Οδυσσέας Ελύτης
ΣΩΜΑ ΤΟΥ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΟΥ
Πάει καιρός που ακούστηκεν η τελευταία βροχή
Πάνω από τα μυρμήγκια και τις σαύρες
Τώρα ο ουρανός καίει απέραντος
Τα φρούτα βάφουνε το στόμα τους
Της γης οι πόροι ανοίγουνε σιγά σιγά
Και πλάι απ’ το νερό που στάζει συλλαβίζοντας
Ένα πελώριο φυτό κοιτάει κατάματα τον ήλιο.
Ποιος είναι αυτός που κείτεται στις πάνω αμμουδιές
Ανάσκελα φουμέρνοντας ασημοκαπνισμένα ελιόφυλλα
Τα τζιτζίκια ζεσταίνονται στ’ αυτιά του
Τα μυρμήγκια δουλεύουνε στο στήθος του
Σαύρες γλιστρούν στη χλόη της μασχάλης
Κι από τα φύκια των ποδιών του αλαφροπερνά ένα κύμα
Σταλμένο απ’ τη μικρή σειρήνα που τραγούδησε:
Ώ σώμα του καλοκαιριού, γυμνό, καμένο
Φαγωμένο από το λάδι κι από το αλάτι
Σώμα του βράχου και ρίγος της καρδιάς
Μεγάλο ανέμισμα της κόμης λυγαριάς
Άχνα βασιλικού πάνω από το σγουρό εφηβαίο
Γεμάτο αστράκια και πευκοβελόνες
Σώμα βαθύ πλεούμενο της μέρας!
Έρχονται σιγανές βροχές, ραγδαία χαλάζια
Περνάν δαρμένες οι στεριές στα νύχια του χιονιά
Που μελανιάζει στα βαθιά μ’ αγριεμένα κύματα
Βουτάνε οι λόφοι στα πηχτά μαστάρια των νεφών
Όμως και πίσω απ’ όλα αυτά χαμογελάς ανέγνοια
Και ξαναβρίσκεις την αθάνατη ώρα σου
Όπως στις αμμουδιές σε ξαναβρίσκει ο ήλιος
Όπως μες στη γυμνή σου υγεία ο ουρανός
ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ
Μέρα στιλπνή αχιβάδα της φωνής που μ' έπλασες
Γυμνόν να περπατώ στις καθημερινές μου Κυριακές
Ανάμεσ' από των γιαλών τα καλωσόρισες
Φύσα τον πρωτογνώριστο άνεμο
Άπλωσε μια πρασιά στοργής
Για να κυλήσει ο ήλιος το κεφάλι του
Ν' ανάψει με τα χείλια του τις παπαρούνες
Τις παπαρούνες που θα δρέψουν οι περήφανοι άνθρωποι
Για να μην είναι άλλο σημάδι στο γυμνό τους στήθος
Από το αίμα της αψηφισιάς που ξέγραψε τη θλίψη
Φτάνοντας ως τη μνήμη της ελευθερίας.
Είπα τον έρωτα την υγεία του ρόδου την αχτίδα
Που μονάχη ολόισα βρίσκει την καρδιά
Την Ελλάδα που με σιγουριά πατάει στη θάλασσα
Την Ελλάδα που με ταξιδεύει πάντοτε
Σε γυμνά χιονόδοξα βουνά.
Δίνω το χέρι στη δικαιοσύνη
Διάφανη κρήνη κορυφαία πηγή
Ο ουρανός μου είναι βαθύς κι ανάλλαχτος
Ό,τι αγαπώ γεννιέται αδιάκοπα
Ό,τι αγαπώ βρίσκεται στην αρχή του πάντα.
ΑΝΔΡΕΑΣ ΕΜΠΕΙΡΙΚΟΣ
ΣΤΕΑΡ
"Η πλάστιγξ κλίνει εκεί που προτιμάμε
Κατά την ερμηνεία που της δίνουμε
Κάθε φορά που επιτυγχάνουμε στα ζάρια
Και ιδού που επιτυγχάνουμε και πάλι
Αφού τα ζάρια πέσαν στην κοιλιά μιας γυναικός
Μιας γυναικός γυμνής και κοιμωμένης
Κατόπιν κολυμβήσεως στην άμμο
Αυτή η γυναίκα καθώς λεν οι θρύλοι
Είχε το θάρρος να περάσει μοναχή της
Γυμνή με στέαρ των κολυμβητών στο σώμα
Μια θάλασσα πλατιά και φουσκωμένη
Από τους στεναγμούς του γλυκασμού πολλών αγγέλων"
(απ’ την προσωπική μου συλλογή)
Η ΖΩΗ ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ
""Η ζωή συνεχίζεται...
Πέρα απ' τις σταγόνες της βροχής
τους ωκεανούς της λύπης
πέρα απ΄ τις αχτίδες της ελπίδας
τα σύννεφα της απόγνωσης
και την ασυνέπεια
Η ζωή συνεχίζεται....
Θάλασσα η ευτυχία
ήλιος η δημιουργία
κι ένας κόσμος γεννιέται
ένας κόσμος πεθαίνει
κάθε στιγμή...
Φαντασία και δημιουργία
χαρά και ευτυχία
θύμηση και νοσταλγία
- ανάκατα αισθήματα-
ώ του κόσμου μεγαλεία!""
"Μου περισσεύει λίγη δύναμη
λίγο κουράγιο
Αν μου τα ζητήσεις, θα τα έχεις
Αν κουραστείς
στη σκέψη σου ψάξε να με βρείς
και ξεκουράσου"
από το "ΣΤΟ ΣΤΑΥΡΑΪΤΟ" του Κώστα Κρυστάλλη
Μπεζέριασα να περπατώ στου κάμπου τα λιοβόρια.
Θέλω τ' αψήλου ν' ανεβώ, ν' αράξω θέλω, αϊτέ μου,
μες στην παλιά μου κατοικιά, στην πρώτη τη φωλιά μου,
θέλω ν' αράξω στα βουνά, θέλω να ζάω μ' εσένα......
Θέλω η βρυσούλα, η ρεματιά, παλιές γλυκές μου αγάπες,
να μου προσφέρουν γιατρικό τ' αθάνατα νερά τους,
θέλω του λόγκου τα πουλιά με τον κελαηδισμό τους
να με κοιμίζουν το βραδύ, να με ξυπνούν το τάχυ,
και θέλω νάχω στρώμα μου νάχω και σκέπασμά μου
το καλοκαίρι τα κλαδιά και τον χειμό τα χιόνια.
Κλωνάρια απ' αγριοπρίναρα, φουρκάλες από ελάτια
θέλω να στρώνω στοιβανιές κι απάνου να πλαγιάζω
ν' ακούω τον ήχο της βροχής και να γλυκοκοιμιέμαι. ...
"Η ΜΑΡΙΝΑ ΤΩΝ ΒΡΑΧΩΝ" του Οδυσσέα Ελύτη
Έχεις μια γεύση τρικυμίας στα χείλη - μα πού γύριζες
Ολημερίς τη σκληρή ρέμβη της πέτρας και της θάλασσας
Αετοφόρος άνεμος γύμνωσε τους λόφους
Γύμνωσε την επιθυμία σου ως το κόκαλο
Κι οι κόρες των ματιών σου πήρανε τη σκυτάλη της χίμαιρας
Ριγώνοντας μ' αφρό τη θύμηση!
Πού είναι η γνώριμη ανηφοριά του μικρού Σεπτεμβρίου
Στο κοκκινόχωμα όπου έπαιζες θωρώντας προς τα κάτω
Τους βαθυούς κυαμώνες των άλλων κοριτσιών
Τις γωνιές όπου οι φίλες σου άφηναν αγκαλιές τα δυοσμαρίνια
- Μα πού γύριζες
Ολονυχτίς τη σκληρή ρέμβη της πέτρας και της θάλασσας
Σού ' λεγα να μετράς μες στο γδυτό νερό τις φωτεινές του μέρες
Ανάσκελη να χαίρεσαι την αυγή των πραγμάτων
΄Η πάλι να γυρνάς κίτρινους κάμπους
Μ' ένα τριφύλλι φως στο στήθος σου ηρωίδα ιάμβου.
Έχεις μια γεύση τρικυμίας στα χείλη
Κι ένα φόρεμα κόκκινο σαν το αίμα
Βαθιά μες στο χρυσάφι του καλοκαιριού
Και τ' άρωμα των γυακίνθων - Μα πού γύριζες
Κατεβαίνοντας προς τους γιαλούς τους κόλπους και τα βότσαλα
Ήταν εκεί ένα κρύο αρμυρό θαλασσόχορτο
Μα πιο βαθιά ένα ανθρώπινο αίσθημα που μάτωνε
Κι άνοιγες μ' έκπληξη τα χέρια σου λέγοντας τ' όνομά του
Ανεβαίνοντας ανάλαφρα ως τη διαύγεια των βυθών
Όπου σελάγιζε ο δικός σου αστερίας
Άκουσε ο λόγος είναι των στερνών η φρόνηση
Κι ο χρόνος γλύπτης των ανθρώπων παράφορος
Κι ο ήλιος στέκεται από πάνω του θηρίο ελπίδας
Κι εσύ πιο κοντά του σφίγγεις έναν έρωτα
Έχοντας μια πικρή γεύση τρικυμίας στα χείλη.
Δεν είναι για να λογαριάζεις γαλανή ως το κόκαλο άλλο καλοκαίρι,
Για ν' αλλάξουνε ρέμα τα ποτάμια
Και να σε πάνε πίσω στη μητέρα τους,
Για να ξαναφιλήσεις άλλες κερασιές
Ή για να πας καβάλα στο μαΐστρο
Στυλωμένη στους βράχους δίχως χτες και αύριο,
Στους κινδύνους των βράχων με τη χτενισιά της θύελλας
Θ' αποχαιρετήσεις το αίνιγμά σου.
ΖΑΧΑΡΙΑΣ ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ
ΡΟΥΜΕΛΗ
Τη μάνα μου τη Ρούμελη ν' αγνάντευα το λαχταρώ
Ψηλά που με νανούριζες καημένα Καρπενήσι!
Τρανά πλατάνια ξεδιψούν στις βρύσες με το κρύο νερό
Σαρακατσάνα ροβολάει και πάει για να γεμίσει.
Με κρουσταλλένια σφυριχτά, σε λόγκους φεύγουν σκοτεινούς
κοτσύφια και βοσκόπουλα με τα λαμπρά τα μάτια,
νερά βροντούνε στο γκρεμό και πάνε προς τους ουρανούς
ίσια κι ορθά, σαν την ψυχή της Ρούμελης, τα ελάτια....
ΝΙΚΟΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ
"ΜΑΡΑΜΠΟΥ"
Λένε για μένα οι ναυτικοί, που εζήσαμε μαζί,
πως είμαι κακοτράχαλο τομάρι διεστραμμένο,
πως τις γυναίκες μ' ένα μίσος ύπουλο μισώ
κι ότι μ' αυτές να κοιμηθώ ποτέ μου δεν πηγαίνω
Ακόμα λένε πως τραβώ χασίσι και κοκό,
πως κάποιο πάθος με κρατεί φριχτό και σιχαμένο,
κι ολόκληρο έχω το κορμί με ζωγραφιές αισχρές,
σιχαμερά παράξενες, βαθειά στιγματισμένο.
Ακόμα λένε πράγματα φριχτά πάρα πολύ,
που είν' όμως ψέματα χοντρά και κατασκευασμένα,
κι αυτό, που εστοίχισε σε με πληγές θανατερές,
κανείς δεν τόμαθε, γιατί δεν τόπα σε κανένα.
Μ' απόψε, τώρα που έπεσεν η τροπική βραδιά,
και φεύγουν προς τα δυτικά των Μαραμπού τα σμήνη,
κάτι με σπρώχνει επίμονα να γράψω στο χαρτί,
εκείνο, που παντοτεινή, κρυφή πληγή μου εγίνη.
..................................................................
Ήμουνα τότε δόκιμος σ' ένα λαμπρό ποστάλ
και ταξιδεύαμε Αίγυπτο γραμμή Νότιο Γαλλία
Τότε τη γνώρισα. Σαν άνθος έμοιαζε Αλπικό,
και μια στενή μας έδεσεν αδελφική φιλία.
Αριστοκρατική, λεπτή και μελαγχολική,
κόρη ενός πλούσιου Αιγύπτιου, οπούχε αυτοκτονήσει,
με τη μαμά της έφευγε για χώρες μακρινές,
μήπως σε αυτές το θλιβερό της πένθος λησμονήσει.
Πάντα σχεδόν της Μπασκιρτσέφ κρατούσε το Ζουρνάλ,
και την Αγία της Άβιλας παράφορα αγαπούσε,
συχνά στίχους απάγγελλε θλιμμένους γαλλικούς,
κι ώρες πολλές προς τη γαλάζιαν έκταση εκυττούσε.
Κι εγώ, που μόνον εταιρών εγνώριζα κορμιά,
κι είχα μιαν άβουλη ψυχή δαρμένη απ' τα πελάη,
μπροστά της εξανάβρισκα την παιδική χαρά
και σαν προφήτη, εκστατικός την άκουα να μιλάει.
Έναν μικρό της πέρασα σταυρόν απ' το λαιμό
κι εκείνη ένα μου χάρισε μεγάλο πορτοφόλι,
κ' ήμουν ο πιο δυστυχισμένος άνθρωπος της γης,
όταν εφθάσαμε σ' αυτήν που θάφευγε την πόλη.
Την εσκεφτόμουνα πολλές φορές στα φορτηγά,
ως ένα παραστάτη μου κι άγγελο φύλακά μου,
και μια στην πλώρη μας μικρή της κάρτα, ήταν για με,
όαση, που ένας συναντά μες στην καρδιά της Άμμου.
Νομίζω πως θάπρεπε να σταματήσω εδώ.
Τρέμει το χέρι μου, ο θερμός αγέρας με φλογίζει.
Κάτι άνθη εξαίσια τροπικά του ποταμού βρωμούν,
κι ένα βλακώδες Μαραμπού παράμερα γρυλίζει.
Θα προχωρήσω!… Μια βραδιά σε πόρτο ξενικό
Είχα μεθύσει τρομερά με ουίσκυ, τζιν και μπύρα,
Και κατά τα μεσάνυχτα τρικλίζοντας βαριά,
το δρόμο προς τα βρωμερά χαμένα σπίτια επήρα.
Αισχρές γυναίκες τράβαγαν εκεί τους ναυτικούς,
κάποια μ’ άρπαξε απότομα, γελώντας, το καπέλο,
(παλιά συνήθεια γαλλική του δρόμου των πορνών)
κι εγώ την ακολούθησα σχεδόν χωρίς να θέλω.
Μια κάμαρα στενή, μικρή, σαν όλες βρωμερή,
οι ασβέστες απ’ τους τοίχους της επέφτανε κομμάτια,
κι αυτή ράκος ανθρώπινο που εμίλαγε βραχνά,
με σκοτεινά, παράξενα, δαιμονισμένα μάτια.
Της είπα κι έσβησε το φως. Επέσαμε μαζί.
Τα δάκτυλά μου καθαρά μετρααν τα κόκκαλά της.
Βρωμούσε αψέντι. Εξύπνησα ως λένε οι ποιητές,
«μόλις εσκόρπιζεν η αυγή τα ροδοπέταλά της»
Όταν την είδα και στο φως τ’ αχνό το πρωινό,
μου φάνηκε λυπητερή, μα κολασμένη τόσο,
που μ’ ένα δέος αλλόκοτο, σα νάχα φοβηθεί,
το πορτοφόλι μου έβγαλα γοργά να την πληρώσω.
Δώδεκα φράγκα γαλλικά… Μα έβγαλε μια φωνή,
κ’ είδα μια εμένα να κυττά με μάτι αγριεμένο,
και μια το πορτοφόλι μου… Μα εκραύγασα κι εγώ
έναν σταυρό επάνω της σαν είδα κρεμασμένο.
Ξεχνώντας το καπέλο μου βγήκα σαν τον τρελλό,
σαν τον τρελλό που αδιάκοπα τρικλίζει και χαζεύει,
φέρνοντας μέσα στο αίμα μου μια αρρώστια τρομερή,
που ακόμα βασανιστικά το σώμα μου παιδεύει.
