ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ
ΜΑΡΙΑ ΝΕΦΕΛΗ (1978)
Η Μαρία Νεφέλη λέει:
Η ΝΕΦΕΛΗ
Μέρα τη μέρα ζω – που ξέρεις αύριο τι ξημερώνει.
Το ‘να μου χέρι τσαλακώνει τα λεφτά και τ’ άλλο μου τα ισιώνει
Βλέπεις χρειάζονται όπλα να μιλάν στα χρόνια μας τα χαώδη
και να ‘μαστε και σύμφωνοι με τα λεγόμενα «εθνικά ιδεώδη».
Τι με κοιτάς εσύ γραφιά που δεν εντύθηκες ποτέ στρατιώτης
η τέχνη του να βγάζεις χρήματα είναι κι αυτή μία πολεμική ιδιότης
Δεν πα’ να ξενυχτάς- να γράφεις χιλιάδες πικρούς στίχους
ή να γεμίζεις με συνθήματα επαναστατικά τους τοίχους
Οι άλλοι πάντα θα σε βλέπουν σαν έναν διανοούμενο
και μόνο εγώ που σ’ αγαπώ: στα όνειρά μου μέσα έναν κρατούμενο.
Έτσι που αν στ’ αλήθεια ο έρωτας είναι καταπώς λεν «κοινός
διαιρέτης»
εγώ θα πρέπει να ‘μαι η Μαρία Νεφέλη κι εσύ φευ
ο Νεφεληγερέτης.
Χαράξου κάπου με οποιονδήποτε τρόπο και μετά πάλι
σβήσου με γενναιοδωρία.
Και ο Αντιφωνητής:
Ο ΝΕΦΕΛΗΓΕΡΕΤΗΣ
Α τι ωραία να ‘σαι νεφεληγερέτης
να γράφεις σαν τον Όμηρο εποποιίες στα παλιά παπούτσια σου
να μη σε νοιάζει αν αρέσεις η όχι
τίποτε
Απερίσπαστος νέμεσαι την αντιδημοτικότητα
έτσι· με γενναιοδωρία· σαν να διαθέτεις
νομισματοκοπείο και να το κλείνεις
ν’ απολύεις όλο το προσωπικό
να κρατάς μια φτώχεια που δεν την έχει άλλος κανείς
εντελώς δική σου.
Την ώρα που μες στα γραφεία τους απεγνωσμένα
κρεμασμένοι απ’ τα τηλέφωνά τους
παλεύουν για ‘να τίποτα οι χοντράνθρωποι
ανεβαίνεις εσύ μέσα στον Έρωτα
καταμουντζουρωμένος αλλ’ ευκίνητος
σαν καπνοδοχοκαθαριστής
κατεβαίνεις απ’ τον Έρωτα έτοιμος να ιδρύσεις
μια δική σου λευκή παραλία
χωρίς λεφτά
γδύνεσαι όπως γδύνονται όσοι νογούν τ’ αστέρια
και μ’ οργιές μεγάλες ανοίγεσαι να κλάψεις ελεύθερα…
Είναι διγαμία ν’ αγαπάς και να ονειρεύεσαι.
Comtesse de Noailles
Μίλημα με τη Σελήνη
Πες μου, ποιαν ευχαρίστηση να νιώθεις τάχα εσύ,
χαϊδευτική σελήνη,
σαν κύμ’ αναταράζοντας του ανθρώπου την ψυχή,
στους πόθους σου που κλίνει;
Γιατί να θες τα πλάσματα, που όλη τη μέρα ζούνε
με ησυχία γλυκιά,
στο ερωτικό τ’ αμάρτημα τη νύχτα να ριχτούνε,
στην πόλη, στην ερμιά;
Μην κατά σένα τα φιλιά ανεβαίνουν, σα νερό
από το σιντριβάνι,
στο μέτωπό σου αφήνοντας ολόγυρα τ’ ωχρό
της άχνας το στεφάνι;
Για να σε βγάλει τάχατες απ’ της ανίας το βύθος,
για να σε διασκεδάσει,
κρεμιέται και σκοτώνεται τ’ ανθρώπινο το πλήθος
που το ’χεις ανταριάσει;
Λάμπεις, για να ’χουν οι φτωχοί, ξιπόλητοι ως περνούν
δίχως χαρά καμιά,
λίγες αχτίδες, τα γυμνά τους πόδια να οδηγούν
μες στην κακοτοπιά;
Και στις καρδούλες που χτυπούν, ολόμονες, φτωχές,
στου κόσμου το σωρό,
σκύβεις εσύ καμιά φορά, σελήνη, προς αυτές,
σαν τάλαρο αργυρό;
Σελήνη, που ’ρχεσαι να πιεις νερό στον ποταμό,
να γείρεις στο χορτάρι,
ποιος πόθος να σ’ την τάραξε, ποια θλίψη, ποιο κακό,
τη λαγγεμένη χάρη;
Τον τράγο θα είδες τον τραχύ, μαζί με την κατσίκα
ερωτικά να σμίγουν,
και να ξυπνούν τον ουρανό, μες στην καθάρια νύχτα,
απ’ τις κραυγές που αφήνουν.
Θα είδες του Δάφνη την ορμή, τη Χλόη που τον προσμένει
με χέρια τεντωμένα…
θα ’νιωσες την ερωτική ευωδιά να σ’ ανεβαίνει,
σελήνη εσύ, παρθένα
ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ
Η Μαρία Νεφέλη λέει:
Όσο υπάρχουνε Αχαιοί θα υπάρχει μία ωραία Ελένη
και ας είναι αλλού το χέρι αλλού ο λαιμός
Κάθε καιρός κι ο Τρωικός του πόλεμος.
Μακριά μέσα στ’ απώτατα βάθη του Αμνού
ο πόλεμος συνεχίζεται.
Και ο Αντιφωνητής:
άλλοι με τις κοινωνικές τους θεωρίες
πολλοί κραδαίνοντας απλώς λουλούδια
Κάθε καιρός κι η Ελένη του.
Από τον στοχασμό σου πήζει ο ήλιος μες στο ρόδι
κι ευφραίνεται.
