ΚΑΙ ΤΟΝ ΧΑΜΕΝΟ ΧΡΟΝΟ ΤΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ
«Χάνονται οι ευκαιρίες να προσελκύσει η Ελλάδα μεγάλες επενδύσεις». Το έχουμε ακούσει τόσες φορές που είναι αδύνατον να μην το έχουμε μάθει καλά. Aλλωστε η «επανάληψη είναι η μητέρα της μάθησης». Όμως, η Ελλάδα έχει χάσει, χάνει, και θα χάνει πολλές άλλες ευκαιρίες και χρόνο για να αναπτυχθεί. Γι’ αυτές πολύ λίγος λόγος γίνεται. Χρειάζεται επανάληψη να τα μάθουμε κι αυτά καλά μήπως τα εφαρμόσουμε; Ας κάνω μια προσπάθεια να τα απαριθμήσω.
Η μεγαλύτερη ίσως χαμένη ευκαιρία είναι οι χρηματοδοτήσεις από την Ευρωπαϊκή Ένωση τα τελευταία 25 χρόνια που σκοπό είχαν να βοηθήσουν τη χώρα να δημιουργήσει (σωστές) παραγωγικές δομές για να αναπτυχθεί σταδιακά με τις δικές της δυνάμεις. Το πως χρησιμοποιήθηκαν και το τι αποτέλεσμα είχαν αυτές οι γενναίες εισροές χρημάτων είναι γνωστό: καταναλωτικά αγαθά (σπίτια, αυτοκίνητα, κ.ά.), μεγάλα τεχνικά έργα, σεμινάρια επιμόρφωσης, και άλλα παρόμοια. Είκοσι πέντε χρόνια μετά η ύπαιθρος συχνά θυμίζει παλιότερες εποχές με τη θλιβερή προσθήκη δύσμορφων συρφετών «σκουπιδιών» που την ρυπαίνουν περιβαλλοντικά και αισθητικά, οι μειονεκτικές περιοχές παραμένουν μειονεκτικές ή χειροτερεύουν, οι παράκτιες τουριστικές περιοχές στενάζουν αλλοιωμένες και εξαθλιωμένες, η ποιότητα ζωής σε πόλεις κάθε μεγέθους είναι σε ελεύθερη πτώση, ο αναλφαβητισμός έχει αυξηθεί κατά τόπους, οι περιβαλλοντικές ασθένειες γιγαντώνονται, ο φυσικός πλούτος καταστρέφεται, ο πολιτιστικός παραμένει θαμμένος (ευτυχώς;), η διαχείριση της δημόσιας περιουσίας νοσεί. Όσο για την εγχώρια επιχειρηματικότητα; Ζητείται ορισμός της επιχειρηματικότητας που περιλαμβάνει εκτός από τη δημιουργική/καινοτομική δραστηριότητα και την μεταπρατική, την μεταπώληση ιδεών, προϊόντων, και όχι μόνο ….
Μερικές δεκαετίες πιο πίσω, η μεταπολεμική Ελλάδα προσκάλεσε πάλι επενδύσεις. Έγινε κάποιος απολογισμός να μάθουμε τι παραγωγικό κεφάλαιο και ποιότητα ζωής απέμειναν; Μα κι εκεί που έγινε απολογισμός δεν φαίνεται να ωφέλησε. Αναφέρομαι στις κρατικές ενισχύσεις που δόθηκαν μετά το ’60 και δίνονται ακόμα με τους αναπτυξιακούς νόμους για τουριστική ανάπτυξη. Τα θετικά αποτελέσματα πενιχρά, σε σχέση με τα κονδύλια που διατέθηκαν, τα αρνητικά λεγεών. Διαρροές τουριστικών εισπράξεων στο εξωτερικό, ισοζύγιο του κλάδου αρνητικό (περισσότερες εισαγωγές από εξαγωγές), προσφορά και ζήτηση διεθνώς ελεγχόμενη και εξαρτημένη, περιβαλλοντική και κοινωνική επιβάρυνση σοβαρότατη (υπερκατανάλωση νερού, υπερπαραγωγή απορριμμάτων, καταστροφή δασών, υδροβιοτόπων, ακτών, αισθητική και πολιτιστική αλλοίωση, πτώση μορφωτικού επιπέδου), υπερπροσφορά κλινών.