Λένε για μένα οι ναυτικοί που εκάναμε μαζί,
Πως χρόνια τώρα με γυναίκα εγώ δεν έχω πέσει.
Πως είμαι παληοτόμαρο κα πως τραβώ κοκό.
Μ’ αν ήξεραν οι δύστυχοι, θα μ’ είχαν συχωρέσει…
Το χέρι τρέμει… Ο πυρετός.. Ξεχάστηκα πολύ,
ένα μονήρες Μαραμπού στην όχθη να κυττάζω.
Κι έτσι καθώς επίμονα κι εκείνο με κυττά,
νομίζω πως στη μοναξιά και στη βλακεία του μοιάζω..
ΤΣΕΣΛΑΦ ΜΙΛΟΣ
Ομολογία
Κύριε, αγαπούσα τη μαρμελάδα φράουλα
και τη σκοτεινή γλύκα του γυναικείου κορμιού.
Επίσης την παγωμένη βότκα,
τη ρέγκα στο λάδι,
το άρωμα της κανέλας
και του γαρύφαλλου.
Λοιπόν τι σόι προφήτης είμαι;
Γιατί διάλεξε το πνεύμα
να επισκεφθεί έναν τέτοιο άνθρωπο;
Κάλεσε πολλούς άλλους,
Δίκαια, ήταν άξιοι
Εμένα ποιοι να μ’ εμπιστευθούν;
Αφού έβλεπαν πώς άδειαζα τα ποτήρια,
έπεφτα με τα μούτρα στο φαί,
Κοίταζα λαίμαργα το λαιμό της σερβιτόρας.
Έσφαλα και το γνώριζα.
Ποθούσα τα μεγαλεία,
ξέροντας να τα διακρίνω
όπου κι αν βρίσκονταν.
Όμως σε κάποιες στιγμές ενόρασης,
σπάνιες έστω,
έβλεπα τι απομένει σε ανθρώπους ασήμαντους
σαν κι εμένα
Μια γιορτή φευγαλέων ελπίδων,
ένα συλλαλητήριο φαντασμένων,
ένας αγώνας ραχιτικών
- η λογοτεχνία
(Μετάφραση ΧΑΡΗΣ ΒΛΑΒΙΑΝΟΣ)
ΓΙΑΤΙ ΠΕΘΑΙΝΟΥΝ ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ
(δικό μου, των νεανικών μου χρόνων)
Να γιατί πεθαίνουν οι άνθρωποι,
σαν από έκπληξη…
Περιστέρια στα ηλεκτροφόρα σύρματα
Για το χατίρι της αδυναμίας
και της ανίας…
Για την ομορφιά της ειρήνης
κι εκείνης…
Για τον θάνατο και το αθάνατο.
Αλλάζοντας θέση συνέχεια
ανάμεσα στη σκιά τους και τον εαυτό τους
κυνηγούν τη φυσική συνέπεια
Ανάμεσα στις παπαρούνες και τις φλέβες,
ανάμεσα στα περιστέρια, τα λευκά σεντόνια
και τις αθώες ψυχές
Μια καλή όψη προσπάθειας
ηλιακής και ανθρώπινης συνέργιας
ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ ΑΙΜΑΤΑ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ αίματα με πορφύρωσανΚαι χαρές ανείδωτες με σκιάσανεΟξειδώθηκα μες στην νιοτιάτων ανθρώπωνΜακρινή Μητέρα Ρόδο μου Αμάραντο Στ' ανοιχτά του πελάγου με καρτέρεσανΜε μπομπάρδες τρικάταρτες και μου ρίξανεΑμαρτία μου να 'χα κι εγώ μιαν αγάπηΜακρινή Μητέρα Ρόδο μου Αμάραντο Τον Ιούλιο κάποτε μισανοίξανε Τα μεγάλα μάτια της μες στα σπλάχνα μουΤην παρθένα ζωή μια στιγμήνα φωτίσουνΜακρινή Μητέρα Ρόδο μου Αμάραντο Κι από τότε γύρισαν καταπάνω μουΤων αιώνων άργητες ξεφωνίζοντας«Ο πού σ' είδε, στο αίμα ζεικαι στην πέτρα»Μακρινή Μητέρα Ρόδο μου Αμάραντο Της πατρίδας μου πάλι ομοιώθηκαΜες στις πέτρες άνθισα και μεγάλωσαΤων φονιάδων το αίμα με φως ξεπληρώνωΜακρινή Μητέρα Ρόδο μου Αμάραντο
Νίκος Καββαδίας:
Federico Garcia Lorca
Από τη συλλογή "Πούσι" (Άγρα, 1989)
Ανέμισες για μια στιγμή το μπολερό
και το βαθύ πορτοκαλί σου μεσοφόρι.
Αύγουστος ήτανε δεν ήτανε θαρρώ,
τότε που φεύγανε μπουλούκια οι Σταυροφόροι.
Παντιέρες πάγαιναν του ανέμου συνοδιά
και ξεκινούσαν οι γαλέρες του θανάτου.
Στο ρωγοβύζι ανατριχιάζαν τα παιδιά
κι ο γέρος έλιαζε ακαμάτης τ' αχαμνά του.
Του ταύρου ο Πίκασσο ρουθούνιζε βαριά
και στα κουβέλια τότε σάπιζε το μέλι.
Τραβέρσο ανάποδο - πορεία προς το Βοριά.
Τράβα μπροστά -ξοπίσω εμείς- και μη σε μέλλει.
Κάτου απ' τον ήλιο αναγαλλιάζαν οι ελιές
και φύτρωναν μικροί σταυροί στα περιβόλια.
Τις νύχτες στέρφες απομέναν οι αγκαλιές
τότες που σ' έφεραν, κατσίβελε, στη μπόλια.
Ατσίγγανε κι Αφέντη μου, με τι να σε στολίσω;
Φέρτε το μαυριτάνικο σκουτί το πορφυρό.
Στον τοίχο της Καισαριανής μας φέραν από πίσω
κ' ίσα έν' αντρίκιο ανάστημα ψηλώσαν το σωρό.
Κοπέλες απ' το Δίστομο φέρτε νερό και ξίδι.
Κι απάνω στη φοράδα σου δεμένος σταυρωτά
σύρε για κείνο το στερνό στην Κόρδοβα ταξίδι,
μέσ' απ' τα διψασμένα της χωράφια τ' ανοιχτά.
Βάρκα του βάλτου ανάστροφη, φτενή, δίχως καρένα.
Σύνεργα που σκουριάζουνε σε γύφτικη σπηλιά.
Σμάρι κοράκια να πετάν στην έρημην αρένα
και στο χωριό ν' ουρλιάζουνε τη νύχτα εφτά σκυλιά.
Σεφέρης [Σεφεριάδης] Γιώργος
O γυρισμός του ξενιτεμένου
― Παλιέ μου φίλε τί γυρεύεις;
χρόνια ξενιτεμένος ήρθες
με εικόνες που έχεις αναθρέψει
κάτω από ξένους ουρανούς
μακριά απ' τον τόπο το δικό σου.
― Γυρεύω τον παλιό μου κήπο·
τα δέντρα μού έρχουνται ώς τη μέση
κι οι λόφοι μοιάζουν με πεζούλια
κι όμως σαν ήμουνα παιδί
έπαιζα πάνω στο χορτάρι
κάτω από τους μεγάλους ίσκιους
κι έτρεχα πάνω σε πλαγιές
ώρα πολλή λαχανιασμένος.
― Παλιέ μου φίλε ξεκουράσου
σιγά-σιγά θα συνηθίσεις·
θ' ανηφορίσουμε μαζί
στα γνώριμά σου μονοπάτια
θα ξαποστάσουμε μαζί
κάτω απ' το θόλο των πλατάνων
σιγά-σιγά θα 'ρθούν κοντά σου
το περιβόλι κι οι πλαγιές σου.
― Γυρεύω το παλιό μου σπίτι
με τ' αψηλά τα παραθύρια
σκοτεινιασμένα απ' τον κισσό
γυρεύω την αρχαία κολόνα
που κοίταζε ο θαλασσινός.
Πώς θες να μπώ σ' αυτή τη στάνη;
οι στέγες μού έρχουνται ώς τους ώμους
κι όσο μακριά και να κοιτάξω
βλέπω γονατιστούς ανθρώπους
λες κάνουνε την προσευχή τους.
― Παλιέ μου φίλε δε μ' ακούς;
σιγά-σιγά θα συνηθίσεις
το σπίτι σου είναι αυτό που βλέπεις
κι αυτή την πόρτα θα χτυπήσουν
σε λίγο οι φίλοι κι οι δικοί σου
γλυκά να σε καλωσορίσουν.
― Γιατί είναι απόμακρη η φωνή σου;
σήκωσε λίγο το κεφάλι
να καταλάβω τί μου λες
όσο μιλάς τ' ανάστημά σου
ολοένα πάει και λιγοστεύει
λες και βυθίζεσαι στο χώμα.
― Παλιέ μου φίλε συλλογίσου
σιγά-σιγά θα συνηθίσεις
η νοσταλγία σού έχει πλάσει
μια χώρα ανύπαρχτη με νόμους
έξω απ' τη γης κι απ' τους ανθρώπους.
― Πια δεν ακούω τσιμουδιά
βούλιαξε κι ο στερνός μου φίλος
παράξενο πώς χαμηλώνουν
όλα τριγύρω κάθε τόσο
εδώ διαβαίνουν και θερίζουν
χιλιάδες άρματα δρεπανηφόρα
ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ ΝΙΚΟΣ
Οι Γιαπωνέζοι ναυτικοί, προτού κοιμηθούν,
βρίσκουν στην πλώρη μιά γωνιά πού δεν πηγαίνουν άλλοι
κι ώρα πολλή προσεύχονται βουβοί, γονατιστοί
μπρος σ΄ένα Βούδα κίτρινο πού σκύβει το κεφάλι.
Κάτι μακριά ώς τα πόδια τους φορώντας νυχτικά,
μασώντας οι ωχροκίτρινοι μικροί Κινέζοι ρύζι,
προφέρουνε με την ψιλή φωνή τους προσευχές
κοιτάζοντας μιά χάλκινη παγόδα που καπνίζει.
Οι κούληδες με τη βαριά βλακώδη τους μορφή
βαστάν σκυφτοί τα γόνατα κοιτώντας πάντα κάτου,
κι οι Αράπηδες σιγοκουνάν το σώμα ρυθμικά,
κατάρες μουρμουρίζοντας ενάντια του θανάτου.
Οι Ευρωπαίοι τα χέρια τους κρατώντας ανοιχτά,
εκστατικά προσεύχονται γιομάτοι από ικεσία
και ψάλλουνε καθολικές ωδές μουρμουριστά,
που έμαθαν όταν πήγαιναν μικροί στην εκκλησία.
Και οι Έλληνες , με τη μορφή τη βασανιστική ,
από συνήθεια κάνουνε, πριν πέσουν, το σταυρό τους
κι αρχίζοντας με σιγανή φωνή "Πάτερ ημών..."
το μακρουλό σταυρώνουνε λερό προσκέφαλό τους.
Μενέλαος Λουντέμης
Ερωτικό κάλεσμα
Έλα κοντά μου, δεν είμαι η φωτιά.
Τις φωτιές τις σβήνουν τα ποτάμια.
Τις πνίγουν οι νεροποντές.
Τις κυνηγούν οι βοριάδες.
Δεν είμαι, δεν είμαι η φωτιά.
Έλα κοντά μου δεν είμαι άνεμος.
Τους άνεμους τους κόβουν τα βουνά.
Τους βουβαίνουν τα λιοπύρια.
Τους σαρώνουν οι κατακλυσμοί.
Δεν είμαι, δεν είμαι ο άνεμος.
Εγώ δεν είμαι παρά ένας στρατολάτης
ένας αποσταμένος περπατητής
που ακούμπησε στη ρίζα μιας ελιάς
ν' ακούσει το τραγούδι των γρύλων.
Κι αν θέλεις, έλα να τ' ακούσουμε μαζί.
Από τη συλλογή "Τα αντικλείδια", εκδ. Στιγμή
Μενέλαος Λουντέμης
|
Πικραμένος αναχωρητής
Θα φύγω σε ψηλό βουνό, σε ριζιμιό λιθάρι
να στήσω το κρεβάτι μου κοντά στη νερομάνα
του κόσμου που βροντοχτυπούν οι χοντρές φλέβες του ήλιου,
ν' απλώσω εκεί την πίκρα μου, να λυώσει όπως το χιόνι.
Μήν πιάνεσαι απ' τους ώμους μου και στριφογυρίζεις
άνεμε!
φεγγαράκι μου!
Καλέ μου!
Αυγερινέ μου!
Φέξε το ποροφάραγκο! Βοήθα ν' ανηφορήσω!
Φέρνω ζαλιά στις πλάτες μου τα χέρια των νεκρών!
Στη μια μεριά έχω τα όνειρα, στην άλλη τις ελπίδες!
Κι ανάμεσα στις δυο ζαλιές το ματωμένο στέφανο!
Μη με ρωτάς καλέ μου αϊτέ, μη με ξετάζεις ήλιε μου!
Ρίχτε στο δρόμο συννεφιά να μη γυρίσω πίσω!
Κυττάχτηκα μες στο νερό, έκατσα και λογάριασα,
ζύγιασα το καλό και το κακό του κόσμου. Κι αποφάσισα,
να γίνω το μικρότερο αδερφάκι των πουλιών!
Γράμμα στον άνθρωπο
της πατρίδας μου
Μην με μαρτυρήσεις!
Και προπαντός να μην του πεις πως μ' εγκατέλειψεν η ελπίδα!
Καθώς κοιτάς τον Ταϋγετο, σημείωσε τα φαράγγια
που πέρασα. Και τις κορφές που πάτησα. Και τα άστρα
που είδα. Πες τους από μένα, πες τους από τα δακρυά μου,
ότι επιμένω ακόμη πως ο κόσμος
είναι όμορφος!
Κώστας Ουράνης
Τ' ωραίο καράβι έτοιμο στο χαρωπό λιμάνι,
γιορταστικά με γιασεμιά και ρόδα στολισμένο,
με τις παντιέρες του αλαφριές στην ανοιξιάτικη αύρα
και τ' Όνειρό μας στο χρυσό πηδάλιο καθισμένο,
μας πήρε για τα Κύθηρα, τα θρυλικά, όπου μέσα
σε δέντρα και λούλουδα και γάργαρα νερά
υψώνεται ο μαρμάρινος ναός για τη λατρεία
της Αφροδίτης-του έρωτα τη θριαμβική θεά.
Μα το ταξίδι ήταν μακρύ κ' η χειμωνιά μας βρήκε!...
Οι φανταχτερές κι ανάλαφρες παντιέρες μουσκευτήκαν,
τα χρώματα ξεβάψανε και τ' άνθη εμαραθήκαν
και, κάπου από τους άξενους τους ουρανούς, το πλοίο
απόμεινε ακυβέρνητο στο κύμα τ' αφρισμένο
με το φτωχό μας Όνειρο στην πρύμνη πεθαμένο
|
|
ΜΗΤΣΟΣ ΛΥΓΙΖΟΣ
|
Το νέο καλοκαίρι
|
Τριάντα αγοροκόριτσα κάτω απ' τα βλέφαρά μας,
τριάντα αγοροκόριτσα σ' έναν αγρό με στάχυα,
πέταξαν τα φουστάνια τους κι όλος ο κάμπος καίγεται,
πέταξαν τα φουστάνια τους κι ο αγέρας χλιμιντράει !
Τριάντα αγοροκόριτσα βάζουν φωτιά στον ύπνο μας
δίνουν βουτιές στον ύπνο μας και πέφτουνε τα στάχυα
τριάντα αγοροκόριτσα ρίχνουν τον ήλιο ανάσκελα,
σκορπούν τις πέρα συννεφιές με χίλια μπόγια νιάτα !
Σ' εξήντα οργιές, σ' ογδόντα οργιές φωτιά σκορπιέται η γύμνια τους,
σε χίλιες τόσες δρασκελιές σκάει το μεσημέρι,
και μες απ' τα ρουθούνια του ταυριά γιομίζει ο κάμπος !