Στίχοι: Μάνος Χατζιδάκις
Μουσική: Μάνος Χατζιδάκις
Ερμηνευτές: Αρλέτα
Κι αν γεννηθείς κάποια στιγμή
Μιαν άλλη που δε θα υπάρχω
Μη φοβηθείς
Και θα με βρείς είτε σαν άστρο
Όταν μονάχος περπατάς στην παγωμένη νύχτα
Είτε στο βλέμμα ενός παιδιού που θα σε προσπεράσει
Έιτε στη φλόγα ενός κεριού που θα κρατάς
Διαβαίνοντας το σκοτεινό το δάσος
Γιατί ψηλά στον ουρανό που κατοικούνε τ’ άστρα
Μαζεύονται όλοι οι ποιητές
Και οι εραστές καπνίζουν σιωπηλοί πράσινα φύλλα
Μασάν χρυσόσκονη πηδάνε τα ποτάμια
Και περιμένουν
Να λιγωθούν οι αστερισμοί και να λιγοθυμήσουν
Να πέσουν μεσ’ στον ύπνο σου
Να γίνουν αναστεναγμός στην άκρη των χειλιών σου
Να σε ξυπνήσουν και να δεις απ’ το παραθυρό σου
Το προσωπό μου φωτεινό
Να σχηματίζει αστερισμό
Να σου χαμογελάει
Και να σου ψιθυρίζει
Καλή νύχτα
Γιώργος Βέλτσος
MORSUS DIABOLI
Το δείγμα σου δεν έφτασε για να σε μεταλάβω
στα άχραντα του έρωτα τα δείπνα, μυστικά
σε δήγμα μετατράπηκε, χωρίς να καταλάβω,
του πάνδημου του δαίμονα, που θέλει εκστατικά
οι εραστές να επαίρονται για μιαν ωμοφαγία
που διέπραξαν συνένοχοι, υποκριτές θνητοί,
ιστρίωνες κι ας διέδιδαν με τη χειρονομία
των αγαλμάτων τη σιωπή, θαρρείς φάση διττή
από τη μια να αιμορραγούν, στης κλίνης το σφαγείο
κι από την άλλη, απαθείς, βουβά να ιερουργούν
στο δώμα του Εχίονα, το τρομερό πορθμείο
διακομιδή υπόσχεται, σε όσους προκαλούν
με δείγματα και δήγματα, του στόματος η στάση
αμφίβολα δηλώνεται, δαγκώνει και φιλεί –
τη σάρκα του ενός, ο άλλος αν χορτάσει,
μιαν έγγραφη απόσταση διαρκώς θ’ αναπολεί
ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ
του Νίκου Παπάζογλου
Μα γιατί το τραγούδι να’ ναι λυπητερό
με μιας θαρρείς κι απ’την καρδιά μου ξέκοψε
κι αυτή τη στιγμή που πλημμυρίζω χαρά
ανέβηκε ως τα χείλη μου και μ΄ έπνιξε
φυλάξου για το τέλος θα μου πεις
Σ’ αγαπάω μα δεν έχω μιλιά να στο πω
κι αυτός είναι ένας καημός αβάσταχτος
λιώνω στον πόνο γιατί νοιώθω κι εγώ
ο δρόμος που τραβάμε είναι αδιάβατος
κουράγιο θα περάσει θα μου πεις
Πως μπορώ να ξεχάσω τα λυτά της μαλιά
την άμμο που σαν καταρράχτης σ΄ έλουζε
καθώς έσκυβε επάνω μου
χιλιάδες φιλιά
διαμάντια που απλόχερα μου χάριζε
θα πάω
κι ας μου βγει και σε κακό
Σε ποιάν έκσταση απάνω, σε χορό μαγικό
μπορεί ένα τέτοιο πλάσμα να γεννήθηκε
από ποιό μακρινό αστέρι είναι το φως
που μεσ’ τα δυο της μάτια πήγε κρύφτηκε
κι εγώ ο τυχερός που το’ χει δει
Μεσ’ το βλέμμα της ένας τόσο δα ουρανός
αστράφτει, συννεφιάζει, αναδιπλώνεται
μα σαν πέφτει η νύχτα πλημμυρίζει με φως
φεγγάρι αυγουστιάτικο υψώνεται
και φέγγει από μέσα η φυλακή
Πως μπορώ να ξεχάσω τα λυτά της μαλλιά
την άμμο που σαν καταρράχτης σ΄ έλουζε
καθώς έσκυβε επάνω μου
χιλιάδες φιλιά
διαμάντια που απλόχερα μου χάριζε
θα πάω
κι ας μου βγει και σε κακό.
Πέτρος Βλαστός
Το φιλί
Σοβαρεμένα κι άτρεμα κοιτούσανε τ’ αστέρια
τη νυχτοκόπα την ερμιά. Στης θάλασσας την άπλα
πανάρχαιο βαθυκέλαδο τραγούδι σκορπαχούσε
σαν ξάκουσμα γλυκύτατο καλόστρατης ονείριας.
Και μες σε γούβα μαλακή των άμμω φωλιασμένοι
σα φίδια φιληθήκαμε. Και τελειωμό δεν είχε
το φίλημα. Απ’ τα χείλια μας αναπιωμένη η θέρμη
με δρακοσφίχτρα πεισμωσιά τον πόθο σαλαγούσε
και φρένας θεοτράνταχτης ξεθέριευε σπαρτάρα.
Στα στήθια χάθηκε η καρδιά και το βουβό το στόμα
δάγκαε. Μισόκλειστα θολά τα μάτια αποσκληραίναν.
Αντράλας συνεφόκαμα ζοφιάζοντας μας κλούσε
και ύστερα αγέρι απόκοσμο πλεκάμενους μας πήρε
σε ξώριασμα αστροπλάνεφτο μες στου καιρού τη σβήση.
ΓΙΑ ΤΗ ΖΩΗ
του Ναζίμ Χικμέτ
απόδοση Γιάννης Ρίτσος
Η ζωή δεν είναι παίξε-γέλασε
Πρέπει να τηνε πάρεις σοβαρά,
Όπως, να πούμε, κάνει ο σκίουρος,
Δίχως απ’ όξω ή από πέρα να προσμένεις τίποτα.
Δε θα ‘χεις άλλο πάρεξ μονάχα να ζεις.
Τις πιο όμορφες μέρες μας δεν τις ζήσαμε ακόμα
Κι αχ ό,τι πιο όμορφο θα ‘θελα να σου πω
Δε στο ‘πα ακόμα.
Comtesse de Noailles
Το διάβα της ζωής
Να κιόλας που η θερμή ζωή στο βράδυ πάει να γείρει.
ανάσανε της νιότης τον ανθό!
από τ’ αμπέλι είναι σιμά πολύ το πατητήρι,
απ’ την αυγή το δειλινό.
Κράτ’ ανοιγμένη την ψυχή στ’ αρώματα τριγύρω,
στο κύμα το σαλευτικό,
την περηφάνια αγάπησε και την ελπίδα αγάπα,
τον έρωτα που ’χει βαθύ σκοπό.