Και σήμερα η χώρα βρίσκεται σε αναπτυξιακή τροχιά που καταστρέφει το εγχώριο παραγωγικό κεφάλαιο και μαζί του τις ευκαιρίες εγχώριας διαρκούς ανάπτυξης που μόνο αυτό μπορεί να υποστηρίξει. Τι χάνουμε και τι θα χάνουμε αν δεν υπάρξει αλλαγή πλεύσης;
Πρώτα απ’ όλα, πολύτιμους στρατηγικούς, συνήθως μη ανανεώσιμους, πόρους καταστρέφοντας, εκποιώντας, πουλώντας, ή παραχωρώντας τη χρήση τους σε άλλους. Πιο συγκεκριμένα:
Γη, δημόσια και ιδιωτική, που χωρίς αυτήν δεν νοείται παραγωγική διαδικασία άρα και ανάπτυξη. Μαζί με το κεφάλαιο και την εργασία αποτελούν τους τρεις βασικούς συντελεστές παραγωγής. Όποιος δεν έχει γη απλά δεν έχει που να πατήσει για να αναπτυχθεί. Πουλώντας την χάνονται και τα δικαιώματα σ’ αυτήν, ένα θέμα πάντα επίκαιρο, ιδιαίτερα πρόσφατα στις συζητήσεις για την ανάπτυξη του τρίτου κόσμου στην εποχή της φρενήρους παγκοσμιοποίησης.
Νερό, που σπαταλιέται, ρυπαίνεται ή προσφέρεται έναντι ασήμαντου ανταλλάγματος σε επικερδείς δραστηριότητες (βλέπε τουρισμός, ιδιαίτερα των υψηλών εισοδημάτων). Κι αυτό όταν η κλιματική μεταβολή και οι δραματικές επιπτώσεις της στους υδατικούς πόρους είναι πρώτη είδηση στον εθνικό και διεθνή τύπο. Παρόλα ταύτα, προωθούνται τουριστικές εγκαταστάσεις, όπως χιονοδρομικά κέντρα και γήπεδα γκολφ, που πρώτες απ’ όλες θα πληγούν από την κλιματική μεταβολή.
Έδαφος, αυτό τον πολύτιμο λεπτότατο μανδύα της γης, πηγή τροφής και συστατικών θεμελιώδους σημασίας για τη λειτουργία των περιβαλλοντικών συστημάτων που στηρίζουν τη ζωή στον πλανήτη. Κάθε χρόνο ένα εκατοστό χάνεται στη Μεσόγειο που απαιτεί 500-1000 χρόνια να σχηματιστεί. Η Ευρωπαϊκή Θεματική Στρατηγική για το Έδαφος (2006) υπογραμμίζει τη σημασία του.
Σπάνια και πολύτιμα οικοσυστήματα και βιοποικιλότητα, που στην Ελλάδα είναι ακόμα πλούσια, με αλόγιστες επεμβάσεις (καταστροφή υδροβιοτόπων, ακτών, εισαγωγή ξένων φυτικών και ζωικών ειδών, κ.ά.).
Την ισχνή παραδοσιακή γνώση που έχει απομείνει, όταν διακηρύσσεται ότι συνιστά βασικό παράγοντα αειφόρου ανάπτυξης και η προστασία της απασχολεί τον Διεθνή Οργανισμό Εμπορίου, τη Διεθνή Σύμβαση για τη Βιοποικιλότητα (προστασία γενετικών πόρων), και πολλές κυβερνήσεις . Εμείς αυτά τα αγνοούμε.
Το τεράστιο απόθεμα υλικών και άϋλων πολιτιστικών πόρων πολλών εποχών εγκαταλείποντας το στο έλεος φυσικών κινδύνων, θαμμένο στη γη, σε ανεπαρκή μουσεία, όταν η κατάλληλη αξιοποίηση του θα μπορούσε να αποφέρει αστείρευτα έσοδα και ποικίλες θέσεις εργασίας.