ΜΗΤΣΟΣ ΛΥΓΙΖΟΣ
Κ οιμάται εδώ στον ποταμό, κοιμάται ξεχασμένη
κοιμάται, κι ο μικρός βοριάς ζητάει να την ξυπνήσει,
μ' αυτή τον ήλιο χαίρεται βαθιά αποκοιμισμένη.
Μα πώς κοιμάται έτσι βαθιά και δεν ακούει τον άνεμο,
και δεν ακούει τον ξαφνικό μικρό βοριά της όχθης;
Μα πώς κοιμάται έτσι βαθιά - θα την χτυπήσει ο ήλιος !
Ξύπνα, μικρή, θα σε ζητούν, ξύπνα κι αποξεχάστηκες
ξύπνησε, κι ο μικρός βοριάς ζητάει να σε ξεντύσει
ξύπνα, κ εδώ που βρέθηκες ποιον θάχεις να σε ντύσει;
Αχ, το μικρό - μικρό βοριά, παιδεύει το μπλουζάκι της !
Αχ, το μικρό - μικρό βοριά, την όχθη αναστατώνει !
Μα πώς κοιμάται έτσι βαθιά - θα την σηκώσει ο άνεμος,
που όλο αναρπάει τη φούστα της κι όλο την ξεγυμνώνει !
Μα πώς κοιμάται έτσι βαθιά - θα την απογυμνώσει !
Ξύπνα, μικρή του ποταμού, ξύπνησε και σκεπάσου
ξύπνα και πάει δώδεκα, και πάει το μεσημέρι.
Ξύπνα, δεν πρέπει να σε ιδούν, να ιδούν τον αφαλό σου.
Πλάι της κύλαε βουβό τ' αδιάφορο ποτάμι
και μόνο κάτω απ' το μαστό μια τρύπα από μαχαίρι
την είχε αφήσει τόσο αργά στην όχθη να κοιμάται.
Μελοποιημένα ποιήματα του Νίκου Καββαδία
από το Θάνο Μικρούτσικο
kuro siwo (Πούσι)
Πρώτο ταξίδι έτυχε ναύλος για το Νότο,
δύσκολες βάρδιες, κακός ύπνος και μαλάρια.
Είναι παράξενα της Ίντιας τα φανάρια
και δεν τα βλέπεις, καθώς λένε με το πρώτο.
Πέρ' απ' τη γέφυρα του Αδάμ, στη Νότιο Κίνα,
χιλιάδες παραλάβαινες τσουβάλια σόγια.
Μα ούτε στιγμή δεν ελησμόνησες τα λόγια
που σου 'πανε μια κούφια ώρα στην Αθήνα
Στα νύχια μπαίνει το κατράμι και τ' ανάβει,
χρόνια στα ρούχα το ψαρόλαδο μυρίζει,
κι ο λόγος της μες' το μυαλό σου να σφυρίζει,
"ο μπούσουλας είναι που στρέφει ή το καράβι; "
Νωρίς μπατάρισε ο καιρός κ' έχει χαλάσει.
Σκατζάρισες, μα σε κρατά λύπη μεγάλη.
Απόψε ψόφησαν οι δυο μου παπαγάλοι
κι ο πίθηκος που 'χα με κούραση γυμνάσει.
Η λαμαρίνα! ...η λαμαρίνα όλα τα σβήνει.
Μας έσφιξε το kuro siwo σαν μια ζώνη
κ' συ κοιτάς ακόμη πάνω απ΄ το τιμόνι,
πως παίζει ο μπούσουλας καρτίνι με καρτίνι.
2.Θεσσαλονίκη (Πούσι)
Ήτανε κείνη η νυχτιά που φύσαγε ο Βαρδάρης,
το κύμα η πλώρη εκέρδιζεν οργιά με την οργιά.
Σ' έστειλε ο πρώτος στα νερά να πας για να γραδάρεις,
μα εσύ θυμάσαι τη Σμαρώ και την Καλαμαριά.
Ξέχασες κείνο το σκοπό που λέγαν οι οι Χιλιάνοι
-Άγιε Νικόλα φύλαγε κι Αγιά Θαλασσινή.-
Τυφλό κορίτσι σ' οδηγάει, παιδί του Modigliani,
που τ' αγαπούσε ο δόκιμος κι οι δυο Μαρμαρινοί
Νερό καλάρει το fore peak, νερό και τα πανόλια
μα εσένα μια παράξενη ζαλάδα σε κινεί.
Με στάμπα που δε φαίνεται σε κέντησε η Σπανιόλα
ή το κορίτσι που χορεύει απάνω στο σκοινί :
Απάνου στο γιατάκι σου φίδι νωθρό κοιμάται
και φέρνει βόλτες ψάχνοντας τα ρούχα σου η μαϊμού.
Εχτός από τη μάνα σου κανείς δε σε θυμάται
σε τούτο το τρομακτικό ταξίδι του χαμού
Ο ναύτης ρίχνει τα χαρτιά κι ο θερμαστής το ζάρι
κι αυτός που φταίει και δε νογάει, παραπατάει λοξά.
Θυμήσου κείνο το στενό κινέζικο παζάρι
και το κορίτσι που 'κλαιγε πνιχτά μες στο ρικσά.
Κάτω από φώτα κόκκινα κοιμάται η Σαλονίκη'
Πριν δέκα χρόνια μεθυσμένη μου 'πες "σ' αγαπώ".
Αύριο σαν τότε και χωρίς χρυσάφι στο μανίκι,
μάταια θα ψάχνεις το στρατί που πάει για το Depot.
3. Σταυρός του Νότου (Πούσι)
Έβραζε το κύμα του γαρμπή.
Είμαστε σκυφτοί κι οι δυο στο χάρτη
γύρισες και μου 'πες πως το Μάρτη
σ΄ άλλους παραλλήλους θα 'χεις μπει.
Κούλικο στο στήθος σου τατού,
που όσο κι αν το καις δεν λέει να σβήσει.
Είπαν πως την είχες αγαπήσει
σε μια κρίση μαύρου πυρετού.
Βάρδια πλάι σε κάβο φαλακρό
κι ο Σταυρός του Νότου με τα στράλια.
Κομπολόι κρατάς από κοράλλια
κι άκοπο μασάς κάθε πικρό.
Το Άλφα του Κενταύρου μια νυχτιά
με το παλιονώριο πήρα κάτου.
Μου 'πες με φωνή ετοιμοθανάτου :
"Να φοβάσαι τ' άστρα του Νοτιά".
Άλλοτε απ΄ τον ίδιον ουρανό
έπαιρνες, τρεις μήνες στην αράδα,
με του καπετάνιου τη μιγάδα,
μάθημα πορείας νυχτερινό.
Σ' ένα μαγαζί του Nossi Be
πήρες το μαχαίρι, δυο σελίνια,
μέρα μεσημέρι απά στη λίνια
ξάστραψε σα φάρου αναλαμπή.
Κάτου στις αχτές της Αφρικής
πάνε χρόνια τώρα που κοιμάσαι.
Τα φανάρια πια δεν τα θυμάσαι
και τ' ωραίο γλυκό της Κυριακής.
4. Ενας νέγρος θερμαστής από το Τζιμπουτί (Μαραμπού)
Ο Γουίλλη, ο μαύρος θερμαστής από το Τζιμπουτί,
όταν από τη βάρδια του τη βραδινή σχολούσε,
στην καμαρά μου ερχότανε, γελώντας, να με βρει,
κι ώρες πολλές για πράγματα περίεργα μου μιλούσε.
Μου 'λεγε πως καπνίζουνε στο Αλγέρι το χασίς
και στο Αντεν πως, χορεύοντας, πίνουν την άσπρη σκόνη
κι έπειτα πως φωνάζουνε και πως μονολογούν
όταν η ζάλη μ' όνειρα περίεργα τους κυκλώνει.
Μου 'λέγ' ακόμα ότ' είδ' αυτός, μια νύχτα που 'χε πιει,
πως πάνω σ' άτι εκάλπαζε, στην πλάτη της θαλάσσης,
και πίσωθέ του ετρέχανε γοργόνες με φτερά.
- Σαν πάμε στο Αντεν, μου 'λεγε, και συ θα δοκιμάσεις.
Εγώ γλυκά του χάριζα και λάμες ξουραφιών
και του 'λεγα πως το χασίς τον άνθρωπο σκοτώνει,
και τότε αυτός συνήθιζε, γελώντας τρανταχτά,
με το 'να χέρι του ψηλά πολύ να με σηκώνει.
Μες το τεράστιο σώμα του είχε μι' αθώα καρδιά.
Κάποια νυχτιά, μέσα στο μπαρ Ρετζίνα - στη Μαρσίλια,
για να φυλάξει εμένανε από έναν Ισπανό,
έφαγε αυτός μιαν αδειανή στην κεφαλή μποτίλια.
Μια μέρα τον αφήσαμε στυγνό απ' τον πυρετό,
πέρα στην Απω Ανατολή, να φλέγεται, να λιώνει.
Θεέ των μαύρων, τον καλό συγχώρεσε Γουίλ,
και δώσ' του εκεί που βρίσκεται λίγη απ' την άσπρη σκόνη.
Από τον Φασουλή φιλόσοφο
του Γ. Σουρή
Εγώ αυτόν τον Βούδδα τον εκτιμώ πολύ . .
τί άνθρωπος τωόντι και ποία κεφαλή!
Αν κι ήτο Βασιλέως Κραταιοτάτου θρέμμα
εμούντζωσε τον θρόνον, εμούντζωσε το στέμμα,
και τα βουνά επήρε με ιεράν μανίαν
κι εδίδασκε τον κόσμον αγάπnν αιωνίαν.
Κι εμόναζε ρεμβάζων αυτός ο Ηγεμών
πότε παρά τον Γαγγην η άλλον ποταμόν,
και πότε εις χειμάρρους κι υπό σκιάν συκής,
ακούων αρμονίας αγνώστου μουσικής,
κι εφούντωναν ως δάσος τα μαύρα του μαλλιά
κι εφώλιαζαν απάνω λογής λογής πουλιά.
Τροφή του ήσαν μόνη τα χόρτα κι αι οπώραι
και προς τα ύψη στρέφων καθ' εαυτον ελάλει,
κι εφάνησαν εμπρός του της Hδονής αι κόραι,
παγίδας να του στήσουν με τα γυμνά των κάλλη,
και των σαρκών το σφρίγος πολύ τον εσκανδάλιζε
κι εκείνη τον εφίλει κι αύτή τον εγαργάλιζε.
Ομως ο μέγας Βούδδας, κατανικών τα πάθη,
στους δόλους της μαγείας ατρόμητος εστάθη,
και πριν στον δόλον φθάσουν της Ηδονής τον έννατον
και είδαν πως εκείνος δεν χάνει τα πασχάλια του,
μ' αφρούς θυμού και λύσσης επήραν τα βρεμμένα των
και άφησαν τον Βούδδα να κάθεται στα χάλια του.
Εγώ αυτόν τον Βούδδα τον εκτιμώ πολύ . .
τί άνθρωπος τωόντι και ποία κεφαλή!
Ν' ανθέ' εις τόσα κάλλη την ράχη να γυρίση;
να μη του φέρη ρίγος και της σαρκός το χνούδι; . . .
δόξα πολλή στον Βούδδα, μα να με συγχωρήση
αν του ειπώ με σέβας πως είναι λίγο βούδι.
Κι εμπρός μου είχαν έλθει μια φορά
γυναίκες πονηραί να με τρελλάνουν,
που ήσαν σαν τα κρύα τα νερά,
και άρχισαν τα μάγια να μου κάνουν.
Εστάθησαν ολόρθαις εμπροστά μου
κι εσκόρπιζαν αρώματα και μύρα,
κι επέμεινα κι εγώ με τα σωστά μου
να δείξω σαν τον Βούδδα χαρακτήρα.
Μα μόλις είδα κάποιας λίγο πόδι
κι η άλλη τόνα χέρι ξεμανίκωσε,
ο Βούδδας μου εφάνη τότε βώδι
κι ο διάβολος μ' επήρε και με σήκωσε.
Κι αν ο Βούδδας προ των νεύρων
ηγωνίζετο την δράσιν,
μα δεν ζη κανείς ειξεύρων
ποίαν άρα είχε κράσιν.
Αλλ' αν ήτο σαν κι εμένα
τον αχρείον, τον κανάγια,
δεν θα πήγαιναν χαμένα
της αγάπης τόσα μάγια.
Οι Ολυμπιακοί αγώνες του 1896
μέσα από τις σελίδες του "Ρωμηού"
Ο σατιρικός ποιητής Γεώργιος Σουρής δεν απέβλεπε στην υστεροφημία. Τρομερά εύκολος στο γράψιμο, επί 35 συναπτά χρόνια (από το 1883 έως το 1918) έγραφε μόνος του κάθε βδομάδα την τετρασέλιδη εφημερίδα του Ο Ρωμηός, η οποία, όσο κι αν ακούγεται απίθανο σήμερα, ήταν ολόκληρη έμμετρη, από τον τίτλο της (Ο Ρωμηός, εφημερίς - που την γράφει ο Σουρής) μέχρι τις μικρές αγγελίες της!
Στις σελίδες του Ρωμηού σχολιάζεται εύθυμα όλη η ιστορία αυτών των 35 χρόνων. Αυτό που εντυπωσιάζει τον σημερινό αναγνώστη, πέρα από την αβίαστη ροή του στίχου του Σουρή, είναι το πόσο λίγο έχουν αλλάξει ορισμένες καταστάσεις και χαρακτηριστικά των Ελλήνων.
Ας δούμε λοιπόν, πώς περιέγραψε ο Σουρής στο Ρωμηό τους πρώτους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1896.
Η ανάθεση
Βρισκόμαστε στα τέλη του 1894, ένα χρόνο μετά το "Δυστυχώς επτωχεύσαμεν". Παρά τη σταθερή κοινοβουλευτική της πλειοψηφία, η κυβέρνηση Τρικούπη είναι αναγκασμένη να επιβάλει επαχθείς φόρους για να αντεπεξέλθει στην υπερχρέωση της χώρας. Στο φύλλο 486 του Ρωμηού (12 Νοεμβρίου 1894), ο Φασουλής και ο Περικλέτος, φιγούρες από το κουκλοθέατρο και μόνιμοι ήρωες του Ρωμηού, σχολιάζουν το μέγα θέμα της επικαιρότητας, την απόφαση για τέλεση των Ολυμπιακών Αγώνων το 1896 στην Ελλάδα.
-- Θάρρος, καημένε Περικλή, κι η μέρα ξημερώνει
που θα ξυπνήσουν την ηχώ των λόφων των ερήμων
παιάνες νέων αθλητών και παλαιστών αλκίμων,
από παντού της ράτσας μας θα φθάσουν θιασώται,
προσπάθησε δε, Περικλή, να ζήσης έως τότε
κι όλων των ζώων τους ορούς να πίνεις μονορούφι,
αλλιώς καθένας θα σε πει μισέλληνα μαγκούφη,
που βρήκες την περίσταση για να τα κακαρώσεις
πριν των ιοστεφάνων μας τις φέστες καμαρώσεις.
-- Θα κάνω κούρα, Φασουλή, μη στάξει και μη βρέξει
για να προφθάσω ζωντανός το ενενηνταέξη
-- Ηλθε κι ο φίλος Κουβερτέν, ο Γάλλος ο Βαρόνος,
και στου Συλλόγου "Παρνασσού" εφώναξε το βήμα
πως την Ελλάδ' αθάνατος την περιμένει χρόνος
κι οι δόξες θάβγουν οι παλιές μέσ' από κάθε μνήμα.
Κι εγώ που λες εστάθηκα στον ρήτορα καρσί
κι αυτός μιλούσε, μάτια μου, τα Γαλλικά φαρσί,
κι εγώ που το κατάφερα να μην τον καταλάβω
εφώναξα με τους λοιπούς "Βαρόνε, μπράβο μπράβο",
και λόγ' ηκούσθησαν θερμοί στομάχων κεχηνότων
κι όλοι τον χειροκρότησαν οι Μαραθωνομάχοι,
για νάναι δε, βρε Περικλή, φιλέλλην εκ των πρώτων
Ελληνικά χρεώγραφα πιστεύω πως δεν θάχη.
(…)
Και μη νομίζης Περικλή, πως μπόλικον Αργύρη
προθύμως θα ξοδέψωμε γι' αυτό το πανηγύρι.