Πόσες καρδιές που ζούσανε, πόσες δεν πήγαν τώρα
στον τόπο της σιωπής,
δίχως το μέλι να γευτούν, και δίχως ν’ ανασάνουν
τ’ αγέρι της αυγής!
Πόσες καρδιές που φύγανε κι απόψε είναι παρόμοιες
με ρίζα αγκαθωτή,
δεν τη χαρήκαν τη ζωή, που ο ήλιος τη στολίζει,
όταν προβάλλει και προτού σβηστεί.
Δε σκόρπισαν τ’ αρώματα μαζί και το χρυσάφι
που ’χαν τα χέρια ξέχειλα απ’ αυτά,
και να τους τώρα στη σκιά να κείτονται μονάχοι,
δίχως πνοή κι ονείρατα γλυκά.
Μα εσύ, αναμέτρητη να ζεις, απ’ τις επιθυμιές
κι από την έκστασή σου,
σκύψε στον άνθρωπο σιμά και κάμε τον να ιδεί
σα βάζο την ψυχή σου.
Σμίξε με το παιγνίδισμα της μέρας, την τραχιά
σφίγγε της ζήσης ηλιοχάρη.
Ας τραγουδάει ο έρωτας στο στόμα σου, η χαρά,
σα μελισσώνε σμάρι!
Κι έπειτα, δίχως ταραχή και δίχως νοσταλγία,
βλέπε να φεύγει την ακρογιαλιά,
κι όλη σου δώσε την καρδιά και την επιθυμία
στην αιωνία νυχτιά…
Στίχοι: Γιώργος Σεφέρης
Μουσική: Μίκης Θεοδωράκης
Ερμηνευτές: Γρηγόρης Μπιθικώτσης
Μέσα στις θαλασσινές σπηλιές
υπάρχει μια δίψα
υπάρχει μια αγάπη
υπάρχει μια έκσταση
Όλα σκληρά σαν τα κοχύλια
μπορείς να τα κρατήσεις
μες στη παλάμη σου
Μέσα στις θαλασσινές σπηλιές
Μέρες ολόκληρες σε κοίταζα
μέρες ολόκληρες σε κοίταζα στα μάτια
και δεν σε γνώριζα
μήτε με γνώριζες
Στίχοι: Γιάννης Θεοδωράκης
Μουσική: Μίκης Θεοδωράκης
Ερμηνευτές: Μελίνα Μερκούρη, Γιώργος Νταλάρας, Δημήτρης Μπάσης
Αστέρι μου φεγγάρι μου της άνοιξης κλωνάρι μου
κοντά σου θα ‘ρθω πάλι κοντά σου θα ‘ρθω μιαν αυγή
για να σου πάρω ένα φιλί και να με πάρεις πάλι
Αγάπη μου αγάπη μου η νύχτα θα μας πάρει
τ’ άστρα κι ο ουρανός το κρύο το φεγγάρι
Θα σ’ αγαπώ θα ζω μες το τραγούδι
θα μ’ αγαπάς θα ζεις με τα πουλιά
θα σ’ αγαπώ θα γίνουμε τραγούδι
θα μ’ αγαπάς θα γίνουμε πουλιά
Comtesse de Noailles
Βραδινό συναίσθημα
Αβάσταγη είν’ η ποίηση ετούτης της βραδιάς!
Ο ήλιος γέρνει, απλώνεται, και σ’ έκσταση απομένει.
Μέσα μου ανάβει τ’ όνειρο! Μονάχη και θλιμμένη
κάτω από πέπλο βρίσκομαι που φλογερά ευωδιάζει…
Του κάκου κλειω τα μάτια μου: ω φως! κι ω μουσική!
Της τρυφερότατης καρδιάς ο χτύπος ησυχάζει.
Πως όλα ωραία η αίσθηση τα νιώθει, ηδονική!
¶για γλυκάδα τ’ ουρανού! Γλυκό της φύσης χάδι!
Τον αγκαλιάζει μια ογρή ευτυχία τον αγρό.
Δεν ανασαίνει θα ’λεγες απόψε αυτό το βράδυ,
μόνο του αιμάτου μου ως κυλά τον ήχο αγρικώ.
Η θεία η πλάση ορθώνεται σαν ατσαλένιος βράχος,
που απάνω του πληγώνεται τ’ ορμητικό μου πάθος.
Η μυρουδιά του γιασεμιού χορεύει ολόγυρά μου,
κι από την τόσην εμορφιά μου σκίζετ’ η καρδιά μου…
Γεωργόπουλος Νίκος
ΕΛΕΝΗ
Ψηλάφισα το όνειρο
με της ματιάς τ’ ανάλαφρο το χάδι
βυθίσθηκα στης αγκαλιά σου το σκοτάδι.
Ανάσανα το άρωμα
μέθυσα με τον χυμό που ρέει από το κορμί σου
ικέτης και προσκυνητής
στα χείλη σου, στο ολόδροσο φιλί σου.
Εχάθηκα για μια στιγμή πίσω από τα βλεφαρά σου
όταν τα μάτια σου έκλεινες
κυλούσα στα όνειρά σου.
Συντρόφεψα τον ίσκιο σου
και σε νανούρισα με ολόγιομο φεγγάρι
σε χάιδεψα, σε λάτρεψα
μέσα σου εβαπτίσθηκα του έρωτα την χάρη.
Ανέλπιστα μου χάρισες
το πιο γλυκό χαμογελό σου
είδα έναν ήλιο που ανέτειλε
μια αυγή στο προσωπό σου.
Ψιθύρισα τον πόθο μου
και ο πόθος μου ψιθύρισε εσένα…
Ελένη…
Φαντασία μου…
Αγαπημένη…
Στιχοι-Μουσικη
Παντελης Θαλασσινός
Σου πάει το "φως" του φεγγαριού
τις νύχτες του καλοκαιριού
απάνω σου όταν πέφτει
Σου πάει το φως και το πρωί
σαν κάνεις πρόβες τη ζωή
σε θάλασσα καθρέφτη
Στου κορμιού σου τ’ακρογιάλια
θα με φέρουν μαιστράλια
και καράβια χιώτικα
Και θα λάμπουνε για μένα
τα φεγγάρια τα κρυμμένα
και τ’αλλιώτικα
Το στόμα σου μοσχοβολιά
απο μαστίχα και φιλιά
τα μάτια σου ταξίδια
Για της αγάπης τους τρελλούς
ωραίους και αμαρτωλούς
για ναυαγούς σανίδια
Στου κορμιού σου τ’ακρογιάλια
θα με φέρουν μαιστράλια
και καράβια χιώτικα
Και θα λάμπουνε για μένα
τα φεγγάρια τα κρυμμένα
και τ’αλλιώτικα
Απόσπασμα
ΜΑΡΙΑ ΝΕΦΕΛΗ
ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ
Η Μαρία Νεφέλη λέει:
Αλλού είναι ο θάνατος.
