Τη μοίρα μας
δεν θα την πει κανένας.
Τη μοίρα του ήλιου
θα την πούμ’ εμείς
(Οδυσσέας Ελύτης)
Του Γιάννη Ζαμπετάκη
Για την εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ
izabet@chem.uoa.gr
environmentfood.blogspot.com
Eπίκουρος Καθηγητής Χημείας Τροφίμων και Lead Auditor (HACCP, ISO), Tμήμα Χημείας, Πανεπιστήμιο Αθηνών
Μέσα στον ορυμαγδό των ζοφερών ειδήσεων, εν μέσω οικονομικής κρίσης και περιβαλλοντικών καταστροφών (πυρκαγιές, χωματερές, νερό με τοξικά μέταλλα), ήρθαν και οι εκλογές-λύτρωση-ευκαιρία να μιλήσουμε με την ψήφο μας για το ποια Ελλάδα θέλουμε να κτιστεί πάνω στα καμένα που αφήνει πίσω της η Νέα Διακυβέρνηση (ΝΔ). Αλλά πριν επιλέξουμε τι θα κτίσουμε ή θα φυτέψουμε στα καμένα (οι επιλογές είναι πολλές, από φυσική αναδάσωση μέχρι πολυτελείς μεζονέτες – βλ. Ντράφι στην Πεντέλη), καλό είναι να θυμηθούμε δύο καίριες λέξεις:
Την οικονομία (δηλ. την τέχνη της διαχείρισης των εσόδων και των εξόδων του σπιτιού μας που λέγεται πλανήτης Γη) και την οικολογία (δηλ. τη μελέτη και κατανόηση της σχέσης μεταξύ έμβιων όντων και περιβάλλοντος).
Οι δύο τούτες λέξεις μιλάνε ουσιαστικά για το σπίτι μας (οίκος) και κρύβουν βαρύ περιεχόμενο μέσα τους. Ίσως και γιΆαυτό τις έχουν «δανειστεί» αυτούσιες όλες οι γλώσσες του κόσμου! Ας δούμε τι είναι στ’ αλήθεια έσοδα, έξοδα, έμβια όντα και περιβάλλον. Η πρώτη ανάγνωση μπορεί να φαίνεται απλή, απλή όμως δεν είναι.
Σήμερα που όλοι μιλάνε για πράσινη ανάπτυξη (από το Barack Obama μέχρι το ΠαΣοΚ) και ένα «green new deal», καλό είναι να δούμε την υπάρχουσα κρίση (οικονομική, περιβαλλοντική, κοινωνική) μέσα από μια άλλη -πραγματικά και όχι κατΆ επίφαση πράσινη- ματιά.
Μια τέτοια ματιά θα μπορούσε, για παράδειγμα, να είναι και μέσα από την ανάγνωση ενός βιβλίου, όπου ανακαλύπτει κανείς ότι η ανάπτυξη δεν μπορεί να είναι αποκομμένη από την ποίηση. Το έχει γράψει ο φιλόλογος Δ. Μπαρσάκης και έχει τίτλο «Ο υπερδρόμος της Βορείου Ευβοίας και η ελεγεία της χαμένης πορείας». Το βιβλίο αυτό δείχνει με ένα ποιητικό τρόπο πώς, αν δεν πατήσουμε φρένο στην αλόγιστη, κακώς εννοούμενη ανάπτυξη, σε λίγο δεν θα υπάρχουν δέντρα ούτε για δείγμα.
Και μιας και ο λόγος για δέντρα, αναφέρεται στο βιβλίο ότι πριν από 10 χρόνια στη Νεοελληνική Γλώσσα της ΑΆ τάξης Γυμνασίου δημοσιευόταν ένα κείμενο που έλεγε ότι «ένα δέντρο αξίζει περίπου 196.000 δολάρια»! Και ιδού πώς αναλυόταν η αξία του στο εν λόγω σχολικό βιβλίο: «αξία οξυγόνου 31.250 δολάρια, αξία προστασίας εδάφους 31.250 δολάρια, αξία αποφυγής μόλυνσης 62.590 δολάρια, αξία ανακύκλωσης νερού 37.500 δολλάρια, αξία παροχής στέγης σε ζώα 31.250 δολάρια, αξία παραγόμενων πρωτεϊνών 2.500 δολάρια». Και ο συγγραφέας Μπαρσάκης δικαιολογημένα αναρωτιέται: «αλήθεια, πώς και πόσο θα μπορούσαν να αγαπήσουν ένα δέντρο; Μα, βέβαια, ακριβώς όπως και όσο τα χρήματα με τα οποία το μετράνε, ούτε δεκάρα παρακάτω, ούτε δεκάρα παραπάνω».
Ο νομπελίστας ποιητής μας Γ. Σεφέρης έχει γράψει ότι «ένα κακό δεν είναι ιδιωτική υπόθεση, απλώνεται σΆόλον τον κόσμο – κι όλοι πληρώνουν». Αν δούμε μέσα από αυτές τις λέξεις του ποιητή, το ρυπασμένο νερό σε Μεσσαπία και Ασωπό, τις ανοικτές χωματερές σε όλη την Ελλάδα, την καθολική δολοφονία ψαριών λόγω ρύπανσης στον Μαλιακό πριν λίγους μήνες, το «κακό» θα το πληρώσουμε όλοι μας και όχι μόνο οι ρυπαίνοντες (ως ορίζει η αρχή του νόμου «ο ρυπαίνων πληρώνει»). Θα το πληρώσουμε με την ίδια μας την ζωή. Το κεφάλαιο θα βρει τρόπους να παράγει πλούτο και σε άλλα μέρη, αλλά εμείς θα μείνουμε πίσω σε ένα ρυπασμένο και ρημαγμένο τόπο.
ΓιΆαυτό, ας ψάξουμε και ας ψαχτούμε. Να ψαχτούμε μέσα μας: τι αξίες έχουμε και τι κόσμο θέλουμε να κληροδοτήσουμε στα παιδιά μας, αλλά να ψάξουμε και γύρω μας, να βρούμε ποιο κόμμα υπηρετεί πολιτικά τις όντως «πράσινες» θέσεις και ποιο κόμμα απλώς μιλά για πράσινα άλογα.
Όλοι βέβαια θέλουμε δουλειές, ευημερία και ανάπτυξη. Όλοι θέλουμε γρήγορα αυτοκίνητα, σικ ρούχα, γρήγορη σύνδεση με το διαδίκτυο. Αλλά ας αναλογιστούμε ότι, και χωρίς όλα αυτά, η ζωή είναι εφικτή. Χωρίς νερό όμως δεν έζησε κανείς. Τι να τα κάνουμε όλα τούτα τα υλικά αγαθά, όταν το νερό στη βρύση του σπιτιού μας είναι γεμάτο καρκίνο (εξασθενές χρώμιο) ή όταν το δάσος που έχουμε τρέξει ως παιδιά, υπάρχει πια μόνο σε καρτ-ποστάλ; Διότι ένα δέντρο κι ένα ποτήρι νερό είναι πραγματικά ανεκτίμητα και αναντικατάστατα, «ό,τι ώρα και να λένε τα Γκρίνουιτς». Και όπως είχε πει κι ένας ινδιάνος φύλαρχος:«όταν ο άνθρωπος κόψει και το τελευταίο δέντρο, τότε θα καταλάβει ότι τα λεφτά δεν τρώγονται».