσει ένα μεγαλεπίβολο πρόγραμμα επι του Τίγρη, για να αυξήσει τα ύδατα άρδευσης και παραγωγής ηλεκτρισμού. Η Συρία και το Ιράκ, που προβλέπεται να διπλασιάσουν σχεδόν τον ήδη αρκετά μεγάλο πληθυσμό τους(των 20εκατομ και 29εκατομ αντίστοιχα), ενδιαφέρονται πολύ για το θέμα αυτών των υδάτων, επειδή και αυτά τα κράτη θα χρειαστούν επίσης περισσότερο ύδωρ.
Στη λεκάνη της Θάλασσας της Αράλης, στην κεντρική Ασία, υπάρχει μια προβληματική συμφωνία ανάμεσα σε 5 χώρες σχετικά με την κατανομή των υδάτων των 2 ποταμών, του Αμού Ντάρια και του Συρ Ντάρια, που φτάνουν στην Αράλη σχεδόν αποξηραμένοι. Οι απαιτήσεις επί των υδάτων (των 2 ποταμών) οι οποίες εγείρονται εκ μέρους του Καζακστάν, του Κυργιζιστάν, του Τατζικιστάν, του Τουρκμενιστάν και του Ουσμπεκιστάν, ήδη σήμερα ξεπερνάνε τις δυνατότητες των 2 ποταμών κατά 25%. Το Τουρκμενιστάν, που βρίσκεται στο άνω μέρος του Αμού Ντάρια, σχεδιάζει να αναπτύξει και άλλες αρδευόμενες εκτάσεις της τάξεως των 0,5 εκατομ εκταρίων. Τα κράτη της περιοχής όμως, καθώς βασανίζονται από πολεμικές διενέξεις, δεν έχουν την απαραίτητη ηρεμία που απαιτείται για να συνεργαστούν και να διευθετήσουν κατάλληλα τους υδατικούς τους πόρους που βρίσκονται σε σπανιότητα. Και σαν να μην έφτανε αυτό το Αφγανιστάν, το οποίο ελέγχει τις πηγές του Αμού Ντάρυα, σχεδιάζει να χρησιμοποιήσει ένα μέρος των υδάτων του για τη δική του ανάπτυξη. Η Γεωγραφος Σάρα Οχάρα, του Πανεπιστημίου του Νόττιγκαμ, η οποία μελετά τα υδατικά προβλήματα της περιοχής, αναφέρει: «Συζητάμε συνέχεια για τον αναπτυσσόμενο κόσμο και τον αναπτυσσόμενο κόσμο, αλλά μάλλον πρόκειται για τον επιδεινούμενο κόσμο».