Κεραυνός οιακίζει.
Εσείς άνθρωποι θα χαθείτε
το χτένι μες στο χέρι σας θ’ ακινητήσει ένα πρωί στον αέρα
κι ο καθρέφτης θα δείξει την υποδόρια υφή
των ιστών όπου ο χρόνος
όπως έντομο σε απελπισία παγιδεύτηκε.
Αλλού είναι ο θάνατος.
Μη μ’ αφήνετε να τρέξω γιατί θα χαθώ.
Δεν μου δόθηκε η χάρη να κλάψω αλλά φοβάμαι.
Δεν έχω συγγενείς
απ’ όλη μου τη ζωή
προσπάθησα να φτιάξω μια πετρώδη νεότητα.
Γέμισα τον έρωτα σταυρούς.
Η Λύπη ομορφαίνει
επειδή της μοιάζουμε.
Και ο Αντιφωνητής:
και γαλάζια στον ύπνο των νηπίων·
Ίρις Μαρία Νεφέλη
με το νυχτικό στον άνεμο
ιπταμένη και αποκοιμισμένη
σαν σε πίνακα της Leonora Finni
χρυσαλλίδα του ύπνου μου.
Tra un fioro colto e l’ altro donato
l’ imesprimibile nulla.
Είσαι ωραία σαν φυσικό φαινόμενο
σ’ ό,τι μέσα σου οδηγεί στο χέλι και στον αγριόγατο·
είσαι η νεροποντή μέσα στις πολυκατοικίες
η θεόπεμπτη διακοπή του ρεύματος·
η αστρολογία θα προσέξει το κρεβάτι σου
και θα στηρίξει τα προγνωστικά της στην απελπισία σου·
είσαι ωραία σαν απελπισία
σαν τη ζωγραφική που απεχθάνονται οι αστοί
και θα την αγοράσουν μεθαύριο με δισεκατομμύρια
Ίρις Μαρία Νεφέλη
με τη γοητεία του πισινού σου όταν
καθίζει ξάφνου ανύποπτα πάνω σ’ ένα ξυράφι.
Ο τρομοκράτης
είναι ο άξεστος των θαυμάτων.
Στίχοι: Γιάννης Ρίτσος
Μουσική: Μίκης Θεοδωράκης
Ερμηνευτές: Γιώργος Νταλάρας, Αχιλλέας Κωστούλης, Μαρία Φαραντούρη, Αφροδίτη Μάνου, Κώστας Καμένος, Ελένη Βιτάλη
Κυκλαδινό κυκλάμινο
στου βράχου τη σχισμάδα
πού βρήκες χρώματα κι ανθείς
πού μίσχο και σαλεύεις
Μέσα στο βράχο σύναξα
το γαίμα στάλα στάλα
μαντήλι ρόδινο έπλεξα
κι ήλιο μαζεύω τώρα
Στίχοι: Μιχάλης Ρακιντζής
Μουσική: Μιχάλης Ρακιντζής
Ερμηνευτές: Μιχάλης Ρακιντζής
Αν μ’ αγαπάς μέσα στα μάτια να με κοιτάς
κράτα τα δάκρυα για μετά αν μ’ αγαπάς
Αν μ’ αγαπάς την πιο ζεστή σου αγκαλιά
θέλω να πάρω μακριά, αν μ’ αγαπάς
Θέλω απόψε το πιο ζεστό που ‘χεις δώσει φιλί
θέλω απόψε μόνο εγώ να υπάρχω στη γη
θέλω ν’ ακούσω λόγια που σ’ άλλον δεν έχεις πει
φίλα με, φίλα με, φίλα με μέχρι να έρθει το πρωί
Αν μ’ αγαπάς τις πιο ωραίες μας στιγμές
σαν φυλαχτό να τις κρατάς, αν μ’ αγαπάς
Αν μ’ αγαπάς κάτι δικό μου να φοράς
να νιώθεις πως με ακουμπάς
Θέλω απόψε..
Στο περιγιάλι το κρυφό
κι άσπρο σαν περιστέρι
διψάσαμε το μεσημέρι
μα το νερό γλυφό.
Πάνω στην άμμο την ξανθή
γράψαμε τ’ όνομά της
ωραία που φύσηξεν ο μπάτης
και σβήστηκε η γραφή.
Με τι καρδιά, με τι πνοή,
τι πόθους και τι πάθος
πήραμε τη ζωή μας· λάθος !
κι αλλάξαμε ζωή.
Νίκος Καμπάς
Θα βραχούμε
Κάθε μέρα η ομιλία στην αγάπη τριγυρνά,
μα το «σ’ αγαπώ» σαν βλέπης να κρεμιέται πια στο στόμα,
πιάνομε τα γέλια, τρέμει, κοκκινίζω και ξανά
αύριο τα ίδια ακόμα.
Όταν παίζουν στ’ ακρογυάλι είδατε μικρά παιδιά;
Τρέχουν και το κύμα, μέσα που τραβιέται, κυνηγούνε.
Κάνει να γυρίσει πίσω; Έξω εις την αμμουδιά,
όσο τέλος… να βραχούνε.
Με το κύμα της αγάπης έτσι παίζομε τρελά·
αν πιο μέσα πνίγωντ’ άλλοι, στ’ ακρογυάλι εμείς γελούμε·
ως την ώρα καλά πάει το παιχνίδι μας, αλλά,
μη σας μέλη… θα βραχούμε.
Αχιλλέας Παράσχος
… Αλλού να μ’ αγαπάς
– Δεν θέλω να με αγαπάς ως μ’ αγαπούν οι άλλοι,
μ’ αγάπην ομοιάζουσαν της αύρας τας ριπάς.
Το αίσθημα του έρωτος στιγμήν, ως άνθος, θάλει.
Εδώ υπάρχει θάνατος· αλλού να μ’ αγαπάς!
– Αλλού; και που να σ’ αγαπώ; και που δεν είναι μνήμα;
Επάνω, κάτω, εις την γην, τας σφαίρας τας λοιπάς;
Παντού ευρίσκεται, το παν θανάτου είναι κτήμα·
Παντού υπάρχει θάνατος· εδώ να μ’ αγαπάς…
Εδώ, εδώ! πριν την ζωήν ο θάνατος μαράνη
και φθινοπώρου πριν ιδείς ημέρας σκυθρωπάς·
ταχύτερον ο έρως σου ο μέγας θ’ αποθάνει·
πολύ πριν παύση η ζωή, θα παύσης ν’ αγαπάς…
– Όταν η νυξ τον ήλιον καλύπτη της ημέρας
κι υπο νεφέλας θάπτεται το φως αγριωπάς,
μυρίους βλέπει σχίζοντας τα σκότη της αστέρας…
Έρως και φως είναι παντού· παντού να μ’ αγαπάς!
