Στον Θανάση Τσαρό
Τον Θανάση Τσαρό τον θυμάμαι, όπως πολλοί πιστεύω στη Λαμία, μικρότεροι και μεγαλύτεροι, που θέλαμε να αλλάξουμε τον κόσμο την εποχή μετά την μεταπολίτευση, ως τον ευγενικό γελαστό φίλο, τον άνθρωπο που ήθελε να είναι συνέχεια με τους νέους, που ήθελε να συμπεριφέρεται ως νέος. Είχε κάνει πολλά χρόνια στη φυλακή και είχε στερηθεί τις χαρές της νιότης.
Τον θυμάμαι και ως δάσκαλο, όταν μαζευόμασταν στο σπίτι του στην οδό Καποδιστρίου, και μας έκανε μαθήματα μαρξιστικής οικονομίας. Είχε σπουδάσει στην ΑΣΟΕΕ, όμως δεν τέλειωσε ποτέ, για ευνόητους λόγους…
Ο αιφνίδιος θάνατός του, στα μέσα της 10ετίας του 80 – δεν θυμάμαι πότε ακριβώς – ήταν ένα μεγάλο χτύπημα για όλους μας και μεγάλη απώλεια.
Το βιβλίο «ΤΟ ΧΩΡΙΟ ΜΟΥ ΤΟ ΓΑΡΔΙΚΙ» ο Θανάσης Τσαρός το έγραψε το 1982 αφιερωμένο στη μητέρα του Ξανθή και στον πατέρα του Νίκο. Μικρό και λιτό, χωρίς φωτογραφίες, έχει δώδεκα μικρά κεφάλαια και εξήντα εννιά σελίδες γεμάτες με συναισθήματα, εικόνες και πληροφορίες για το χωριό και την περιοχή. Το είχε δώσει στην Κίνηση για τον Εκδημοκρατισμό των Ενόπλων Δυνάμεων και το διακινούσε η Τοπική Επιτροπή Λαμίας.
Κράτησα και φέρνω εδώ ένα απόσπασμα από το όγδοο κεφάλαιο με τίτλο: «Στο Κεφαλάρι». Ξανά για το Κεφαλάρι, το μαξιλάρι του χωριού, του κάθε χωριού και πόλης, το δάσος που προστατεύει κυρίως από πλημμύρες και κατολισθήσεις, αλλά που αναπαράγει όλο τον πλούτο της φύσης, ως ένα δασικό οικοσύστημα, κοντά στον κατοικημένο χώρο. Εδώ είναι μια αναφορά στην ιστορική απόφαση των κατοίκων να προστατευτεί το Κεφαλάρι του Γαρδικίου Ομιλαίων στη Δυτική Φθιώτιδα.
“…Μπαίνουμε στο δάσος. Ένα δάσος από έλατα. Τι θα ήταν το χωριό μας χωρίς αυτό το δάσος; Από τα πιο όμορφα που υπάρχουν στον κόσμο. Στολίζει το χωριό σαν τα μαύρα τα μαλλιά στο μέτωπο εικοσάχρονου παλληκαριού.
Τα παιδιά τρέχουν ξυπόλητα πάνω στα ξεραμένα φύλλα από τις καστανιές κι από τα έλατα. Φωνάζουν, τσιρίζουν, ψάχνουν για φωλιές και για καστανοπούλες. Οι βερβερίτσες πάνω στα ελατοκλώναρα τα συνερίζονται, μαζεύονται κι αυτές κοπάδι, πηδάνε από έλατο σε έλατο. Ξεφωνίζουν χαρούμενα από κάτω τα παιδιά κι οι χαρούμενες φωνές τους είναι η καλύτερη θύμηση σε κείνους που πήραν την απόφαση να γίνει τούτο το δάσος, μια απόφαση που πάρθηκε πριν από εκατόν πενήντα χρόνια, μόλις είχαμε περάσει τα σύνορα της τουρκοκρατίας.
«… Την σήμερον, οι κάτωθι γεγραμμένοι, από τους δυο μαχαλάδες, μεσιακός και Παπαναγνέικα όπου ποτίζομεν τας ιδιοκτησίας μας κήπους και χωράφια από τα δύο αυλάκια το αρκτικόν κάτω και επάνω κει εκ των πατρικών μας οι πατέρες πάντοτε επότιζον τον όσον τόπον και εκαλλιεργούσαν. Επειδή τώρα προσωρινόν καιρόν άρχισαν μερικοί από εμάς και έκοψαν ρόγγια και αυτό το ορμάνι όπου είναι το νεραύλακο μας εκόπη ο τόπος και εχάθηκεν το νερό και έμεινεν όλη η ιδιοχτησία μας εις την ξέραν και αφανίστηκαν τα σπίτια μας από το ψωμί και ούτω εγνωρίσαμεν την μεγάλην ζημίαν όπου μας έκαναν όσοι ερόγγισαν το άφτονο ορμάνι, υπογράφομεν το συμφωνητικόν μας όλοι μαζί και προσωπικώς από σήμερον ως εξής. Δεν έχει την άδειαν κανένας να κόψει δέντρο ούτε κι αν έχει νεόρογγον να τον σπείρει. Και εις αυτόν τον τόπον μέσα να καλλιεργούνται μόνον τα πατρικά μας χωράφια και όλος ο τόπος να μείνει μπαϊρι για να γερέψει και να έρθει το νερό ως και πρωτύτερα. Και αν κανένας παρακούσει τη γραφή μας και κόψει ρόγγι ή νεόρογγο καλλιεργήσει να παιδεύεται εις τα βασιλικάς αρχάς και τους νόμους. Και το έπαρτον όπου επήρε την ιδίαν ώραν να το πουλάμε και αυτός να έχει την παιδείαν του νόμου και να πληρώνει εις ημάς όλην την ζημίαν όπου θα μας γίνει από τους κήπους και τα χωράφια μας. και τούτο αποφαινόμεθα δια την σιγουριάν των δύο μαχαλάδων.
1836 Αυγούστου Κυριακήν εις Γαρδίκιον
Πρωτόπαπας Παπαγιάννης
Γιαννάκης Μαγουλάς
(υπογραφαί)
«Τόμοι ολόκληροι από προπαγανδιστικά φυλλάδια δε λένε όσα διδάσκει το περισπούδαστο αυτό έγγραφο με την τετράγωνη σκέψη του, τις σοβαρές διαπιστώσεις και τις ριζικές αποφάσεις του» λέει γι’ αυτό ο Σεραφείμ Τσιτσάς. Και θα πρέπει να το χαράξουμε σε μια πλάκα να το στήσουμε στο κέντρο του χωριού να το διαβάζουμε κάθε μέρα σαν ιερή υποθήκη, να φυλάμε το δάσος, να μην το καταστρέφουμε και ούτε να σκεφτόμαστε να το πουλήσουμε για οικόπεδα…
Το «Κεφαλάρι» το δάσος το στολίδι του χωριού μας. Περπατούσαμε στον ίσκιο του κι είχαμε την αίσθηση πως κάτι πάνω μας πέφτει από παλιά, από τις ιστορίες που ακούγαμε, για μάχες που κάνανε οι Κλέφτες, για στοιχειά, για δράκους για νεράιδες και για ξωτικά, για κόσμο που δεν τον βλέπαμε μα τον αισθανόμασταν δικό μας και μέσα σ’ αυτόν τον κόσμο βουλιάζαμε.“