Επιχειρηματικότητα, όταν δεν υπάρχει κατάλληλο περιβάλλον ανάπτυξης και στήριξης της. Μάθαμε να εισάγουμε και όχι να γεννάμε γνώση, εμείς οι κατά τα άλλα απόγονοι των θεμελιωτών των επιστημών. Ξεχνάμε ότι «η γνώση είναι δύναμη» (Sir Francis Bacon) και ότι η επιχειρηματικότητα είναι η πεμπτουσία της ανάπτυξης, το μυστικό της επιβίωσης στο σκληρό διεθνή ανταγωνισμό, κατά τους οικονομολόγους.
Εσωτερικούς και εξωτερικούς χρηματικούς πόρους σε πρόστιμα της ΕΕ, παχυλούς αλλά περιττούς μισθούς (ενώ ζωτικές υπηρεσίες στερούνται επαρκούς στελέχωσης), εισαγωγές αγαθών, φορο-απαλλαγές και φοροδιαφυγή εχόντων (Ελλήνων και αλλοδαπών), άμεσες και έμμεσες επιδοτήσεις, μέσω των αναπτυξιακών νόμων, σε επενδύσεις που διαφημίζονται ως κερδοφόρες (π.χ. γήπεδα γκολφ) και επιθυμούμε να τις προσελκύσουμε για να εισπράξουμε (αντιφατικό δεν είναι αυτό;), χρηματοδοτήσεις έργων είτε καταστροφικών είτε άχρηστων για το περιβάλλον και την οικονομία (όταν υπάρχουν περισσότερες, λιγότερο δαπανηρές και επωφελέστερες εναλλακτικές), διαρροές εσόδων (κυρίως ξένων) εκτός Ελλάδας (που, συνεπώς, δεν επανεπενδύονται), κακοδιαχείριση της δημόσιας περιουσίας, μεταξύ πολλών άλλων.
Τη χρηματική αξία των πόρων που χάνονται όπως και τα έσοδα και την απασχόληση (κόστος ευκαιρίας) από εναλλακτικές χρήσεις τους λιγότερο καταστροφικές και περισσότερο βιώσιμες, είτε σε νέους είτε σε υφιστάμενους οικονομικούς κλάδους (οι τελευταίοι μοιραία εκτοπίζονται όταν κοινωνικά ανώφελες αποφάσεις τους στερούν αναγκαίους πόρους για να αναπτυχθούν).
Χάνουμε, έτσι, ευκαιρίες σωστής εκμετάλλευσης των πόρων και των δυνατοτήτων και ιδιαιτεροτήτων μας για τις οποίες υπάρχει διαρκής διεθνής ζήτηση, όπως ευκαιρίες:
o ανάπτυξης αειφορικής γεωργίας και μεταποίησης (μήπως τις σκοτώνουμε;) για να προσφέρουν προϊόντα ποιότητας σε διεθνείς αγορές και ένα ελάχιστο όγκο παραγωγής για εγχώρια κατανάλωση, δικλείδα ασφαλείας που αναγνωρίζεται πλέον σαν βασικός στόχος αειφορικής ανάπτυξης ΚΑΙ για τον πρώτο κόσμο.
o ανάπτυξης ήπιων μορφών τουρισμού αξιοποιώντας τους απειράριθμους φυσικούς και πολιτιστικούς μας πόρους σε συνδυασμό με συμβατές μορφές γεωργίας, βιοτεχνίας και υπηρεσιών.
o διαφοροποίησης και καθετοποίησης της οικονομίας που, όπως υποστηρίζουν σύγχρονοι οικονομολόγοι του περιβάλλοντος και των πολύπλοκων συστημάτων, είναι το μυστικό για την αντοχή της σε μεταβολές και «εκπλήξεις», το κλειδί για να μπει σε αειφορική τροχιά.
o ανάπτυξης εγχώριας επιχειρηματικότητας, αξιοποιώντας παλιές και νέες γνώσεις σε καινοτομικές δραστηριότητες. Πως μπορούμε, όμως, αφού μάθαμε να είμαστε καταναλωτές και μεταπράτες ξένων ιδεών; Και περνάνε από μπροστά μας οι ευκαιρίες, εκμεταλλεύονται άλλοι τους δικούς μας πόρους, κι εμείς δεν βλέπουμε ούτε τους γείτονες (π.χ. Ιταλία με κατοχυρωμένα προϊόντα και συνταγές) πως λειτουργούν.