– Κόρον και λήθην η ψυχή, πριν η εκπνεύση, πνέει·
και της αγάπης η στιγμή πολλάς έχει τροπάς·
του μακροτέρου έρωτος βραδύτερον εκπνέει
κι η βραχυτέρα ύπαρξις· εδώ να μ’ αγαπάς!
– Κι εδώ, κι εδώ θα σ’ αγαπώ, κι υπό την γην, κι επάνω,
και εις θανάτου έρεβος, κι εις βίου αστραπάς.
Δεν είναι χώμα η ψυχή· ποτέ δεν θ’ αποθάνω.
Είναι ζωή κι ο θάνατος, οπόταν αγαπάς
ΚΡΙΤΩΝ ΑΘΑΝΑΣΟΥΛΗΣ
ΜΗΝΥΜΑ
Σώπα.
Και να θυμάσαι
με πόση δοκιμασία απόχτησες
την αρετή ν’ αγαπάς.
Μην κουραστείς να μ’ αγαπάς
Στίχοι: Γιάννης Αργύρης
Μουσική: Σόφη Παππά
Ερμηνεία: Λάκης Παππάς
Μην κουραστείς να μ’ αγαπάς
κι αν κουραστείς μη φύγεις
κι αν φύγεις για παντοτινά
τα μάτια σου ας δω ξανά
Μα αν κλαίνε μην τ’ ανοίγεις
μην κουραστείς να μ’ αγαπάς
κι αν κουραστείς μη φύγεις
Μοίρα κακή εφιαλτική
στο λογισμό σου αν φτάσει
Να κάνεις πέτρα την καρδιά
να μη νικήσει η αναποδιά
Μη κουραστείς να μ’ αγαπάς
κι η μπόρα θα περάσει
κι η μπόρα θα περάσει
Σαν ένα όνειρο
Στίχοι/Μουσική: Robert Williams
Ερμηνεία: Μπέσυ Αργυράκη & Robert Williams
Μου γέλασαν τα μάτια σου
και σκίρτησε στο βλέμμα σου η καρδιά μου
Μου μίλησαν τα χείλη σου
και γέμισες με φως τα όνειρά μου
Το ξέρω κάποτε θα φύγεις, θα χαθείς σαν ένα όνειρο
Μα μέχρι να ‘ρθει αυτή η στιγμή, μη σταματήσεις να γελάς
Μη σταματήσεις να μου λες πως μ’ αγαπάς
Μ’ αγαπάς
ΕΡΜΕΙΑ
λένε για τις παλιές αγάπες..
Οι παλιές αγάπες πάνε -λέει-
σ’ ένα παράδεισο
από αναμνήσεις καλές και γελάκια,
ονειράκια παλιά και χάσματα μνήμης.
Εκεί συναντιούνται όλες οι παλιές μας οι αγάπες,
κάνουνε πάρτι όπου μοιράζουνε λουλούδια,
μας θυμούνται
και καμιά φορά χαμογελούν παράξενα.
Έχουν μυστήρια δύναμη απάνω μας οι παλιές οι αγάπες,
μας στέλνουνε καμιά φορά στον ύπνο
μια παλιά εικόνα μας στιγμιαία ζωντανή
ή, άλλοτε πάλι, ξαφνικά, ένα φιλί
που τόσο μας ταράζει και μας ξεστρατίζει
απ’ τις παρούσες έννοιες μας, …
Λέει πως έχουνε δύναμη πολύ οι παλιές αγάπες
και πως στον παράδεισό τους παίζουνε παράξενα παιχνίδια.
Μπορούν να σε κάνουν να ξυπνήσεις κλαίγοντας τη νύχτα
για ένα πόνο ξεχασμένο από καιρό,
ή πάλι να σου κλέψουνε τα λογικά:
σε παίρνουνε μια βόλτα στον παράδεισο,
και το πρωί βρίσκεις στο προσκεφάλι
ένα απ’ τα λουλούδια τους
που κρατάει, και σου διαλύει κάθε ορθολογισμό
μέρες πολλές.
ΧΑΡΙΣ ΑΛΕΞΙΟΥ
(στίχοι – τραγούδι)
Τα λεφτά μου όλα δίνω για ένα tango
κι ένα άγγιγμά "σου" κάτω από το τραπέζι
Αδιάφορα τριγύρω μου να κοιτώ
Στο γυμνό λαιμό μου το χέρι σου να παίζει
Τα λεφτά μου όλα δίνω για μια βραδιά
για ρομαντικές φιγούρες πάνω στη πίστα
Να παραμερίζουν όλοι από τη φωτιά
που θα στέλνει το κορμί μας στο πρίμα βίστα
Τα λεφτά μου όλα δίνω για μια ζημιά
πού θα κάνει άνω κάτω την λογική σου
θέλει τρέλα η ζωή μας και νοστιμιά
άμα θες να βρεις τις πύλες του παραδείσου
Μια γυναίκα ένας άντρας κι ένας θεός
ένας έρωτας θεός να μας σημαδεύει
Να σου δίνω τα φιλιά στων κεριών το φως
και να παίρνω αυτά που ο νους μας απαγορεύει
Σ’ ΑΚΟΛΟΥΘΩ
Στίχοι – μουσική: Μάνος Λοίζος
τραγούδι: Βασίλης Παπακωνσταντίνου
Σ’ ακολουθώ στη τσέπη σου γλιστράω
σα διφραγκάκι τόσο δα μικρό
Σ’ ακολουθώ και ξέρω πως χωράω
μες στο λακκάκι που ‘χεις στο λαιμό
Έλα κράτησε με
και περπάτησε με
μες στο μαγικό σου το βυθό
πάρε με μαζί σου στο βαθύ φιλί σου
μη μ’ αφήνεις μόνο θα χαθώ
Σ’ ακολουθώ και ξέρω πως χωράω
μες στο λακκάκι που ‘χεις στο λαιμό
Σ’ ακολουθώ και πάνω σου κολλάω
σα φανελάκι καλοκαιρινό
Σ’ ακολουθώ σ’ αγγίζω και πονάω
κλείνω τα μάτια και σ’ ακολουθώ
Έλα κράτησε με
και περπάτησε με
μες στο μαγικό σου το βυθό
πάρε με μαζί σου στο βαθύ φιλί σου
μη μ’ αφήνεις μόνο θα χαθώ
Σ’ ακολουθώ σ’ αγγίζω και πονάω
κλείνω τα μάτια και σ’ ακολουθώ
Παντελής Θαλασσινός
Ν’ αγαπάς τα βουνά και τα πέλαγα
τους γνωστούς και τους άγνωστους τόπους
τα πουλιά, τα λουλούδια, τα σύννεφα
και πολύ ν’ αγαπάς τους ανθρώπους
Τα "θεριά" ν’ αγαπάς και τ’ ανήμερα
τα νησιά, τα ποτάμια, τ’ αστέρια
Κι’ αν ποτέ σε πληγώσουν κατάστηθα
φίλοι, αγρίμια, λευκά περιστέρια,
ν’ αγαπάς, να ξεχνάς και να χαίρεσαι
τη δική σου γαλήνη και κείνα
που μ’ αγάπη το νού μας φωτίζουνε,
και βλασταίνουν αμάραντα κρίνα.
