Τα δέντρα είναι ιερά. Εκείνος που ξέρει να τους μιλάει, εκείνος που ξέρει να τα ακούει, αυτός μαθαίνει την αλήθεια. Δεν κηρύττουν νουθεσίες και διδαχές, μόνο κηρύττουν στον καθένα τον αρχαίο νόμο της ζωής. Στα ψηλά κλαδιά τους θροΐζει ο κόσμος και οι ρίζες τους αναπαύονται μέσα στο άπειρο. Όμως δεν χάνονται, παλεύουν με όλη τους τη δύναμη για ένα και μόνο: να εκπληρώσουν τον προορισμό τους, να πλάσουν τη μορφή τους, να ορίσουν την παρουσία τους στον κόσμο.
Τίποτα δεν είναι πιο ιερό, τίποτα δεν είναι πιο θαυμαστό από ένα όμορφο και δυνατό δέντρο. Όταν ένα δέντρο κόβεται και αποκαλύπτεται η πληγή του, μπορεί κανείς να διαβάσει όλη την ιστορία του στο φωτεινό δίσκο του κορμού του: στα δαχτυλίδια και στους αρμούς του βλέπεις τα χρόνια που πέρασαν από πάνω του, καταγράφεται όλος ο αγώνας του, όλα τα δεινά που έζησε, όλες οι αρρώστιες, η ευτυχία και η ευημερία, οι δύσκολες και οι καλές εποχές, τα χτυπήματα που άντεξε, οι μπόρες και οι κακοκαιρίες που έχει υπομείνει. Και κάθε χωρικός γνωρίζει πως το πιο ανθεκτικό και το ευγενέστερο ξύλο είναι εκείνο που έχει τις στενότερες σπείρες, πως πάνω στα ψηλά βουνά και στους αιώνιους κινδύνους μεγαλώνουν οι άφθαρτοι, οι ανθεκτικότεροι, οι δυνατότεροι κορμοί.
Ένα δέντρο μιλά: «Ένας πυρήνας είναι κρυμμένος μέσα μου, μια σπίθα, μια σκέψη, είμαι ζωή απ’ την αιώνια Ζωή. Η τόλμη και η προσπάθεια που έβαλε μέσα μου η αιώνια Μητέρα είναι μοναδικές. Το σχήμα μου και οι φλέβες μου είναι μοναδικά, η μικρότερη συστάδα φύλλων στην κορφή μου, αλλά και η μικρότερη ουλή στον φλοιό μου είναι μοναδικές. Δουλεύω ακούραστα αποτυπώνοντας την αιωνιότητα, ακόμα και στο πιο μικρό κομμάτι της ύπαρξής μου. Δύναμή μου είναι η πίστη μου. Δεν ξέρω τίποτα για τον πατέρα μου, δεν ξέρω τίποτα για τα μυριάδες παιδιά που σπέρνω κάθε άνοιξη. Ζω μέχρι τέλος για το μυστικό του σπόρου μου και τίποτα άλλο δεν με νοιάζει. Πιστεύω ότι ο Θεός ζει μέσα μου. Πιστεύω πως το έργο μου είναι ιερό. Με αυτή την αλήθεια ζω».
Όταν είμαστε λυπημένοι και αδυνατούμε πια ν’ αντέξουμε την ίδια τη ζωή μας, τότε μπορεί ένα δέντρο να μιλήσει στην καρδιά μας και να μας πει: «Ησύχασε! Ησύχασε! Κοίταξε εμένα! Η ζωή δεν είναι εύκολη, η ζωή δεν είναι δύσκολη… Τούτες οι σκέψεις που σε βασανίζουν είναι παιδιάστικες. Άσε τον Θεό να μιλήσει μέσα σου και θα σωπάσουν. Φοβάσαι πως ο δρόμος που πήρες σε οδηγεί μακριά απ’ τη Mάνα και απ’ το σπίτι σου. Κι όμως όλα τα βήματά σου και η κάθε μέρα σου πάλι σ’ Εκείνην σε οδηγούν. Δεν είναι εδώ ή εκεί το σπίτι σου. Το σπίτι σου θα το βρεις μέσα σου ή πουθενά».
Η δίψα να βαδίζω ανάμεσα στα δέντρα μου φέρνει δάκρυα κάθε βράδυ καθώς τα ακούω να θροΐζουν στον αγέρα. Αν μες στη βραδινή σιωπή το αφουγκραστείτε αυτό για καιρό, τότε θα νιώσετε την ουσία και το νόημα μιας τέτοιας πορείας. Δεν δραπετεύει έτσι κανείς απ’ τα προβλήματα και τις δυσκολίες του βίου, όπως ίσως φαίνεται. Απλώς διψά να βρει ξανά το αληθινό του σπίτι, τη μνήμη της Μητέρας, τις καινούργιες παραβολές της ζωής. Μια τέτοια πορεία οδηγεί στο σπίτι. Κάθε μονοπάτι οδηγεί στο σπίτι, κάθε βήμα είναι και μία γέννηση, κάθε βήμα είναι ένας ακόμα θάνατος.
Ενώ τα δέντρα θροΐζουν κάθε βράδυ, εμείς μένουμε γεμάτοι από τις έγνοιες μας μες στις παιδιάστικές μας σκέψεις. Όμως τα δέντρα έχουν απέραντες, μεγαλόπρεπες σκέψεις και ανάσα ξένοιαστη, όπως επίσης και ζωή πολύ μεγαλύτερη απ’ τη δική μας. Όσο δεν τ’ ακούμε, παραμένουν σοφότερα από εμάς. Όταν όμως μάθουμε ν’ ακούμε τα δέντρα, τότε όλο το πεπερασμένο, το φευγαλέο και το αφελές των σκέψεών μας, δίνει τη θέση του σε μιάν ανέκφραστη χαρά. Όποιος έμαθε ν’ ακούει τα δέντρα δεν νοιάζεται πια να τους μοιάσει. Δεν θέλει πια να μοιάζει σε τίποτα άλλο από εκείνο που πραγματικά είναι. Αυτός βρήκε μια πατρίδα δική του. Βρήκε την ευτυχία.”
[Έρμαν Έσσε ΤΑ ΔΕΝΤΡΑ]