Ατέλειωτος της προσφυγιάς κι ανείπωτος ο πόνος
τραγικός ανήφορος ενός ακόμα Γολγοθά!
Γολγοθάδες πέρασες πολλούς, να τριγυρνάς
σαν το αδέσποτο σκυλί, χρόνια ξεσπιτωμένος
Άνθρωπος είσαι – και όχι πέτρα
και θες βοήθεια – στη δίνη του κυκλώνα ζεις
της άπληστης πολεμικής βιομηχανίας – γι’ αυτό σωπαίνεις
ο πόλεμος σε ξεσπίτωσε – δεν το ξεχνάς!
Μια παλίρροια είν’ ο πόλεμος
κι εσύ μια κουκίδα στα μαύρα της νερά
Σε ξέβρασε η θάλασσα σε μια στεριά
κι ένιωσες την παγωμένη αλήθεια
Πόσοι χαθήκαν μέσα στα άγρια κύματα…
κανενός δεν έλειψαν για να τους θάψει
Κορμιά αγνά, μικρά παιδιά, σαν τα γλαροπούλια
Μολυσμένα από τη ματαιοδοξία της παγκόσμιας λαμογιάς
Για τους πνιγμένους σε ποιον να πεις
Σκεπάσου τώρα να επιζήσεις
και φάε του μπαγιάτικου ψωμιού
την τελευταία αλμυρή μπουκιά
Όταν θ’ αρχίσει να σφυρίζει ο βοριάς
μέσα απ’ τις χαραμάδες των σκηνών
η φθινοπωρινή ψύχρα και το χειμωνιάτικο τ’ αγιάζι
θα σε ξεχάσουν όλοι
Κανείς δε θα σκεφθεί τον άνθρωπο
-νοικοκύρης ήσουνα στον τόπο σου-
Τη χούφτα ανοίγεις τώρα για ελεημοσύνη
στρέφοντας το βλέμμα σου στο άπειρο
Η ζωή έχει δύο όψεις, σαν το φεγγάρι
άλλοτε μισογεμάτο και άλλοτε μισοάδειο
Κι η πανσέληνος κρατάει μια νύχτα μόνο
σαν τα όμορφα όνειρα…
Κι εσύ φωνάζεις:
«Εκεί που είσαι ήμουνα, κι εδώ που είμαι να μην έρθεις…»
Κι η φωνή σου ακούγεται ανιαρή
χωρίς μια νότα ελπίδας.
Σ. Σ. – δρυοκολάπτης