Μυρτιώτισσα
Στο βουνό
Ο Έρωτάς μας δεν μπορεί να ζήσει εδώ στη χώρα
στενοχωριέται, λιώνει.
Ω, πάμε από τετράψηλη κορφή να δει την μπόρα
και να γευτεί το χιόνι.
Να ξανασάνει, να χυθεί στο λεύτερον αγέρα
με τ’ άγρια τα πουλιά,
που ζουν αναγαλλιάζοντας κι απλώνουν στον αιθέρα
σαν τρόπαια τα φτερά!
Τη μέρα ο Ήλιος πύρινος θ’ αναταράζει μέσα μας
το ναρκωμένον αίμα
και δροσερές, με τα νερά θα τρέχουνε οι σκέψεις μας
σε ολόβαθο ένα ρέμα.
Θ’ αρχίσουμε να νιώθουμε του γέρου πεύκου τη μιλιά,
του θυμαριού τα μύρα,
της λεύκας το τρεμούλιασμα που την αλλάζουν τα πουλιά,
βραδύ κι αυγή, σε λύρα!
Οι νύχτες θα ’ναι διάφανες, κι εμείς κοντά στον ουρανό,
θα βλέπουμε τ’ αστέρια
να ξεκινούν χαρούμενα για το δικό μας το βουνό
για τα δικά μας χέρια!
Κανένας της Αγάπης μας την ιερώτατη ηδονή
κανένας δε θα ξέρει
μόν’ η καλύβα η ταπεινή, κι απ’ την ελάτινη σκεπή
το που θα πνέει τ’ αγέρι.
Στης ευτυχίας τα κύματα μπασμένοι πρώτη μας φορά,
θα τρέμουμε κι οι δυο μας
μην ξεπροβάλει απ’ τους αφρούς κάποια Γοργόνα – συμφορά –
και πνίξει τ’ όνειρό μας!
Μα αγάλια αγάλια η ταραχή του αρρωστημένου μας του νου
θα φύγει από σιμά του,
και θα χαρούμε τη χαρά του αφρόντιστου μικρού παιδιού,
και τ’ αναφτέριασμά του.
Ώσπου μια νύχτα, ευλαβικά και με ξαλάφρωμα καρδιάς,
θα δούμε ν’ ανεβαίνει
μες απ’ το σπλάχνο του βουνού η θεία Γαλήνη προς εμάς,
και μέσα μας να μπαίνει!
Μια φωτιά στην άμμο
Στέλιος Ρόκκος
Πριν χαθείς και διώξεις το φεγγάρι
άναψε αν θες μια φωτιά στην άμμο
Σαν μια τελευταία χάρη
άναψε αν θες μια φωτιά στην άμμο
Όπως τις νύχτες που και οι δυο σαν
παιδιά, πάνω από την ίδια φωτιά
την αγάπη κρατούσαμε μαζί ζωντανή
με φιλια μας ξυπνουσε η αυγη.
Στην ακτη που φτιαχναμε ταξιδια
αναψε αν θες μια φωτια στην αμμο
Πριν εδω τα παντα γινουν ιδια
αναψε αν θες μια φωτια στην αμμο
Οσο και αν φυγεις απο ‘μενα μακρυα
σαν τον ηλιο θα’μαι κοντά
Θα σ’ αγγίζω σα χάδι πονηρό του ουρανού
σαν αέρας θα ‘μαι παντού…
Να’ ρθεις ξανά
έστω μόνο και για μια φορά
Να ‘ρθεις ξανά
έστω μόνο και για μια βραδιά
Σαπφώ
Ατθίδα
(μελλοποιημένο σε γνωστό τραγουδάκι –
τραγουδήθηκε από την Α. Κανελίδου)
Σαν άνεμος μου τίναξε ο έρωτας τη σκέψη
σαν άνεμος που σε βουνό βελανιδιές λυγάει.
‘Ηρθες, καλά που έκανες, που τόσο σε ζητούσα
δρόσισες την ψυχούλα μου, που έκαιγε ο πόθος.
Από το γάλα πιο λευκή
απ’ το νερό πιο δροσερή
κι από το πέπλο το λεπτό, πιο απαλή.
Από το ρόδο πιο αγνή
απ’ το χρυσάφι πιο ακριβή
κι από τη λύρα πιο γλυκιά, πιο μουσική…
ΠΑΡΕ ΜΕ
Στο γαλάζιο των ματιών σου
μεσ’ στο βάθος των φιλιών σου
πάρε με, ταξίδεψέ με…
Στης αγάπης σου τη ζάλη
στων ονείρων σου την άκρη
πάρε με, ταξίδεψέ με…
Πάρε με, ταξίδεψέ με,
φίλησέ με, μέθυσέ με
σ’ αγαπώ
Δως μου τη δύναμη ν’ αντέξω
απ’ το ψέμα βγάλε με έξω
σ’ αγαπώ
Στης "καρδιάς" σου την αλήθεια
βγάλε με έξω απ’ τη συνήθεια
πάρε με, ταξίδεψέ με
να σ’ αγαπώ και να φωλιάζω
στων ματιών σου το γαλάζιο
πάρε με ταξίδεψέ με…
Χριστίνα Σαββατιανού
ΔΕ ΓΡΑΦΩ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΕΓΩ.
Δε γράφω ποιήματα εγώ, όχι δε γράφω,
Λέξεις μονάχα ξαστοχώ απ’ την αλήθεια κλέβω.