Για τους αγώνες μηδεμιά δεν θα γενή θυσία,
με χρήματα την δόξα των δεν θα την κηλιδώσωμε,
και τούτους θα τους βγάλωμε εις την δημοπρασία
κι όποιος τους πάρει πιο φτηνά σ' εκείνον θα τους δώσωμε.
Η μεν Ελλάς το Στάδιον προσφέρει των προγόνων
κι ας δώσουν άλλοι τον παρά προς πέρας των αγώνων.
και ο Σουρής φαντάζεται τους αγώνες:
πάλιν ο Λόρδος προχωρεί εκ μέσου των ομίλων
κι όπως ο περιβόητος Κροτωνιάτης Μίλων
φορτώνεται τους δανειστάς αντί βωδιών στον ώμο
κι αμέσως παίρνει δρόμο
και τρεις φορές το Στάδιον με τούτους φέρνει γύρα
κι όλοι φωνάζουν "ελελεύ, αθάνατε Σωτήρα"
(…)
Αλλ' όμως και μουφλούζηδες κοιτάζω λεγεώνας
που παίζουν Καραϊσκο,
να βγαίνουν πρώτοι νικηταί εις όλους τους αγώνας
προπάντων δε στον Δίσκο.
(…)
Αλλ' όμως και κολυμβητών παράποτε σπανίων
κατέρχεται φουσάτο,
ο δε Τρικούπης κολυμπά εις πέλαγος δανείων
χωρίς να βρίσκει πάτο.
Οικονομικά προβλήματα
Οσο κι αν η διοργάνωση εκείνων των πρώτων Ολυμπιακών Αγώνων ήταν σπαρτιατική σε σύγκριση με τον σημερινό γιγαντισμό, το οικονομικό κόστος ήταν υπερβολικό για την ελληνική οικονομία. Μια λύση (που δυστυχώς δεν υπάρχει σήμερα!) αποτελούσαν οι ευεργέτες. Ο διάδοχος Κωνσταντίνος απευθύνει επιστολή στον Αβέρωφ, ο οποίος προσφέρεται να καλύψει τα έξοδα για την επιμαρμάρωση του Παναθηναϊκού Σταδίου, και ο Φασουλής του Σουρή σατιρίζει στο φύλλο 507 του Ρωμηού (8 Απριλίου 1895).
Προς τον Αβέρωφ επιστολή
του κακομοίρη του Φασουλή
Αμάν, Αβέρωφ, σώσε μας και βοηθός γενού
να κουτουλήσ' η δόξα μας με τ'άστρα τ' ουρανού
κι όταν κοτζάμ Διάδοχος σου γράφη κοπλιμέντα
κι όλος Υμέτερος προς σε δια παντός πως μένει,
άνοιξε το κεμέρι σου χωρίς πολλή κουβέντα
κι ας είναι κάθε λέξις του ακριβοπληρωμένη.
Του κράτους την υπόληψιν θέλεις δεν θέλεις, σώσε,
αν δε και γράμμα δεύτερον σου στείλουν ως το πρώτον,
ας πάει το παλιάμπελο κι ό,τι κι αν έχεις δώσε
προς χάριν των Αγώνων μας και της μητρός των φώτων.
Κι αν των Αγώνων η πομπή και σε χρεωκοπήσει
αλλ' όμως μυριόστομος, Αβέρωφ, θα σαλπίσει
κι εις Δύσιν κι εις Ανατολήν η φήμη τ' όνομά σου
και θα καυχάσαι διαρκώς για το κατόρθωμά σου.
Κι αν καταντήσεις να μας λες με τον ντορβά στον ώμο
"δώστε στον ευεργέτη σας δυο ψίχουλα ψωμιού"
αλλ' όμως θα σε δείχνωμε μ' ευλάβεια στον δρόμο
κι έτσι το στόμα θα μιλεί του καθενός Ρωμηού:
"Βλέπεις αυτόν τον φουκαρά, που με ντορβά γυρίζει
και κρυφομουρμουρίζει
για την κακή κατάντια του και τον πικρό καημό του;…
Κροίσος ελέγετο ποτέ κι είχ' ευεργέτου πόζα,
αλλ' όμως ο Διάδοχος τον πήρε στον λαιμό του
με γράμματα Βασιλικά πολύ κοπλιμεντόζα,
κι απεμαρμάρωσε λαμπρώς τα Στάδια προγόνων
και θύμ' απέμειν' ένδοξον αρχαϊκών αγώνων."
Αμάν, Αβέρωφ, σώσε μας και βοηθός γενού
να σκούξωμ' έξω νου
Η ψωροκώσταινα πατρίς και πάλιν κοκορεύεται,
άσβεστος κρύπτεται πυρά στης δόξης το καμίνι,
και Στάδια μαρμάρινα κι αγώνας ονειρεύεται
αν κι εκ της πείνας μάρμαρο προώρισται να μείνει.
Στο μεταξύ, η κυβέρνηση Τρικούπη έχει πέσει και την εξουσία έχει αναλάβει ο Θεόδ. Δηλιγιάννης. Η κατάσταση της οικονομίας προχωρεί προς το χειρότερο, και ο Σουρής αναφέρεται εν παρόδω συχνά στους Ολυμπιακούς Αγώνες, όπως στο φ. 524 (21 Οκτωβρίου 1895), όπου εμφανίζει τον βασιλιά της Πορτογαλίας να λέει τα ακόλουθα στον βασιλέα Γεώργιο:
Φαντάζομαι το κράτος σου Παράδεισον επίγειον
και δίχως ισοζύγιον
σφοδρός δε πόθος, αδελφέ, με διαφλέγει τώρα
να φύγω απ' εδώ
και την φυλήν να δω,
που δεν χαλά το κέφι της των δανεικών η ψώρα,
κι Αγώνας Ολυμπιακούς
στο μέλλον ετοιμάζει,
αλλά κι εκείνους δανεικούς
κι ο κόσμος την τρομάζει.
Οι αγώνες
Φτάνει επιτέλους η μέρα της έναρξης των Αγώνων, η 25η Μαρτίου 1896. Παρά τη μικρή αριθμητικά συμμετοχή τους, οι Αμερικανοί κατακτούν τα περισσότερα χρυσά μετάλλια, ενώ η Ελλάδα έρχεται δεύτερη. Σχολιάζει ο Σουρής στο φύλλο 547 του Ρωμηού (30 Μαρτίου 1896):
Υμνους αναξιφόρμιγγας, βρε Περικλή, θα ψάλω
και δι' Αγώνας διεθνείς τον σβέρκο μου θα βγάλω.
Τίνα μεγάλον ήρωα, τίν' άνδρα κελαδήσομεν;
ελάτε βάρη ν' άρωμεν, ελάτε να πηδήσωμεν,
και να παρακαλέσωμεν με δίσκους εις το χέρι
Αβέρωφ τον περίδοξον να λύσει το κεμέρι,
κι ολάκερο το Στάδιο μαρμάρινο να κάνει
για ν' αλωνίζουν Κόννολυ και Φλακ κι Αμερικάνοι.
(…)
Ποία ρώμη, ποίον νείκος!…
θέλεις άλμα κατά μήκος,
θέλεις άλμα κατά πλάτος;
πρώτος και τα δυο τα κάνει
και κερδίζει το στεφάνι
Θοδωρής ο κορδονάτος.
(…)
Αν ρωτάς και για τη σφαίρα
πρώτος είναι κι εκεί πέρα,
κι όταν δανεισταί τον δουν
εις το χέρι να την πάρει,
τρέμουν μην την αμολάρει
και τα γένεια των μαδούν.
Πιο κάτω, ο Σουρής σατιρίζει τον τρόπο με τον οποίο αντιμετώπισε τους αγώνες ο μέσος Έλληνας:
Αγώνες, που ξετίναξε καθένας τα χαλιά του
και ξένους επερίμενε την τύχη του να κάνει,
Αγώνες, που παραίτησε καθένας τη δουλειά του
και με πηλάλες δυνατές στον Μαραθώνα φθάνει.
Αγώνες, που κατήντησε η των προγόνων δόξα
για τους συγχρόνους λόξα,
Αγώνες, που μας ζούρλανε το τόσο μας ονόρε
και κόσμος πάει κι έρχεται στης Αθηνάς το φιόρε,
Αγώνες, που δεν βρίσκεται κανείς να σωφρονίσει
της ράτσας της Ρωμαίικης τ' ακράτητα παιδιά,
Αγώνες, οπού νόμισαν και στο Βαθρακονήσι
πως θα νοικιάσουν κάμαρες δυο λίρες την βραδυά.
Αγώνες, οπού πίστεψαν πολλοί μες στην Αθήνα
ότι μονάχα τό'ν'αυγό θα πάει μια στερλίνα,
Αγώνες, που πτερώνεται το φρόνημα του γένους
κι οι γάτες κάνουν άλματα ψηλά στα κεραμίδια,
Αγώνες, οπού φύλαξαν καμπόσοι για τους ξένους
τα ψάρια των, τα χάβαρα, τις πίνες και τα μύδια.
Αγώνες, πούδειξε μικρό τον κάθε κουνενέ
η γη μας η μεγάλη
κι ο Πύργος διεσπάθισε τον Γάλλον Περρονέ
μεθ' όσης τέχνης άλλοι
διασπαθίζουν φανερά
των φουκαράδων τον παρά.
Αγώνες, που κουνήθηκε και τούτο το ρημάδι,
που πρώτος ο Καρασεβντάς εβγήκε στο σημάδι,
κι εις όλους άναψε σεβντά το γέρας του κοτίνου
κι ας βάλη το χεράκι της η Παναγιά της Τήνου.
(…)
Αγώνες, που με σώματα παρέστημεν ακμαία
κι εθάμβωσε μισέλληνας η πάγκαλος αλκή μας,
μα πάντ' Αμερικάνικη σηκώνετο σημαία
μ' ελπίδα πως θα σηκωθεί στο μέλλον κι η δική μας.
Αγώνες, οπού λύσσαξαν τα ξένα τα σκυλιά
και τον μπελά μας βρήκαμε με τους Αμερικάνους,
μα βάλαμε της φίλης μας Ευρώπης τα γυαλιά
και τους δευτέρους πήραμε περιφανείς στεφάνους.
Παρά τα πολλά ελληνικά χρυσά μετάλλια, οι θεατές ήταν απογοητευμένοι επειδή δεν είχαμε κερδίσει καμιά πρώτη νίκη σε αγωνίσματα στίβου. Στο τελευταίο αγώνισμα, τον Μαραθώνιο, ήρθε ο θρίαμβος του Σπύρου Λούη να αναπτερώσει το φρόνημα όλων, και ο Σουρής προλαβαίνει να τυπώσει στην τελευταία σελίδα του ίδιου φύλλου τη χαρμόσυνη είδηση:
Τελευταία ώρα
με μεγάλη φόρα
Τον νικητήριον χορόν και συ, "Ρωμηέ" μου, σύρε…
τον δρόμον τον περίδοξον, που χίλιους δούλους κάνει,
Αμαρουσιώτης κρατερός, ο Λούης τον επήρε,
κι ολόκληρον το Στάδιον φρενήρες εξεμάνη.
Ύμνους Πινδάρου σήμερον ο Λούης ας ακούσει…
Ζήτω το Γένος, ο Λαός, το Στέμμα, το Μαρούσι.
Οι Αγώνες πέρασαν γρήγορα, μόλις και μετά βίας διάρκεσαν 10 μέρες. Κατα σύμπτωση, την ίδια σχεδόν στιγμή των πανηγυρισμών για τη νίκη του Λούη, φτάνει στην Αθήνα η είδηση του θανάτου του Χαριλάου Τρικούπη στις Κάννες. Μετά την ήττα του στις εκλογές, ο μεγάλος πολιτικός είχε απογοητευμένος εγκαταλείψει την Ελλάδα. Η πρώτη σελίδα του επόμενου φύλλου (548) του Ρωμηού κοσμείται ολόκληρη από την εικόνα του εκλιπόντος μέσα σε μαύρο πένθιμο πλαίσιο. Ωστόσο, οι εσωτερικές σελίδες σχολιάζουν τον απόηχο της νίκης του Λούη, που δεν έχει ακόμα κοπάσει…
μα τώρα νενικήκαμεν και δεν με μέλει δράμι
αν μια για πάντα της Βουλής κλεισθεί το Παρλαμέντο
κι αν κάνωμ' εκατό φορές καινούργιο φαλιμέντο.
--Μέσα σε τούτη την κοινή Μαραθωνομανία,
οπού καθείς φρενιάζει,
κι εμένα δεν με νοιάζει,
αν παν οι παλιο-Βούλγαροι μες στην Μακεδονία.
Εμπρός στον Μαραθώνιον Βουλγάρους ποιος κοιτά;
κι αν νέος Ξέρξης στρατιάς στον Μαραθώνα στείλει,
αλλ' όμως κάποιος θα βρεθεί με πόδια δυνατά
να σπεύσει την επιδρομήν εγκαίρως ν'αναγγείλει.
και πιο κάτω, ο Σουρής απευθύνεται στον Λούη, λέγοντάς του:
Ψάλλω κι εγώ ευγνώμων
τον Μαραθωνοδρόμον
Ω νικητών απόγονε κι Αμαρουσίου θρέμμα,
έστεψε τους θριάμβους σου το θριαμβεύον Στέμμα,
Διάδοχοι και Πρίγκηπες σ' επήραν αγκαλιά,
ξένες περιηγήτριες σ' εχόρτασαν φιλιά,
κι ίσως, λεβέντη χωρικέ και πρώτο παλληκάρι,
καμμία Μις παράξενη θελήσει να σε πάρει.
(…)
μα συ γι' αυτά κι αυτά
μη δίνεις δυο λεφτά.
Άκου με φλέγμα στωικόν το τι καθείς σου ψάλλει
και μην αφήνεις το τσαπί
για ν' αποδείξεις, τσελεπή,
πως έχεις σαν τα πόδια σου γερό και το κεφάλι.
Το κάθε θάμα τρεις ημέρες και το μεγάλο τέσσερις, λέει ο λαός μας. Έτσι, τόσο η νίκη του Λούη, που έγινε και παροιμιώδης έκφραση, όσο και ο θάνατος του Τρικούπη, έφυγαν μοιραία από το προσκήνιο της επικαιρότητας και από τις σελίδες του Ρωμηού. Εναν χρόνο αργότερα, η χώρα γνώριζε την ατιμωτική ήττα του '97. Οι Αγώνες δεν ήταν πανάκεια για όλα τα προβλήματα…
ΑΝ ΘΥΜΗΘΕΙΣ Τ' ΟΝΕΙΡΟ ΜΟΥ
Μουσική: Μίκης Θεοδωράκης
Στίχοι: Νίκος Γκάτσος
Στην αγκαλιά μου κι απόψε σαν άστρο κοιμήσου
δεν απομένει στον κόσμο ελπίδα καμιά
τώρα που η νύχτα κεντά με φιλιά το κορμί σου
μέτρα τον πόνο κι άσε με μόνο στην ερημιά
Αν θυμηθείς τ' όνειρό μου
σε περιμένω να 'ρθεις
μ' ένα τραγούδι του δρόμου να ρθεις όνειρό μου
το καλοκαίρι που λάμπει τ' αστέρι με φως να ντυθείς
ΚΑΒΑΔΙΑΣ ΝΙΚΟΣ
MAL DU DEPART
Θα μείνω πάντα ιδανικός και ανάξιος εραστής
των μακρυσμένων ταξιδιών και των γαλάζιων πόντων,
και θα πεθάνω μια βραδιά, σαν όλες τις βραδιές,
χωρίς να σχίσω τη θολή γραμμή των οριζόντων.
Για το Μαδράς , τη Σιγγαπούρ, τ΄Αλγέρι και το Σφάξ
θ΄αναχωρούν σαν πάντοτε περήφανα τα πλοία,
κι εγώ σκυφτός σ΄ένα γραφείο με χάρτες ναυτικούς,
θα κάνω αθροισεις σε χοντρά λογιστικά βιβλία.
Θα πάψω πια για μακρινά ταξίδια να μιλώ,
οι φίλοι θα νομίζουνε πως τά ΄χω πια ξεχάσει,
κι η μάνα μου, χαρούμενη, θα λέει σ΄όποιον ρωτά:
"Ήταν μια λόξα νεανική, μα τώρα έχει περάσει..."