Κι έτσι δεν επιτυγχάνουμε τους θεμελιώδεις στόχους αειφορικής ανάπτυξης με ονομασία προέλευσης Ελληνική που, όπως διακηρύσσεται διεθνώς, είναι η αυτάρκεια, η μειωμένη εξάρτηση από έξωθεν στηρίγματα, η διατήρηση των πόρων και της πολιτιστικής ταυτότητας, η εξασφάλιση και ασφάλεια τροφίμων, η βελτίωση της ποιότητας ζωής και του μορφωτικού επιπέδου για να μην υποθηκεύονται οι μελλοντικές δυνατότητες ανάπτυξης. Έχουμε επιλέξει να μιμούμαστε ξένα πρότυπα αντί να επιδιώξουμε μοναδική και αυθεντική ανάπτυξη τώρα και στο μέλλον.
Χάνουμε έτσι τελικά τον απόλυτα μη-ανανεώσιμο πόρο, τον ΧΡΟΝΟ, να πετύχουμε τη δική μας ανάπτυξη αναλώνοντας τον σε διαμάχες που καθυστερούν τα βήματα προς τα μπροστά, σε δραστηριότητες που δεν προάγουν την εγχώρια παραγωγικότητα στο διηνεκές ή αδρανώντας ενόσω περιμένουμε το χρυσάφι των μεγάλων επενδύσεων.
Η εξήγηση όλων τούτων είναι γνωστή και χιλιο-ειπωμένη. Χάσαμε, χάνουμε και θα χάνουμε ευκαιρίες γιατί στη μεταπολεμική Ελλάδα η ανάπτυξη αφέθηκε και παραμένει χωρίς καθοδήγηση από όραμα και δημόσιο σχεδιασμό για να υλοποιήσει αυτό το όραμα. Αλλά ο δημόσιος σχεδιασμός, με γνώμονα το κοινό καλό, αυτό το ταλαίπωρο «δημόσιο συμφέρον», θέλει συνετούς άρχοντες και αρχόμενους. Που όμως δεν υπάρχουν γιατί επικρατεί ένας ανελέητος ατομικισμός, γέννημα και γενεσιουργός αιτία της έλλειψης δημόσιου σχεδιασμού. Έτσι σπάνια οι πόροι χρησιμοποιούνται σωστά. όταν συμβεί αυτό μάλλον κατά (καλή) τύχη συμβαίνει. Και οι πακτωλοί των χρημάτων που εισέρευσαν και εισρέουν (από τα ΚΠΣ) χάθηκαν και χάνονται για ενίσχυση μικρών και μεγάλων ιδιωτών αντί να χρηματοδοτήσουν το δημόσιο σχεδιασμό. Και τώρα θρηνούμε που «χάνονται οι ευκαιρίες να προσελκύσει η Ελλάδα μεγάλες επενδύσεις». Μα μπροστά σ’ όλες τις άλλες ευκαιρίες που χάνουμε τι είναι οι χαμένες ευκαιρίες των μεγάλων επενδύσεων;
Γιατί άραγε δεν γίνεται κάτι γι’ αυτά; Μήπως δεν τα μάθαμε καλά επειδή δεν μας τα επανέλαβαν ή δεν τα επαναλαμβάνουν τόσο όσο πρέπει;
Ελένη Καπετανάκη-Μπριασούλη, Καθηγήτρια
Τμήμα Γεωγραφίας, Πανεπιστήμιο Αιγαίου