Λέξεις που κάποτε έζησαν, ναι έζησαν
Στα χείλη ενός παιδιού, θυμάσαι;
Λέξεις που ερωτεύτηκαν, πόσο ερωτεύτηκαν!
Στα στήθια μιας κοπέλας τα κρινομοσχομυριστά.
Όχι δε γράφω ποιήματα εγώ, δε γράφω σου λέω.
Δάκρυα αποστεγνώνω. Κλαις;
Μην κλαις σε σκέφτομαι, ακόμα σε αγαπάω,
Μέσα στις λέξεις που ‘κλεψα μαζί σου σεργιανίζω.
Μέσα στου ονείρου τη σιωπή τραγούδια φτιάχνω να σου πω.
Λέξεις μονάχα σκάρωσα έτσι για να μεθύσεις.
Λέξεις αδέσποτες ρηχές να πιάσεις να κρυφτείς.
Λέξεις αστέρια και νυχτιές φορτώνω και σου στέλνω.
Δε γράφω ποιήματα εγώ μονάχα τραγουδάω.
Λέξεις μικρές ασήμαντες, λουλούδια τις στολίζω.
Λέξεις μέσα απ την άνοιξη σου βάνω στα μαλλιά.
Δε γράφω ποιήματα εγώ. Όχι τα μουρμουρίζω.
Στων τραγουδιών το γύρισμα στη χάση της φωνής. Ακούς;
Λέξεις μονάχα αγαπώ, λέξεις χωρίς ουσία, λέξεις φτωχές.
Λέξεις που ξέρουν την καρδιά.
Δε γράφω ποιήματα εγώ. Φανάρια χάρτινα σκαρώνω.
Μες σε ποτάμια τα πετώ, σε λίμνες, σε πελάγη.
Μαζί του αναστεναγμού το ρόδι το χρυσό.
Λέξεις γιομίζω το χαρτί, αδιάφορο να μοιάζει.
Λέξεις που δεν τις πλήρωσα λέξεις που δεν ξεχνώ.
Δε γράφω ποιήματα εγώ, τις γεύσεις δοκιμάζω.
Γεύσεις που δε μολύνθηκαν στης σκέψης την βοή.
Λέξεις με γεύση αλμυρή, πικρή, χολή και ξύδι.
Λέξεις που αίμα γίνηκαν στα χείλη τα στεγνά.
Δε γράφω ποιήματα εγώ. Ποτέ μου δε θα γράψω.
Είμαι μικρός πολύ μικρός. Το θάμα δεν χωρά.
Μόνο μια λέξη έκλεψα και είπα να την ψάξω.
Σε διαστάσεις να τη δω σε χρώμα σε χροιά.
Δε γράφω ποιήματα εγώ, δεν ξέρω πως τα γράφουν
Μια μόνο λέξη κράτησα, αυτό το "Αγαπάω"
Ακούς Αγαπάω
Ορέστης Αλεξάκης
Είσαι νερό
σ’ ένα βαθύ πηγάδι
κελάρυσμα κρυμμένο στα καλάμια
στάλα βροχής
σε μια πευκοβελόνα
Σ’ αγγίζω κι εξατμίζεσαι
γίνεσαι σύννεφο λευκό και ταξιδεύεις
και με κοιτάς χαμογελώντας απ’ τα ύψη σου
και προκαλείς τη δίψα μου
κ’ υπόσχεσαι να βρέξεις
στα ραγισμένα από τον λίβα χείλη μου
Είσαι μια υπόγεια φλέβα
που κυλά
σε σκοτεινές σπηλιές
θαμμένες κοίτες
ακρογιαλιές πανάρχαιες
σκεπασμένες
από την άμμο και τη λήθη των αιώνων
Φοβάμαι να σε ακολουθήσω
με τρομάζει
των ωκεανών η διφορούμενη άπλα
το ανεξιχνίαστο μπλε
των οριζόντων
Κλείνομαι στο μικρό μου βέβαιο τόπο
ζω τη μικρή μου ανθρώπινη αυταπάτη
κολλώ σαν όστρακο στο βράχο μου
σωπαίνω
Πάμπλο Νερούντα
ΠΟΙΟΙ ΑΓΑΠΗΘΗΚΑΝ ΟΠΩΣ ΕΜΕΙΣ;
Ποιος αγαπήθηκε όπως εμείς; Να ψάξουμε
τις παλιές στάχτες της καμένης καρδιάς
κι εκεί να πέσουν ένα-ένα τα φιλιά μας
μέχρι να αναστηθεί το ακατοίκητο λουλούδι.
Αγαπάμε τον έρωτα που ανάλωσε τον καρπό του
και κατέβηκε στη γη με πρόσωπο και εξουσία:
εσύ κι εγώ είμαστε το φως που συνεχίζει,
το άθραυστο λεπτοκαμωμένο στάχυ.
Στο θαμμένο έρωτα κρύο από πολύ καιρό,
από χιόνι και άνοιξη, από λήθη και φθινόπωρο,
πλησιάζουμε με το φως ενός νέου μήλου,
της ανοιχτής δροσιάς από μια νέα πληγή,
όπως ο παλιός έρωτας που περπατάει στη σιωπή
για μια αιωνιότητα από θαμμένα στόματα.
Μυρτιώτισσα
Απόψε
Απόψε ήρθες και στάθηκες σιμά μου
σαν έγειρα στου ύπνου την αγκάλη.
Ω μακρυσμένε, απόκρυφε έρωτά μου,
ήρθες απόψε ακάλεστος σιμά μου,
δίχως να ξέρω πως, αγάλι αγάλι.
Μου κράταες μες στα χέρια το κεφάλι
και βύζαινες τ’ ατέλειωτο φιλί μου,
κι απ’ την ωραία του όνειρου κραιπάλη,
σαν κρίνο που αργολιώνει στ’ ανθογυάλι,
φυλλορροούσε η πένθιμη ψυχή μου.
Τον πόθο σου όλο μου είχες μεταδώσει
σα να ‘μουν σάρκα κι αίμα εγώ δικό σου,
κι ως με την ώρα που είχε ξημερώσει,
τα χέρια μου τα δυο τα είχα ριζώσει
περικοκλάδια γύρω απ’ το λαιμό σου.
Σαν πιο καράβι εδώ να σ’ έχει φέρει
δίχως να τ’ οδηγάει κανένας φάρος;
Ποιο κύμα να σε βοήθησε, ποιο αγέρι,
κι ήρθες από τ’ απόμακρα τα μέρη
της ηδονής ατρόμητος κουρσάρος;
Στου ιδανικού τη χώρα σε είχα μπάσει,
και μόνο με τη σκέψη σ’ αγαπούσα,
μα έφτασε μια νυχτιά για να χαλάσει
ό,τι με τόση ευλάβεια σου είχα μάσει
στην άυλη χώρα εκείνη που σε ζούσα…
Μαρία Πολυδούρη
(από τη συλλογή ΧΑΜΟΓΕΛΑ)
ΚΟΝΤΑ ΣΟΥ
Κοντά σου δεν αχούν άγρια οι ανέμοι.