Μα ο εαυτός μου μια βραδιάν εμπρός μου θα υψωθεί
και λόγο, ως ένας δικαστής στυγνός, θα μου ζητήσει,
κι αυτό το ανάξιο χέρι μου πού τρέμει θα οπλιστεί,
θα σημαδέψει, κι άφοβα το φταίχτη θα κτυπήσει.
Κι εγώ, που τόσο επόθησα μια μέρα να ταφώ
σε κάποια θάλασσα βαθιά στις μακρινές Ινδίες,
θά ΄χω ένα θάνατο κοινό και θλιβερό πολύ
και μια κηδεία σαν των πολλών ανθρώπων τις κηδείες.
Σταύρος Ξαρχάκος
Ένα πρωινό η Παναγιά μου
θα 'ρθει να με βρει στην ακρογιαλιά
πέλαγο κρυφό τα όνειρα μου
κι έστειλες εσύ βάρκα με πανί
Πόσο σ' αγαπώ κανείς δεν ξέρει
κι αν θα μ' αγαπάς μικρό μου ταίρι
καλοκαιρινό σ' αγαπώ
|
Θα σταθείς ψηλά στο παραθύρι
πάνω στα μαλλιά άστρα του νοτιά
έχει η Παναγιά καραβοκύρη
να μας πάει μακριά πέρα απ' τη στεριά
Μη μιλάς άλλο γι’ αγάπη
Διονύσης Σαββόπουλος
Μία η άνοιξη
ένα το σύννεφο
χρυσή η βροχή
βροχή που χόρευε
σε κάμπο ώριμο
ως το πρωί
Σαν στάχυα έλυσες
πάνω στους ώμους μου
χρυσά μαλλιά
σαν στάχυ χόρευες
σαν στάχυα αμέτρητα
ήταν τα φιλιά
Μη μιλάς άλλο γι' αγάπη
η αγάπη είναι παντού
στη καρδιά μας στη ματιά μας
τρώει τα χείλη τρώει το νου
όταν θα' χωμε υποφέρει
καλημέρα θα μας πεί
θα μας φύγει θα ξανάρθει
κι όλο πάλι απ' την αρχή
|
Μία η θάλασσα
ένας ο ήλιος της
γλάροι λευκοί
ήλιος και θάλασσα
γλυκό κορίτσι μου
ζεστό πρωί
Πρωί κι ορθάνοιξα
τα δυο σου πέταλα
μ' ένα φιλί
κι εσύ μου χάρισες
όλη την άνοιξη
σ' ένα κορμί
Χθες ήταν έρωτας
χθες ήταν σύννεφο
χρυσή βροχή
χθες ήταν θάλασσα
γλάρος που χόρευε
με το πρωί
Τώρα είν' η σιωπή
τώρα είν' η λησμονιά
κι ο χωρισμός
κι όλα τ' αστέρια του
θαρρείς πως έσβησε
ο ουρανός
Πορφύρας Λάμπρος
[Σύψωμος Δημήτριος]
Το Xαμόγελο
Ωραία γυναίκα, το τρελλό το γέλιο σου διαβαίνει,
σα μάταιος ήχος και σκορπά, κι ούτε μια ηχώ ξυπνά
στην ακατάδεχτη καρδιά, που αγάπη τήνε δένει
μ' αθώα χαμόγελα βουβά.
M' αυτά που δείχνουνε χαρά, με κάποια που σκεπάζουν
τον πόνο τους αμίλητον οι ευγενικές ψυχές,
μ' εκείνα που μαραίνονται κρυφά και ξεθωριάζουν,
σ' αρχαίες εικόνες σκοτεινές,
Kαι μ' όσα ακόμα ούτε αλαφρά δε σκίζουνε τα χείλη,
κι αστράφτουν μόνο στων ματιών βαθιά τη σιγαλιά,
ωσάν τ' αντιφεγγίσματα που απλώνονται το δείλι
στην πελαγίσιαν ερημιά...
Αναγνωστάκης Μανόλης 07.10.04
Νέοι της Σιδώνος
Kανονικά δεν πρέπει νάχουμε παράπονο
Kαλή κι εγκάρδια η συντροφιά σας, όλο νιάτα,
Kορίτσια δροσερά- αρτιμελή αγόρια
Γεμάτα πάθος κι έρωτα για τη ζωή και για τη δράση.
Kαλά, με νόημα και ζουμί και τα τραγούδια σας
Tόσο, μα τόσο ανθρώπινα, συγκινημένα,
Για τα παιδάκια που πεθαίνουν σ' άλλην Ήπειρο
Για ήρωες που σκοτωθήκαν σ' άλλα χρόνια,
Για επαναστάτες Mαύρους, Πράσινους, Kιτρινωπούς,
Για τον καημό του εν γένει πάσχοντος Aνθρώπου.
Iδιαιτέρως σάς τιμά τούτη η συμμετοχή
Στην προβληματική και στους αγώνες του καιρού μας
Δίνετε ένα άμεσο παρών και δραστικό- κατόπιν τούτου
Nομίζω δικαιούσθε με το παραπάνω
Δυο δυο, τρεις τρεις, να παίξετε, να ερωτευθείτε,
Kαι να ξεσκάσετε, αδελφέ, μετά από τόση κούραση.
(Mας γέρασαν προώρως Γιώργο, το κατάλαβες;)
Σεφέρης Γιώργος
Άρνηση
Στο περιγιάλι το κρυφό
κι άσπρο σαν περιστέρι
διψάσαμε το μεσημέρι·
μα το νερό γλυφό.
Πάνω στην άμμο την ξανθή
γράψαμε τ' όνομά της·
ωραία που φύσηξεν ο μπάτης
και σβύστηκε η γραφή.
Mε τι καρδιά, με τι πνοή,
τι πόθους και τι πάθος,
πήραμε τη ζωή μας· λάθος!
κι αλλάξαμε ζωή
ΑΧΘΟΣ ΑΡΟΥΡΗΣ
Ο εργοστασιάρχης στον Παράδεισο
'Αη Πέτρο! βγάλ' το καντινάτσο,
τράβα την πόρτα στα καρούλια
κι άνοιχ' τη διάπλατη να μπω.
Συγχωροχάρτια φέρνω μάτσο
για φαγωμένα μεροδούλια
κι ό,τι σημάδι μου θαμπό
το καθαρίσαν οι παπάδες
με λειτουργιές και με λαμπάδες.
Κι αν έκανα σα νέος τρέλλες
κι αν παραγλέντησα με νιές,
(δεν είμαστε όλοι μας Χριστοί)
λογάριασε πόσες κοπέλες
που τσ' είχα "μεταχειριστεί"
τις βόλεψα με προξενιές
κι έδωκα προίκα μετρητή
σ' αυτές και στον προξενητή.
'Εκανα κάμποσα καλά
στη ζήση μου την περασμένη
και τώρα πού' ρθα εδώ ψηλά
με γέλιο καλωσόρισέ με
ψήσε καφέ και κέρασέ με,
κι αφού πια τίποτα δε μένει
Αη Πέτρο, βγαλ' το καντινάτσο
στο πλάι του Χριστού να κάτσω.
ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ 13.10.04
(από τον Ήλιο τον Πρώτο)
Κάτω στης μαργαρίτας το αλωνάκι
Στήσαν χορό τρελό τα μελισσόπουλα
Ιδρώνει ο ήλιος τρέμει το νερό
Φωτιάς σουσάμια σιγοπέφτουνε
Στάχυα ψηλά λυγίζουνε τον μελαψό ουρανό.
Με χείλια μπρούντζινα κορμιά γυμνά
Τσουρουφλισμένα στο τσακμάκι του οίστρου
Εε! εε! Τραντάζοντας διαβαίνουν οι αμαξάδες
Στο λάδι της κατηφοριάς τ' αλόγατα βουλιάζουν
Τ' αλόγατα ονειρεύονται
Μια πολιτεία δροσερή με γούρνες μαρμαρένιες
Ένα τριφύλλι σύννεφο έτοιμο να χυθεί
Στους λόφους των λιγνών δέντρων που ζεματάν τ' αυτιά τους
Στα ντέφια των μεγάλων κάμπων που χοροπηδάν τις
καβαλίνες τους.
Πέρα μες στα χρυσά νταριά κοιμούνται αγοροκόριτσα
Ο ύπνος τους μυρίζει πυρκαγιά
Στα δόντια τους ο ήλιος σπαρταράει
Απ' τη μασχάλη τους γλυκά στάζει το μοσχοκάρυδο
Κι η άχνα πιωμένη με βαριές χτυπιές παραπατά
Στην αζαλιά στην έλισσα και στη μοσκοϊτιά!
14.10.04
ΝΙΚΟΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ
A BORD DE L’ « ASPASIA »
Ταξίδευες κυνηγημένη από τη μοίρα σου
για την κατάλευκη μα πένθιμη Ελβετία,
πάντα στο deck, σε μια σαίζ-λόγκ πεσμένη, κάτωχρη
απ’ τη γνωστή και θλιβερότατην αιτία.
Πάντοτε ανήσυχα οι δικοί σου σε τριγύριζαν,
μα εσύ κοιτάζοντας τα μάκρη αδιαφορούσες.
Σ’ ό,τι σου λέγαν πικρογέλαγες, γιατί ένοιωθες
πώς για τη χώρα του θανάτου οδοιπορούσες.
Κάποια βραδιά, που από το Στρόμπολι περνούσαμε,
είπες σε κάποιον γελαστή σε τόνο αστείου :
« Πώς μοιάζει τ’ άρρωστο κορμί μου, καθώς καίγεται,
με την κορφή τη φλεγομένη του ηφαιστείου! »
Ύστερα σ’ είδα στη Μαρσίλια σαν εχάθηκες
μέσα στο θόρυβο χωρίς να στρέψεις πίσω.
Κι εγώ, που μόνο την υγρήν έκταση αγάπησα,
λέω πως εσένα θα μπορούσα ν’ αγαπήσω.
Σκαρίμπας Γιάννης
Φαντασία
Nάναι σα να μας σπρώχνει ένας αέρας μαζί
προς έναν δρόμο φειδωτό που σβει στα χάη,
και σένα του καπέλλου σου βαμμένη φανταιζί
κάποια κορδέλλα του, τρελλά να χαιρετάει.
Kαι νάν’ σαν κάτι να μου λες, κάτι ωραίο κοντά
γι’ άστρα τη ζώνη που πηδάν των νύχτιων φόντων,
κι’ αυτός ο άνεμος τρελλά, –τρελλά να μας σκουντά
όλο προς τη γραμμή των οριζόντων.
Kι’ όλο να λες, να λες, στα θάμβη της νυκτός
για ένα –με γυάλινα πανιά– πλοίο που πάει
όλο βαθειά, όλο βαθειά, όσο που πέφτει εκτός :
όξ’ απ’ τον κύκλο των νερών –στα χάη.
Kι’ όλο να πνέει, να μας ωθεί αυτός ο αέρας μαζί
πέρ’ από τόπους και καιρούς έως ότου –φως μου–
–καθώς τρελλά θα χαιρετάει κείν’ η κορδέλλα η φανταιζί,–
βγούμε απ’ την τρικυμία αυτού του κόσμου…
ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ
απόσπασμα από τον ΕΡΩΤΙΚΟ ΛΟΓΟ, Γ'
Ω σκοτεινό ανατρίχιασμα στη ρίζα και στα φύλλα!
Πρόβαλε ανάστημα άγρυπνο στο πλήθος της σιωπής
σήκωσε το κεφάλι σου από τα χέρια τα καμπύλα
το θέλημά σου να γενεί και να μου ξαναπείς
τα λόγια που άγγιζαν και σμίγαν το αίμα σαν αγκάλη
κι ας γείρει ο πόθος σου βαθύς σαν ίσκιος καρυδιάς
και να μας πλημμυράει με των μαλλιών σου τη σπατάλη
από το χνούδι του φιλιού στα φύλλα της καρδιάς.
Χαμήλωναν τα μάτια σου κι είχες το χαμογέλιο
που ανιστορούσαν ταπεινά ζωγράφοι αλλοτινοί.
Λησμονημένο ανάγνωσμα σ' ένα παλιό ευαγγέλιο
το μίλημά σου ανάσαινε κι η ανάλαφρη φωνή:
"Είναι το πέρασμα του χρόνου σιγαλό κι απόκοσμο
κι ο πόνος απαλά μες στην ψυχή μου λάμνει
χαράζει η αυγή τον ουρανό, τ' όνειρο μένει απόντιστο
κι είναι σαν να διαβαίνουν μυρωμένοι θάμνοι.
Με του ματιού τ' αλάφιασμα, με του κορμιού το ρόδισμα
ξυπνούν και κατεβαίνουν σμάρι περιστέρια
με περιπλέκει χαμηλό το κυκλωτό φτερούγισμα
ανθρώπινο άγγιγμα στο κόρφο μου τ' αστέρια.
Την ακοή μου ως να 'σμιξε κοχύλι βουίζει ο αντίδικος
μακρινός κι αξεδιάλυτος του κόσμου ο θρήνος
μα είναι στιγμές και σβήνουνται και βασιλεύει δίκλωνος
ο λογισμός του πόθου μου, μόνος εκείνος.
Λες κι είχα αναστηθεί γυμνή σε μια παρμένη θύμηση
σαν ήρθες γνώριμος και ξένος, ακριβέ μου
να μου χαρίσεις γέρνοντας την απέραντη λύτρωση
που γύρευα από τα γοργά σείστρα του ανέμου..."
Το ραγισμένο ηλιόγερμα λιγόστεψε κι εχάθη
κι έμοιαζε πλάνη να ζητάς τα δώρα τ' ουρανού.
Χαμήλωναν τα μάτια σου. Του φεγγαριού τ' αγκάθι
βλάστησε και φοβήθηκες τους ίσκιους του βουνού.
...Μες στον καθρέφτη η αγάπη μας, πώς πάει και λιγοστεύει
μέσα στον ύπνο τα όνειρα, σκολειό της λησμονιάς
μέσα στα βάθη του καιρού, πώς η καρδιά στενεύει
και χάνεται στο λίκνισμα μιας ξένης αγκαλιάς...
ΝΙΚΟΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ Ντίνα, 22.10.04
ΟΙ ΓΑΤΕΣ
Οι ναυτικοί στα φορτηγά πάντα μια γάτα τρέφουν,
που τη λατρεύουνε, χωρίς να ξέρουν το γιατί,
κι αυτή , σαν απ τη βάρδια τους σχολάνε κουρασμένοι,
περήφανη στα πόδια τους θα τρέξει να τριφτεί.
Είναι περήφανη κι οκνή, καθώς όλες οι γάτες,
κι είναι τα γκρίζα μάτια της γιομάτα ηλεκτρισμό
κι όπως χαϊδεύουν απαλά τη ράχη της, νομίζεις
πως αναλύεται σένα αργό και ηδονικό σπασμό.
Στο ρεμβασμό και στο θυμό με τη γυναίκα μοιάζει
κι οι ναύτες περισσότερο την αγαπούν γι αυτό,
κι όταν αργά και ράθυμα στα μάτια τους κοιτάζει,
θαρρείς έναν παράξενο πως φέρνει πυρετό.
Της έχουν πάντα στο λαιμό μια μπακιρένια γύρα,
για του σίδερου την κακήν αρρώστια φυλακτό,
χωρίς όμως, αλίμονο, ποτέ να κατορθώνουν
να την φυλάξουν απ το μαύρο θάνατο μ αυτό
Γιατί είναι τ άγρια μάτια της υγρά κι ηλεκτρισμένα
κι έτσι άθελα το σίδερο το μαύρο τα τραβά
κι ουρλιάζοντας τρελαίνεται σ ένα σημείο κοιτώντας
φέρνοντας δάκρυα σκοτεινά στους ναύτες και βουβά.
Λίγο πριν απ τον θάνατον από τους ναύτες ένας
-αυτός οπού δε πράματα στη ζήση του φρικτά-
χαϊδεύοντας την, μια στιγμή στα μάτια την κοιτάζει
κι ύστερα μες στη θάλασσα την άγρια την πετά.
Και τότε οι ναύτες, που πολύ σπάνια λυγά η καρδιά τους,
πάνε στην πλώρη ν κρυφτούν με την καρδιά σφικτή,
γεμάτη μια παράξενη πικρία που όλο δαγκώνει,
σαν όταν χάνουμε θερμή γυναίκα αγαπητή.
Γ ΔΡΟΣΙΝΗΣ 22.10.04
Η ΑΜΑΡΤΩΛΗ
Παπά, αν έρθει μια μελαχρινή
να την ξομολογήσεις
κοντούλα, αφράτη, με γλυκιά φωνή,
πρόσεξε, μην τυχόν και την αφήσεις
να μεταλάβει η αμαρτωλή!
Δε νήστεψε μια μέρα το φιλί!
ΑΝΕΒΑΙΝΟΝΤΑΣ ΣΤΟΝ ΟΛΥΜΠΟ (αποσπάσματα)
Του Άγγελου Σικελιανού
Για να γνωρίσω τους θεούς σου
άνοιξα μόνος μου το δρόμο,
για όλο μου το δρόμο
την απόφασή μου παίρνοντας
ωσά μονάκριβο καρπό
για να δροσίζω, στις ακρότατες στιγμές
της δίψας μου, τα χείλια!
Όλυμπε, ανήφορε του Δία,
το χώμα σου είναι μαύρο
ζυμωμένο μ’ όλα τα χινόπωρα
των καστανιών και των πλατάνων,
και το πόδι χώνεται βαθύτερα από το ‘στραγάλι
για να σ’ ανεβεί!
Αδιάκοπα
με το μαχαίρι
-δαφνοτόμος
κισσοτόμος-
πρέπει να κόβει το στενό του μονοπάτι
μες απ’ τα παλιούρια
όποιος γυρέψει να σε ιδεί!
Κι απάνωθέ του σα λυροχορδές
οι κληματίδες αμποδάνε να διαβεί
Ώ νήπιε Δία!
Καθώς μια μέρα
ταξιδεύοντας στην Ήπειρον
άκουσα ξάφνου μια βοή κρυφή
μια μουσική χλαλοή μικρών φτερών να τρέμει μες στον αέρα
και δεν ήξερα από πού,
αλλά ψάχνοντας
ηύρα ένα βράχο πιο γλιστερό από φίλντισι
σαν αιώνων καταρράκτες να περάσανε από πάνω του
που αλλαξοδρόμησαν
αφήνοντάς τον πισωθέ τους στη γυμνή τελειότητα,
και σκύβοντας στη μέση του
που ανοίγονταν βαθιά σαν αργυρό λεβέτι
Είδα στο βάθος έν’ αγριομελίσσι να σαλεύει αδιάκοπα ως πηγή’
έτσι κι η κούνια Σου στ’ ωραίο βουνό
εβούιζεν όλη
απ’ τ’ αγριοπερίστερα όπου Σού ’φερναν στα ράμφη τους
το μέλι των ανθών της γης!
Πατέρα Δία΄
αν οι ιερείς σου κάθε χρόνο
στην κορφή του Ολύμπου
όπου ποτέ δεν πνέει ο άνεμος
γράφουνε στην απλωμένη στάχτη των θυσιών
την υψηλή τους προσευχή
και τηνε βρίσκουν άγγιχτη τον άλλο χρόνο
καθώς τη στιγμή που με το δάκτυλο
εχαράξανε τα λόγια της
κι αν οι καρποί,
που ολόγυρα απιθώνουν αφιερώματα,
κρατούνε ολοχρονίς ολόδροσοι
καθώς την ώρα που εκοπήκανε από το κλαδί
πόσο περισσότερο ο καλός μου Λόγος
ποτισμένος τη δροσιά,
που ωσά βαρύ ροδάκινο μες στο νερό
αστράφτει όμοια ασημένια σφαίρα,
δε θα μείνει αιώνιος
όπου κι όπως
στην κορφή του Ολύμπου τον απίθωσα!
Ο Κώστας Κρυστάλλης γεννήθηκε στο Συρράκο των Ιωαννίνων. Το Συρράκο θα επισκεφθούμε το 3ήμερο 28,29 και 30/10. Είναι ένα αντιπροσωπευτικό του ποίημα και αξίζει να τον τιμήσουμε μ' αυτό...
Το κέντημα του μαντηλιού
του Κώστα Κρυστάλλη
Στην άκρη του γιαλού ξανθή κάθεται κόρη
κι ωριόπλουμο λευκό χρυσοκεντάει μαντίλι,
μαντίλι του γαμπρού, του γάμου της κανίσκι.
Την θάλασσα κεντάει, με τα νησιά της όλα,
κεντάει τον ουρανό με τα λαμπρά του αστέρια,
τη γη με τα πολλά και με τα ωραία λουλούδια,
κεντάει κ' ένα βουνό, ψηλό ψηλό και μέγα:
το χάραμα γλυκά προβάλει στην κορφή του
και βάφεται η κορφή και τ' ουρανού η λουρίδα
ροδόλευκη, νερά καθάρια κι ασημένια
τα διάπλατα πλευρά ξετρέχουν κι αυλακώνουν,
χιλιόχρονα, παλιά, βαθιά, ισκιωμένα ορμάνια
κεντάει στις λαγκαδιές με πράσινο μετάξι
στους όχτους, στα ριζά, κοπάδια ασπρολογάνε
και φαίνονται οι βοσκοί, και στ' όμορφο κεντίδι
φλογέρες λες κι ακούς, λες και γρικάς τραγούδια,
βελάσματα βραχνά και ηχούς από τρουκάνια.
Στα πόδια του βουνού κεντάει γαλάζια λίμνη
με καλαμιές χρυσές, ένας ψαράς στην άκρη
πεζόβολον κρατεί και δόλωμα ετοιμάζει,
κάμπον πλατύν-πλατύν με σμαραγδένιο νήμα
ολόγυρα κεντάει, στη μέση από τον κάμπο,
ποτάμι σιγαλό και φιδωτό ξομπλιάζει,
με δάφνες, με μυρτιές και με δασιά πλατάνια,
με αηδόνια, με φωλιές, και στο πανώριο ξόμπλι
τον φλοίβο του νερού θαρρείς κι ακούς, της δάφνης
τον μύρο, της μυρτιάς, θαρρείς ότι ανασαίνεις,
πως τον κελαηδισμό των αηδονιών ξανοίγεις,
πως νιώθεις το απαλό της φυλλουργιάς μουρμούρι...
Στην ακροποταμιάν αλάφι ζωγραφίζει,
που σκύφτει τα νερά να πιει, τα κρυσταλένια,
και, ξάφνου, σαϊτιά στην πλάτη το λαβώνει,
στρέφεται αυτό, κοιτάει με πόνο την πληγή του,
πάσχει ν' απαλλαχτεί, δε δύνεται το μαύρο,
κι από τον ουρανόν, από τα δένδρα γύρα
βοήθεια λες ζητάει...
Ολόυρα από τον κάμπο,
πλήθος μικρά χωριά κεντάει, χωράφια ολλούθε
με ολόχρυσα σπαρτά, με θυμωνιές, με αλώνια,
πράσινα αμπέλια αλλού, με κίτρινα σταφύλια,
κίτρινα σαν φλουριά, κ' έμορφα κοπελούδια,
που μπαίνουν με πλεχτά καλάθια και τρυγάνε.
Γάμον αρχοντικό σ' ένα χωριό πλουμίζει,
με νύφην, με γαμπρό, με φλάμπουρα, με ψίκι,
δράκους αλλού κεντάει, και λάμιες και νεράϊδες,
κεντάει κ' έναν γιαλό με ζαφειρένια πλάτια,
στην άκρη του γιαλού την ίδια την θωριά της
ολόφαντη ιστορεί από ομορφιάν και νιότη
και πλούτον και αρχοντιά, και στα λευκά της χέρια
τ' αργόχειρο κρατεί, τ' ωριόπλουμο μαντίλι,
μαντίλι του γαμπρού, του γάμου της κανίσκι,
ανάρια το κεντάει κι όλο του λέει τραγούδια:
-Μαντίλι πλουμερό και χρυσοκεντημένο,
ποιος νάναι τάχα ο νιος οπού θα σ' αποχτήσει;
Ποιος νάναι τάχα ο νιος που μ' ένα δακτυλίδι,
μαντίλι μου ακριβό, κανίσκι θα σε πάρει;
Ποιος νάναι τάχα ο νιος, που μ' ένα φιλημά του,
γλυκό και φλογερό, απ' το λευκό μου χέρι
στην κλίνη την αγνή θα μ' οδηγήσει νύφην;
Ποιος νάναι τάχα αυτός; Πέτε μου, εσείς δεντράκια,
κ' εσείς καλά πουλιά. Μουρμούρισέ μου αγάλια,
εσύ ωραίε γιαλέ και γαλανέ ουρανέ μου!
Εσύ, φτερουγιαστέ, καθάριε λογισμέ μου,
γιατί δε μου τον λες, γιατί δε μου τον δείχνεις,
γιατί μια ωραία βραδιά κρυφά δε μου τον φέρνεις,
σαν όνειρο χρυσό, γλυκά στην αγκαλιά μου;..
Οδυσσέας Ελύτης
Άσμα ηρωικό και πένθιμο
για τον χαμένο ανθυπολοχαγό
της Αλβανίας
(1945)
(επίκαιρο ......) 1
Εκεί που πρώτα εκατοικούσε ο ήλιος,
Που με τα μάτια μιας παρθένας άνοιγε ο καιρός,
Καθώς εχιόνιζε απ' το σκούντημα της μυγδαλιάς ο αγέρας,
Κι άναβαν στις κορφές των χόρτων καβαλάρηδες,
Εκεί που χτύπαγεν η οπλή ενός πλάτανου λεβέντικου
Και μια σημαία πλατάγιζε ψηλά γη και νερό,
Που όπλο ποτέ σε πλάτη δεν εβάραινε
Μα όλος ο κόπος τ' ουρανού,
Όλος ο κόσμος έλαμπε σαν μια νεροσταγόνα
Πρωί στα πόδια του βουνού,
Τώρα, σαν από στεναγμό Θεού ένας ίσκιος μεγαλώνει,
Τώρα, η αγωνία σκυφτή με χέρια κοκκαλιάρικα,
Πιάνει και σβήνει ένα-ένα τα λουλούδια επάνω της,
Μες στις χαράδρες όπου τα νερά σταμάτησαν
Από λιμό χαράς κοίτουνται τα τραγούδια
Βράχοι καλόγεροι με κρύα μαλλιά
Κόβουνε σιωπηλοί της ερημιάς τον άρτο.
Χειμώνας μπαίνει ως το μυαλό. Κάτι κακό
Θ' ανάψει. Αγριεύει η τρίχα του αλογόβουνου,
Τα όρνια μοιράζονται ψηλά τις ψίχες τ' ουρανού.
2
Τώρα μες τα θολά νερά ένας ίσκιος νευριάζει.
Ο άνεμος αρπαγμένος απ' τις φυλλωσιές
Κάνει εμετό στη σκόνη του,
Τα φρούτα φτύνουν το κουκκούτσι τους,
Η γη κρύβει τις πέτρες της,
Ο φόβος σκάβει ένα λαγούμι και τρυπώνει τρέχοντας
Την ώρα που μες από τα ουράνια θάμνα
Το ούρλιασμα της συννεφολύκαινας
Σκορπάει στου κάμπου το πετσί θύελλα ανατριχίλας.
Κι ύστερα στρώνει στρώνει χιόνι χιόνι αλύπητο,
Κι ύστερα πάει φρουμάζοντας στις νηστικές κοιλάδες,
Κι ύστερα βάζει τους ανθρώπους ν' αντιχαιρετίσουνε: - φωτιά ή μαχαίρι!
Γι' αυτούς που με φωτιά ή μαχαίρι κίνησαν
Κακό θ' ανάψει εδώ. Μην απελπίζεται ο σταυρός,
Μόνο ας προσευχηθούν μακριά του οι μενεξέδες!
3
Γι' αυτούς η νύχτα ήταν μια μέρα πιο πικρή,
Λυώναν το σίδερο, μασούσανε τη γης
Ο Θεός τους μύριζε μπαρούτι και μουλαροτόμαρο!
Kάθε βροντή ένας θάνατος καβάλα στον αέρα,
Κάθε βροντή ένας άντρας χαμογελώντας αντίκρυ
Στο θάνατο - κι η μοίρα ό,τι θέλει ας πει.
Ξάφνου η στιγμή ξαστόχησε κι ήβρε το θάρρος
Καταμέτωπο πέταξε θρύψαλα μες στον ήλιο,
Κιάλια, τηλέμετρα, όλμοι κέρωσαν!
Εύκολα σαν χασές που σκίστηκεν ο αγέρας!
Εύκολα σαν πλεμόνια που άνοιξαν οι πέτρες!
Το κράνος κύλησε από την αριστερή μεριά...
Στο χώμα μόνο μια στιγμή κουνήθηκαν οι ρίζες,
Ύστερα σκόρπισε ο καπνός κι η μέρα πήε δειλά
Να ξεγελάσει την αντάρα από τα καταχθόνια.
Mα η νύχτα ανασηκώθηκε σαν πατημένη οχιά
Μόλις σταμάτησε για λίγο μες στα δόντια ο θάνατος,
Κι ύστερα χύθηκε μεμιάς ως τα χλωμά του νύχια!
4
Τώρα κείτεται απάνω στην τσουρουφλισμένη χλαίνη,
Μ' ένα σταματημένο αγέρα στα ήσυχα μαλλιά,
Μ' ένα κλαδάκι λησμονιάς στ' αριστερό του αφτί,
Μοιάζει μπαξές που του' φυγαν άξαφνα τα πουλιά,
Μοιάζει τραγούδι που το φίμωσαν μέσα στη σκοτεινιά,
Μοιάζει ρολόι αγγέλου που εσταμάτησε
Μόλις είπαν «γεια παιδιά!» τα ματοτσίνορα
Κι η απορία μαρμάρωσε...
Κείτεται απάνω στην τσουρουφλισμένη χλαίνη.
Αιώνες μαύροι γύρω του
Αλυχτούν με σκελετούς σκυλιών τη φοβερή σιωπή
Κι οι ώρες που ξανάγιναν πέτρινες περιστέρες
Ακούν με προσοχή·
Όμως το γέλιο κάηκε, όμως η γη κουφάθηκε,
Όμως κανείς δεν άκουσε την πιο στερνή κραυγή
Όλος ο κόσμος άδειασε με τη στερνή κραυγή.
Κάτω απ' τα πέντε κέδρα,
Χωρίς άλλα κεριά,
Κείτεται στην τσουρουφλισμένη χλαίνη...
Άδειο το κράνος, λασπωμένο το αίμα,
Στο πλάι το μισοτελειωμένο μπράτσο,
Κι ανάμεσα απ' τα φρύδια -
Μικρό πικρό πηγάδι, δακτυλιά της μοίρας,
Μικρό πικρό πηγάδι κοκκινόμαυρο,
Πηγάδι όπου κρυώνει η θύμηση!
Ω! μην κοιτάτε, ω μην κοιτάτε από που του-
Από που του' φυγε η ζωή. Μην πείτε πως -
Μην πείτε πως ανέβηκε ψηλά ο καπνός του ονείρου
Έτσι λοιπόν η μια στιγμή, έτσι λοιπόν η μια
Έτσι λοιπόν η μια στιγμή, παράτησε την άλλη,
Κι ο ήλιος ο παντοτεινός έτσι με μιας τον κόσμο!
5
Ήλιε, δεν ήσουν ο παντοτεινός;
Πουλί, δεν ήσουν η στιγμή χαράς που δεν καθίζει;
Λάμψη, δεν ήσουν η αφοβιά του σύγνεφου;
Κι εσύ, περβόλι, ωδείο των λουλουδιών,
Κι εσύ, ρίζα σγουρή, φλογέρα της μαγνόλιας!
Έτσι καθώς τινάζεται μες στη βροχή το δέντρο
Και το κορμί αδειανό μαυρίζει από τη μοίρα
Κι ένας τρελός δέρνεται με το χιόνι
Και τα δυο μάτια πάνε να δακρύσουν -
Γιατί, ρωτάει ο αϊτός, πού 'ναι το παλικάρι;
Κι όλα τ' αητόπουλα απορούν πού 'ναι το παλικάρι!
Γιατί, ρωτάει, στενάζοντας η μάνα, πού 'ναι ο γιος μου;
Κι όλες οι μάνες απορούν πού να 'ναι το παιδί!