Κοντά σου είναι η γαλήνη και το φως.
Στου νου μας τη χρυσόβεργην ανέμη
Ο ρόδινος τυλιέται στοχασμός.
Κοντά σου η σιγαλιά σα γέλιο μοιάζει
που αντιφεγγίζουν μάτια τρυφερά
κ’ αν κάποτε μιλάμε, αναφτεριάζει,
πλάι μας κάπου η άνεργη χαρά.
Κοντά σου η θλίψη ανθίζει σα λουλούδι
κι ανύποτα περνά μεσ’ στη ζωή.
Κοντά σου όλα γλυκά κι όλα σα χνούδι,
σα χάδι, σα δροσούλα, σαν πνοή.
Για δες αγάπη μου μακριά, πόσο μακριά είναι οι κήποι
και κρίμα, δεν είναι ούτε αυγή και μόλις ξεκινάμε.
Θα μας ρημάξη η κακωσιά και θα μαράνη η λύπη
την ακριβή μας τη χαρά, πως ταιριασμένα πάμε.
Στέρξε να μείνουμε σε μιά του δρόμου μας γωνούλα,
κάτω στον ήσκιο μιάς εληάς – ήσκιε μου εμπιστεμένε.
Και γω θα δης με των φιλιών τη δροσερή πηγούλα
θα σου γιομίσω την καρδιά λουλούδια, αγαπημένε!
Λαυρέντης Μαχαιρίτσας
Ο τούρκος
Μου γράφεις δεν θα ‘ρθεις για διακοπές
ΧΡΩΣΤΑΣ μαθήματα μου λες,
Φωτογραφίες στέλνεις απ’το Λούβρο
και άλλες με τον γάτο σου τον Τούρκο
Ο τούρκος να πηδάει στα σκαλιά
και ύστερα παιχνίδι να σου κάνει
Στη γάμπα σου να τρέμει μια ουρά
Αυτός ο τούρκος τούρκο θα με κάνει
Ζηλεύω το μικρό σου το γατί
Στα πόδια σου κοιμάται όταν διαβάζεις
Δεν ξέρω αν κοιμάστε και μαζί
ή μ’ άλλον στο κρεβάτι το αλλάζεις
Δεν ξέρω αν κοιμάστε και μαζί
ή μ’ άλλον στο κρεβάτι το αλλάζεις
ΚΛΕΩΝ ΠΑΡΑΣΧΟΣ
ΧΛΩΜΟΣ…
Χλωμός απ’ το χαρούμενο μεγάλο χτυποκάρδι
μιας ευτυχίας απίστευτης, θα καρτερούσα εκεί,
σε μιαν απόμερη καμπή του ερημικού του δρόμου.
θ’ αργούσες, και κάθε στιγμή θάταν για με πικρή
μια σκέψη, θάλεα, τέτοια μια χαρά για με δεν ήταν,
δε θάρθη, είναι το ψέμμα της αυτό το πιο σκληρό.
Κι’ έξαφνα, εκεί στο γύρισμα του δρόμου θα εφαινόσουν,
και προς εμέ θαρχόσουνα, γελούμενη, γοργή.
Φτωχά μου μάτια, τη βαθειά χαρά σας συλλογιέμαι.
Σα θαμπωμένα από λαμπρή μιαν οπτασία, μακάρια
θα την χαϊδεύατε ώρα κι’ ώρα αχόρταγα, παντού.
Θάταν ντυμένη ολόλευκα, και κάτου απ’ το λεπτό της
ντύμα, θα σάλευε αλαφρά το σώμα το γλυκό.
Ώρα πολλή απ’ το θάμπωμα θα σώπαινα, ενώ πλήθος
τα ερωτικά λόγια θα μου γεμίζαν την ψυχή.
Ο δρόμος θάτανε έρημος, ανάμεσα απ’ τα δέντρα.
Και μες στο δείλι το στερνό που θάλυωνε αχνό φως,
αργά θα επαίρναμε το βραδυασμένο μονοπάτι ….
Νίκος Καρανικόλας
Διασπορά ομηλίκων
Τότε ξεκινήσαμε σωστά ή μοιραία μαζί.
Μας χώρισεν ο δρόμος με τις ποικιλίες του
τις μικρολεπτομέρειές του
μας χώρισαν ασήμαντα οδοφράγματα
τυχαία μονοπάτια του ίδιου δρόμου
και κείνοι οι προσωπικοί περισπασμοί
έκαναν να μας διαφύγει τόση τρυφερότητα
τότε που οδεύαμε χέρι με χέρι.
Τώρα που κάπου καταλήξαμε ανάγκη
να συστηθούμε πάλι με εξομολογήσεις
να θυμηθούμε τέλος πάντων
αν γνωριστήκαμε ποτέ, γιατί και πότε.
ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ
Από τη Συλλογή
ΜΑΡΙΑ ΝΕΦΕΛΗ
THROUGH THE MIRROR
Ψαρεύοντας έρχεται η θάλασσα
κι είναι στη μυρωδιά της μέσα που το ψάρι αστράφτει
μάταια μην ψάχνεις
Κάπου ανάμεσα Τρίτη και Τετάρτη
πρέπει να παράπεσε η αληθινή σου μέρα.
Υπερούσιος πας ενώ πάνω από το κεφάλι σου
απλώνεται ο βυθός με τα χρωματιστά του βότσαλα σαν άστρα.
Ω μουσική ω Κυριακή συννεφιασμένη
Και ο Αντιφωνητής:
εωσότου η μαύρη θάλασσα φανεί
κι επάνω της ανάψουν σαν βεγγαλικά τα τρία μου άστρα!
Όλα μία σταγόνα
ομορφιάς τρεμάμενη στα τσίνορα·
μία λύπη διάφανη σαν ¶θως κρεμάμενος από τον ουρανό
με απέραντη ορατότητα
όπου τα πάντα γίνονται ξεγίνονται
γονατίζει ο Χάρος και ξανασηκώνεται πιο δυνατός
και πάλι πέφτει ανίσχυρος βυθίζεται στα βάραθρα.
Μόνη της η σταγόνα σθεναρή πάνω απ’ τα βάραθρα.
Στο χωριό της γλώσσας μου τη Λύπη τηνε λένε Λάμπουσα.