Γιατί; ρωτάει ο σύντροφος, πού να 'ναι ο αδερφός μου;
Κι όλοι του οι σύντροφοι απορούν πού να 'ναι ο πιο μικρός!
Πιάνουν το χιόνι, καίει ο πυρετός.
Πιάνουν το χέρι και παγώνει,
Παν να δαγκάσουνε ψωμί, κ' εκείνο στάζει αίμα,
Κοιτούν μακριά τον ουρανό κ' εκείνος μελανιάζει
Γιατί γιατί γιατί γιατί να μη ζεσταίνει ο θάνατος
Γιατί ένα τέτοιο ανόσιο ψωμί
Γιατί ένας τέτοιος ουρανός εκεί που πρώτα εκατοικούσε
ο ήλιος!..
6
Ήταν ωραίο παιδί. Την πρώτη μέρα που γεννήθηκε
Σκύψανε τα βουνά της Θράκης να φανεί
Στους ώμους της στεριάς το στάρι που αναγάλλιαζε·
Σκύψανε τα βουνά της Θράκης και το φτύσανε
Μια στο κεφάλι, μια στον κόρφο, μια μες το κλάμα του·
Βγήκαν Ρωμιοί με μπράτσα φοβερά
Και το σηκώσαν στου βοριά τα σπάργανα...
Ύστερα οι μέρες τρέξανε, παράβγαν στο λιθάρι,
Καβάλα σε φοραδοπούλες χοροπήδηξαν
Ύστερα κύλησαν Στρυμόνες πρωινοί
Ώσπου κουδούνισαν παντού οι τσιγγάνες ανεμώνες
Κι ήρθαν από της γης τα πέρατα
Οι πελαγίτες οι βοσκοί να παν των φλόκων τα κοπάδια
Εκεί που βαθιανάσαινε μια θαλασσοσπηλιά,
Εκεί που μια μεγάλη πέτρα εστέναζε!
Ήταν γερό παιδί·
Τις νύχτες αγκαλιά με τα νεραντζοκόριτσα
Λέρωνε τις μεγάλες φορεσιές των άστρων
Ήταν τόσος ο έρωτας στα σπλάχνα του
Που έπινε μέσα στο κρασί τη γέψη όλης της γης
Πιάνοντας ύστερα χορό μ' όλες τις νύφες λεύκες
Ώσπου ν' ακούσει και να χύσ' η αυγή το φως μες στα μαλλιά του,
Η αυγή που μ' ανοιχτά μπράτσα τον έβρισκε
Στη σέλλα δυο μικρών κλαδιών να γρατσουνάει τον ήλιο
Να βάφει τα λουλούδια
Ή πάλι με στοργή να σιγονανουρίζει
Τις μικρές κουκουβάγιες που ξαγρύπνησαν...
Α τι θυμάρι δυνατό η ανασαιμιά του
Τι χάρτης περηφάνιας το γυμνό του στήθος
Όπου ξεσπούσαν λευτεριά και θάλασσα!...
Ήταν γενναίο παιδί.
Με τα θαμπόχρυσα κουμπιά και το πιστόλι του,
Με τον αέρα του άντρα στην περπατηξιά,
Και με το κράνος του - γιαλιστερό σημάδι
(Φτάσανε τόσο εύκολα μες στο μυαλό
που δεν γνώρισε κακό ποτέ του)
Με τους στρατιώτες του ζερβά δεξιά
Και την εκδίκηση της αδικίας μπροστά του.
-Φωτιά στην άνομη, φωτιά!
Με το αίμα πάνω από τα φρύδια
Τα βουνά της Αλβανίας βροντήξανε
Ύστερα λυώσαν χιόνι να ξεπλύνουν
Το κορμί του, σιωπηλό ναυάγιο της αυγής
Και το στώμα του, μικρό πουλί ακελάηδιστο,
Και τα χέρια του, ανοιχτές πλατείες της ερημίας.
Βρόντηξαν τα βουνά της Αλβανίας
Δεν έκλαψαν.
Γιατί να κλάψουν;
Ήταν γενναίο παιδί!
7
Τα δέντρα είναι από κάρβουνο που η νύχτα δεν κορώνει.
Χιμάει, χτυπιέται ο άνεμος, ξαναχτυπιέται ο άνεμος
Τίποτε. Μες στην παγωνιά κουρνιάζουν τα βουνά
Γονατισμένα. Κι από τις χαράδρες βουίζοντας
Απ' τα κεφάλια των νεκρών η άβυσσο ανεβαίνει...
Δεν κλαίει πια ούτ' η Λύπη. Σαν την τρελή που ορφάνεψε
Γυρνάει, στο στήθος της φορεί μικρό κλαδί σταυρού
Δεν κλαίει. Μονάχ' από τα μελανά ζωσμένη Ακροκεραύνια
Πάει ψηλά και στήνει μια πλάκα φεγγαριού
Μήπως και δουν τον ίσκιο τους γυρνώντας οι πλανήτες
Και κρύψουν τις αχτίδες τους
Και σταματήσουν
Εκεί στο χάος ασθμαίνοντας εκστατικοί!...
Χιμάει, χτυπιέται ο άνεμος, ξαναχτυπιέται ο άνεμος,
Σφίγγεται η ερημιά στον μαύρο της μποξά,
Σκυφτή πίσω από μήνες - σύννεφα αφουκράζεται
Τι να' ναι που αφουκράζεται σύννεφα - μήνες μακριά;
Με τα κουρέλια των μαλλιών στους ώμους -αχ αφήστε την -
Μισή κερί μισή φωτιά μια μάνα κλαίει -αφήστε την-
Στις παγωμένες άδειες κάμαρες όπου γυρνάει -αφήστε την!
Γιατί δεν είναι η μοίρα χήρα κανενός
Κι οι μάνες είναι για να κλαιν, οι άντρες για να παλεύουν
Τα περιβόλια για ν' ανθούν των κοριτσιών οι κόρφοι
Το αίμα για να ξοδεύεται, ο αφρός για να χτυπά,
Κι η λευτεριά για ν' αστραφτογεννιέται αδιάκοπα!
8
Πέστε λοιπόν στον ήλιο να' βρει ένα καινούριο δρόμο
Τώρα πια που η πατρίδα του σκοτείνιασε στη γη
Αν θέλει να μη χάσει από την περηφάνια του·
Ή τότε πάλι με χώμα και νερό
Ας γαλαζοβολήσει αλλού μιαν αδελφούλα Ελλάδα!
Πέστε στον ήλιο να' βρει ένα καινούριο δρόμο
Μην καταπροσωπίσει πια ούτε μια μαργαρίτα
Στη μαργαρίτα πέστε να' βγει μ' άλλη παρθενιά
Μη λερωθεί από δάκτυλα που δεν της πάνε!
Χωρίστε από τα δάχτυλα τ' αγριοπεριστέρια
Και μην αφήστε ήχο να πει το πάθος του νερού
Καθώς γλυκά φυσά ουρανός μες σ' αδειανό κοχύλι
Μη στείλτε πουθενά σημάδι απελπισιάς
Μόν' φέρτε από τις περιβόλες της παλικαριάς
Τις ροδωνιές όπου η ψυχή του ανάδευε
Τις ροδωνιές όπου η ανάσα του έπαιζε
Μικρή τη νύφη χρυσαλλίδα
Που αλλάζει τόσες ντυμασιές όσες ριπές το ατλάζι
Στον ήλιο, σαν μεθοκοπούν χρυσόσκον' οι χρυσόμυγες
Και παν με βιάση τα πουλιά ν' ακούσουνε απ' τα δέντρα
Ποιου σπόρου γέννα στύλωσε το φημισμένο κόσμο!
9
Φέρτε καινούρια χέρια τι τώρα ποιος θα πάει
Ψηλά να νανουρίσει τα μωρά των άστρων!
Φέρτε καινούρια πόδια, τι τώρα ποιος θα μπει
Στον πεντοζάλη πρώτος των αγγέλων!
Καινούρια μάτια -Θε μου- τι τώρα πού θα παν
Να σκύψουν τα κρινάκια της αγαπημένης!
Αίμα καινούριο, τι με ποιο χαράς χαίρε θ' ανάψουν
Και στόμα, στόμα δροσερόν από χαλκό κι αμάραντο,
Τι τώρα ποιος στα σύννεφα θα πει «γεια σας παιδιά!»
Mέρα, ποιος θ' αψηφίσει τα ροδακινόφυλλα;
Νύχτα, ποιος θα μερέψει τα σπαρτά;
Ποιος θα σκορπίσει πράσινα καντίλια μες στους κάμπους
Ή θ' αλαλάξει θαρρετά κατάντικρυ απ' τον ήλιο,
Για να ντυθεί τις θύελλες καβάλα σ' άστρωτο άλογο
Και να γενεί Αχιλλέας των ταρσανάδων;
Ποιος θ' ανεβεί στο μυθικό και μαύρο ερημονήσι
Για ν' ασπαστεί τα βότσαλα
Και ποιος θα κοιμηθεί
Για να περάσει από τους Ευβοϊκούς του ονείρου
Να βρει καινούρια χέρια, πόδια, μάτια
Αίμα και λαλιά
Να ξαναστυλωθεί στα μαρμαρένια αλώνια
Και να ριχτεί -αχ τούτη τη φορά-
Και να ριχτεί του Χάρου με την αγιοσύνη του!
10
Ήλιος, φωνή χαλκού, κι άγιο μελτέμι
Πάνω στα στήθη του όμοναν «Ζωή, να σε χαρώ!»
Δύναμη εκεί πιο μαύρη δε χωρούσε
Μόνο με φως χυμένο από δαφνόκλαδο
Κι ασήμι από δροσιά μόνον εκεί ο σταυρός
Άστραφτε, καθώς χάραζε η μεγαλοσύνη
Κι η καλοσύνη με σπαθί στο χέρι πρόβελνε
Να πει μες απ' τα μάτια του και τις σημαίες τους «Ζω!»
Γεια σου μωρέ ποτάμι οπού' βλεπες χαράματα
Παρόμοιο τέκνο Θεού μ' ένα κλωνί ρογδιάς
Στα δόντια να ευωδιάζεται από τα νερά σου·
Γεια σου και συ χωριατομουσμουλιά που αντρείευες
Κάθε που' θελε πάρει Αντρούτσος τα όνειρά του·
Και συ βρυσούλα του μεσημεριού που έφτανες ως τα πόδια του
Και συ κοπέλα που ήσουνα η Ελένη του
Που ήσουνα το πουλί του, η Παναγιά του, η Πούλια του
Γιατί και μια μόνο φορά μες στη ζωή αν σημάνει
Αγάπη ανθρώπου ανάβοντας
Άστρον απ' άστρο τα κρυφά στερεώματα
Θα βασιλεύει πάντοτες παντού η θεία ηχώ
Για να στολίζει με μικρές καρδιές πουλιών τα δάση
Με λύρες από γιασεμιά τα λόγια των ποιητών
Kι όπου κακό κρυφό να το παιδεύει
Κι όπου κακό κρυφό να το παιδεύει ανάβοντας!
11
Κείνοι που επράξαν το κακό - γιατί τους είχε πάρει
Τα μάτια η θλίψη πήγαιναν τρικλίζοντας
Γιατί τους είχε πάρει
Τη θλίψη ο τρόμος χάνονταν μέσα στο μαύρο σύγνεφο
Πίσω! και πια χωρίς φτερά στο μέτωπο
Πίσω! και πια χωρίς καρφιά στα πόδια
Χωρίς τέρατα σίδερα και κουτουλιές φωτιάς
Eκεί που γδύν' η θάλασσα τ΄ αμπέλια και τα ηφαίστεια
Στους κάμπους της πατρίδας πάλι και με το φεγγάρι αλέτρι
Στα βράχια της πατρίδας πάλι και με το μαντολίνο Ζάλογγο!
Πίσω! Στα μέρη όπου λαγωνικά τα δάχτυλα
Μυρίζοντας τη σάρκα κι όπου η τρικυμία βαστά
Όσο ένα γιασεμί λευκό στο θέρος της γυναίκας!
Kείνοι που επράξαν το κακό - τους πήρε μαύρο σύγνεφο
Ζωή δεν είχαν πίσω τους μ' έλατα και με κρύα νερά
Μ' αρνί, κρασί και τουφεκιά, βέργα και κληματόσταυρο
Παππού δεν είχαν από δρυ κι από οργισμένο άνεμο
Στο καραούλι δεκαοχτώ μερόνυχτα
Με πικραμένα μάτια·
Τους πήρε μαύρο σύγνεφο - δεν είχαν πίσω τους αυτοί
Θειο μπουρλοτιέρη, πατέρα γεμιτζή
Μάνα που να' χει σφάξει με τα χέρια της
Ή μάνα μάνας που με βυζί γυμνό
Χορεύοντας να' χει δοθεί στη λευτεριά του Χάρου!
Kείνοι που επράξαν το κακό - τους πήρε μαύρο σύγνεφο
Μα κείνος που τ' αντίκρυσε στους δρόμους τ' ουρανού
Ανεβαίνει τώρα μοναχός και ολόλαμπρος!
12
Με βήμα πρωινό στη χλόη που μεγαλώνει
Ανεβαίνει μοναχός και ολόλαμπρος...
Λουλούδια αγοροκόριτσα του κρυφογνέφουνε
Και του μιλούν με μια ψηλή φωνή που αχνίζει στον αιθέρα
Γέρνουν και κατ' αυτόν τα δέντρα ερωτεμένα
Με τις φωλιές χωμένες στη μασχάλη τους
Με τα κλαδιά τους βουτηγμένα μες στο λάδι του ήλιου
Θαύμα - τι θαύμα χαμηλά στη γη
Άσπρες φυλές μ' ένα γαλάζιο υνί χαράζουνε τους κάμπους
Στράφτουν βαθιά οι λοφοσειρές
Και πιο βαθιά τ' απρόσιτα όνειρα των βουνών της άνοιξης!
Ανεβαίνει μοναχός και ολόλαμπρος
Τόσο πιωμένος από φως που φαίνεται η καρδιά του
Φαίνεται μες στα σύννεφα ο Όλυμπος ο αληθινός
Και στον αέρα ολόγυρα ο αίνος των συντρόφων..
Στους όχτους του μονοπατιού συνάζουνται τα ζώα
Γρυλίζουν και κοιτάζουνε σα να μιλούνε
Ο κόσμος όλος είναι αληθινά μεγάλος
Γίγας που κανακεύει τα παιδιά του
Μακριά χτυπούν καμπάνες από κρύσταλλο
Αύριο, αύριο, λένε: το Πάσχα τ' ουρανού!
13
Μακριά χτυπούν καμπάνες από κρύσταλλο -
Λένε γι' αυτόν που κάηκε μες στη ζωή
Όπως η μέλισσα μέσα στου θυμαριού το ανάβρυσμα·
Για την αυγή που πνίγηκε στα χωματένια στήθια
Ενώ μηνούσε μιαν ημέρα πάλλαμπρη·
Για τη νιφάδα που άστραψε μες στο μυαλό κι εσβήστη
Τότες που ακούστηκε μακριά η σφυριγματιά της σφαίρας
Και πέταξε ψηλά θρηνώντας η Αλβανίδα πέρδικα!
Λένε γι' αυτόν που μήτε καν επρόφτασε να κλάψει
Για τον βαθύ καημό του έρωτα της ζωής
Που είχε όταν δυνάμωνε μακριά ο αγέρας
Και κρώζαν τα πουλιά στου χαλασμένου μίλου τα δοκάρια
Για τις γυναίκες που έπιναν την άγρια μουσική
Στο παραθύρι ορθές σφίγγοντας το μαντίλι τους
- Κι έπνιγ' η βαρυσυννεφιά τα βουρκωμένα στήθη -
Για τις γυναίκες που απελπίζαν την απελπισιά
Προσμένοντας ένα σημάδι μαύρο στην αρχή του κάμπου
Ύστερα, δυνατά πέταλα έξω απ' το κατώφλι
Λένε για το ζεστό και αχάιδευτο κεφάλι του
Για τα μεγάλα μάτια του όπου χώρεσε η ζωή
Τόσο βαθιά, που πια να μην μπορεί να βγει ποτέ της!
14
Τώρα χτυπάει πιο γρήγορα τ' όνειρο μες στο αίμα
Του κόσμου η πιο σωστή στιγμή σημαίνει:
Ελευθερία.
Έλληνες μες στα σκοτεινά δείχνουν τον δρόμο:
ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ
Για σένα θα δακρύσει από χαρά ο ήλιος
Στεριές ιριδοχτυπημένες πέφτουν στα νερά
Καράβια μ' ανοιχτά πανιά πλέουν μες στους λειμώνες
Τα πιο αθώα κορίτσια
Τρέχουν γυμνά στα μάτια των αντρών
Κι η σεμνότη φωνάζει πίσω από το φράχτη
Παιδιά! Δεν είναι άλλη γη ωραιότερη...
Του κόσμου η πιο σωστή στιγμή σημαίνει!
Με βήμα πρωινό στη χλόη που μεγαλώνει
Ολοένα εκείνος ανεβαίνει·
Τώρα λάμπουνε γύρω του οι πόθοι που ήταν μια φορά
Χαμένοι μες στης αμαρτίας τη μοναξιά·
Γειτόνοι της καρδιάς του οι πόθοι φλέγονται·
Πουλιά τον χαιρετούν, του φαίνονται αδερφάκια του
Άνθρωποι τον φωνάζουν, του φαίνονται συντρόφοι του
«Πουλιά, καλά πουλιά μου, εδώ τελειώνει ο θάνατος!»
«Σύντροφοι, σύντροφοι καλοί μου, εδώ η ζωή αρχίζει!»
Αγιάζι ουράνιας ομορφιάς γιαλίζει στα μαλλιά του
Μακριά χτυπούν καμπάνες από κρύσταλλο
Αύριο, αύριο, αύριο: το Πάσχα του Θεού!
Οδυσσέας Ελύτης
(αποσπάσματα από το «Ήλιος ο Πρώτος»
IV
Πίνοντας ήλιο κορινθιακό
Διαβάζοντας τα μάρμαρα
Δρασκελίζοντας αμπέλια θάλασσες
Σημαδεύοντας με το καμάκι
Ένα τάμα ψάρι που γλιστρά
Βρήκα τα φύλλα που ο ψαλμός του ήλιου αποστηθίζει
Τη ζωντανή στεριά που ο πόθος χαίρεται
Ν' ανοίγει.
Πίνω νερό κόβω καρπό
Χώνω το χέρι μου στις φυλλωσιές του ανέμου
Οι λεμονιές αρδεύουνε τη γύρη της καλοκαιριάς
Τα πράσινα πουλιά σκίζουν τα όνειρά μου
Φεύγω με μια ματιά
Ματιά πλατιά όπου ο κόσμος ξαναγίνεται
Όμορφος από την αρχή στα μέτρα της καρδιάς.
Οδυσσέας Ελύτης 2.11.04
(απόσπασμα από το "ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ"
Ε'
ΤΑ ΘΕΜΕΛΙΑ ΜΟΥ στα βουνά
και τα βουνά σηκώνουν οι λαοί στον ώμο τους
και πάνω τους η μνήμη καίει
άκαυτη βάτος.
Μνήμη του λαού μου σε λένε Πίνδο και σε λένε Αθω.
Ταράζεται ο καιρός
κι απ' τα πόδια τις μέρες κρεμαζει
αδειάζοντας με πάταγο τα οστά των ταπεινωμένων.
Ποιοι, πως, πότε ανέβηκαν την άβυσσο;
Ποιες, ποιων, πόσων οι στρατιές;
Τ' ουρανού το πρόσωπο γυρίζει κι οι εχθροί μου έφυγαν μακρυα.
Μνήμη του λαού μου σε λένε Πίνδο και σε λένε Αθω.
Εσύ μόνη απ' τη φτέρνα τον άντρα γνωρίζεις
Εσύ μόνη απ' την κόψη της πέτρας μιλάς.
Εσύ την όψη των αγίων οξύνεις
κι εσύ στου νερού των αιώνων την άκρη σύρεις
πασχαλιαν αναστάσιμη !
Αγγίζεις το νου μου και πονει το βρέφος της Άνοιξης !
Τιμωρείς το χέρι μου και στα σκότη λευκαίνεσαι !
Πάντα πάντα περνάς τη φωτιά για να φτάσεις τη λάμψη.
Πάντα παντα τη λάμψη περνάς
για να φτάσεις τη ψηλά τα βουνά τα χιονοδοξα.
Όμως τι τα βουνά; Ποιος και τι στα βουνά;
Τα θεμέλια μου στα βουνά
και τα βουνά σηκώνουν οι λαοί στον ώμο τους
και πάνω τους η μνήμη καίει
άκαυτη βάτος
Το μπαρ το ναυάγιο 05/11/04
Αρλέτα
Προχθές αργά στο μπαρ το ναυάγιο
Βρέθηκα να τα πίνω μ' έναν άγιο
καθότανε στο διπλανό σκαμπό
Και κοινωνούσε με ουίσκι και νερό
Του λέω παππούλη τι ζητάς εδώ
Δεν είναι μέρος για έναν άγιο αυτό
μου λέει, τέκνον κάνεις μέγα λάθος
εδώ είναι ο πόνος των ανθρώπων και το πάθος
Κοίταξε γύρω σου τρελούς και μεθυσμένους
(μου λέει εγώ τους αγαπάω) τους κολασμένους
αν θες ν' αγιάσεις πρέπει ν' αμαρτήσεις
Ε κι αν προλάβεις, ας μετανοήσεις
Προχθές αργά στο μπαρ το ναυάγιο
Βρέθηκα να τα πίνω μ’ έναν άγιο
καθότανε στο διπλανό σκαμπό
Και κοινωνούσε με ουίσκι και νερό
καθότανε στο διπλανό σκαμπό
Στο τέλος πλήρωσε και το λογαριασμό
Οδυσσέας Ελύτης
(από το "Ήλιος ο πρώτος"
Παιδί με το γρατσουνισμένο γόνατο
Κουρεμένο κεφάλι όνειρο ακούρευτο
Ποδιά με σταυρωμένες άγκυρες
Μπράτσο του πεύκου γλώσσα του ψαριού
Αδερφάκι του σύννεφου!
Κοντά σου είδες ν' ασπρίζει ένα βρεμένο βότσαλο
Άκουσες να σφυρίζει ένα καλάμι
Τα πιο γυμνά τοπία που γνώρισες
Τα πιο χρωματιστά
Βαθιά-βαθιά ο αστείος περίπατος του σπάρου
Ψηλά-ψηλά της εκκλησίτσας το καπέλο
Και πέρα-πέρα ένα βαπόρι με φουγάρα κόκκινα.
Είδες το κύμα των φυτών όπου έπαιρνεν η πάχνη
Το πρωινό λουτρό της το φύλλο της φραγκοσυκιάς
Το γεφυράκι στη στροφή του δρόμου
Αλλά και τ' αγριοχαμόγελο
Σε μεγάλους χτύπους δέντρων
Σε μεγάλα λιοστάσια παντρειάς
Εκεί που στάζουν από τα ζουμπούλια δάκρυα
Εκεί που ανοίγει ο αχινός τους γρίφους του νερού
Εκεί που τ' άστρα προμηνούν τη θύελλα.
Παιδί με το γρατσουνισμένο γόνατο
Χαϊμαλί τρελό σαγόνι πεισματάρικο
Παντελονάκι αέρινο
Στήθος του βράχου κρίνο του νερού
Μορτάκι του άσπρου σύννεφου!
ΜΗ ΜΙΛΑΣ ΑΛΛΟ ΓΙ' ΑΓΑΠΗ 10.11.2004
Διονύσης Σαββόπουλος
Μία η άνοιξη
ένα το σύννεφο
χρυσή η βροχή
βροχή που χόρευε
σε κάμπο ώριμο
ως το πρωί
Σαν στάχυα έλυσες
πάνω στους ώμους μου
χρυσά μαλλιά
σαν στάχυ χόρευες
σαν στάχυα αμέτρητα
ήταν τα φιλιά
Μη μιλάς άλλο γι' αγάπη
η αγάπη είναι παντού
στη καρδιά μας στη ματιά μας
τρώει τα χείλη τρώει το νου
όταν θα' χωμε υποφέρει
καλημέρα θα μας πεί
θα μας φύγει θα ξανάρθει
κι όλο πάλι απ' την αρχή
Μία η θάλασσα
ένας ο ήλιος της
γλάροι λευκοί
ήλιος και θάλασσα
γλυκό κορίτσι μου
ζεστό πρωί
Πρωί κι ορθάνοιξα
τα δυο σου πέταλα
μ' ένα φιλί
κι εσύ μου χάρισες
όλη την άνοιξη
σ' ένα κορμί
Χθες ήταν έρωτας
χθες ήταν σύννεφο
χρυσή βροχή
χθες ήταν θάλασσα
γλάρος που χόρευε
με το πρωί
Τώρα είν' η σιωπή
τώρα είν' η λησμονιά
κι ο χωρισμός
κι όλα τ' αστέρια του
θαρρείς πως έσβησε
ο ουρανός
Να μ' αγαπάς 11.11.04
(Αντρέας Θωμόπουλος)
Τραγούδι του Παύλου Σιδηρόπουλου
Σου γράφω πάλι από ανάγκη
η ώρα πέντε το πρωί
το μόνο πράγμα που 'χει μείνει
όρθιο στον κόσμο είσαι εσύ
Τι να τις κάνω τις τιμές τους
τα λόγια τα θεατρικά
μες στην οθόνη του μυαλού μου
χάρτινα είδωλα νεκρά
Να μ' αγαπάς όσο μπορείς να μ' αγαπάς
Κοιτάζοντας μες στον καθρέφτη
βλέπω ένα πρόσωπο γνωστό
κι ίσως η ασχήμια του να φύγει
μόλις πλυθώ και ξυριστώ
Βρωμάει η ανάσα απ' τα τσιγάρα
βαραίνει ο νους μου απ' τα πολλά
στον τοίχο κάποια Μόνα Λίζα
σε φέρνει ακόμα πιο κοντά
Να μ' αγαπάς όσο μπορείς να μ' αγαπάς
Αν και τελειώνει αυτό το γράμμα
η ανάγκη μου δε σταματά
σαν το πουλί πάνω στο σύρμα
σαν τον αλήτη που γυρνά
Θέλω να 'ρθείς και να μ' ανάψεις
το παραμύθι να μου πεις
σαν μάνα γη να μ' αγκαλιάσεις
σαν άσπρο φως να ξαναρθείς.
Επιφάνια, 1937
Σεφέρης Γιώργος
Τ' ανθισμένο πέλαγο και τα βουνά στη χάση του φεγγαριού
η μεγάλη πέτρα κοντά στις αραποσυκιές και τ' ασφοδίλια
το σταμνί που δεν ήθελε να στερέψει στο τέλος της μέρας
και το κλειστό κρεβάτι κοντά στα κυπαρίσσια και τα μαλλιά σου
χρυσά· τ' άστρα του Κύκνου κι εκείνο τ' άστρο ο Αλδεβαράν.
Κράτησα τη ζωή μου κράτησα τη ζωή μου ταξιδεύοντας
ανάμεσα στα κίτρινα δέντρα κατά το πλάγιασμα της βροχής
σε σιωπηλές πλαγιές φορτωμένες με τα φύλλα της οξιάς,
καμιά φωτιά στην κορυφή τους¨ βραδιάζει.
Κράτησα τη ζωή μου· στ' αριστερό σου χέρι μια γραμμή
μια χαρακιά στο γόνατό σου, τάχα να υπάρχουν
στην άμμο του περασμένου καλοκαιριού τάχα
να μένουν εκεί που φύσηξε ο βοριάς καθώς ακούω
γύρω στην παγωμένη λίμνη την ξένη φωνή.
Τα πρόσωπα που βλέπω δε ρωτούν μήτε η γυναίκα
περπατώντας σκυφτή βυζαίνοντας το παιδί της.
Ανεβαίνω τα βουνά· μελανιασμένες λαγκαδιές· ο χιονισμένος
κάμπος, ως πέρα ο χιονισμένος κάμπος, τίποτε δε ρωτούν
μήτε ο καιρός κλειστός σε βουβά ερμοκλήσια μήτε
τα χέρια που απλώνουνται για να γυρέψουν, κι οι δρόμοι.
Κράτησα τη ζωή μου ψιθυριστά μέσα στην απέραντη σιωπή
δεν ξέρω πια να μιλήσω μήτε να συλλογισθώ¨ ψίθυροι
σαν την ανάσα του κυπαρισσιού τη νύχτα εκείνη
σαν την ανθρώπινη φωνή της νυχτερινής θάλασσας στα χαλίκια
σαν την ανάμνηση της φωνής σου λέγοντας "ευτυχία"
Κλείνω τα μάτια γυρεύοντας το μυστικό συναπάντημα των νερών
κάτω απ' τον πάγο το χαμογέλιο της θάλασσας τα κλειστά πηγάδια
ψηλαφώντας με τις δικές μου φλέβες τις φλέβες εκείνες που μου ξεφεύγουν
εκεί που τελειώνουν τα νερολούλουδα κι αυτός ο άνθρωπος
που βηματίζει τυφλός πάνω στο χιόνι της σιωπής.
Κράτησα τη ζωή μου, μαζί του, γυρεύοντας το νερό που σ' αγγίζει
στάλες βαρειές πάνω στα πράσινα φύλλα, στο πρόσωπο σου
μέσα στον άδειο κήπο, στάλες στην ακίνητη δεξαμενή
βρίσκοντας έναν κύκνο νεκρό μέσα στα κάτασπρα φτερά του,
δέντρα ζωντανά και τα μάτια σου προσηλωμένα.
Ο δρόμος αυτός δεν τελειώνει δεν έχει αλλαγή, όσο γυρεύεις
να θυμηθείς τα παιδικά σου χρόνια, εκείνους που έφυγαν
εκείνους
που χάθηκαν μέσα στον ύπνο τους πελαγίσιους τάφους,
όσο ζητάς τα σώματα που αγάπησες να σκύψουν
κάτω από τα σκληρά κλωνάρια των πλατάνων εκεί
που στάθηκε μια αχτίδα του ήλιου γυμνωμένη
και σκίρτησε ένας σκύλος και φτεροκόπησε η καρδιά σου,
ο δρόμος δεν έχει αλλαγή· κράτησα τη ζωή μου.
Το χιόνι
και το νερό παγωμένο στα πατήματα των αλόγων
Στίχοι- Μουσική : Βασίλης Παπακωνσταντίνου
Σαράντα χρόνια έφηβος κοντά μισό αιώνα
το καλοκαίρι άσπριζα μαύριζα τον χειμώνα
σαράντα χρόνια ανώνυμος ξεφτίλας δον Κιχώτης
σαράντα χρόνια γκόμενος σαράντα χρόνια πότης.
Γενήθκα σ' ένα χωριό Τετάρτη μεσημέρι
γιατρός δε με ξεπέταξε μα μιάς μαμής το χέρι
οι συγγενείς μαζεύτηκαν από νωρίς στο σπίτι
πως είναι έτσι το παιδί και τι μεγάλη μύτη.
Νάνι νάνι το παιδί μας νάναι νάνι νάνι και παρήγγειλα
νάνι νάνι τα προικιά του και τα χρυσαφικά του
νάνι νάνι κι' όπου το πονεί να γιάνει νάνι νάνι του τα
παρήγγειλα
Μα εγώ από τον ύπνο μου την έκανα κοπάνα
τέντωνα στη σφεντόνα μου σημάδευα αεροπλάνα
και πάνω στο καλύτερο με ξύπναγαν με βία
για να μ' αποκοιμήσουνε δάσκαλοι στα θρανία
Κι' ενώ όλα τα θυμόμουνα κι' είχα μυαλό ξουράφι
να μεγαλώσω ξέχασα και έμεινα στο ράφι
έτσι για πάντα κράτησα την παιδική μου εικόνα
εκείνου του αλητάμπουρα που κράταγε σφεντόνα.
Ύπνε που παίρνεις τα παιδιά έλα πάρε και τούτο
μικρό μικρό σου το δωσα άρχοντα φερε μου το
κρύψε και την σφεντόνα του φρόνιμο κάνε μου το.
Παλιέ μου φίλε γνώριμε συμμαθητή θαμώνα
μαζί μου απόψε έφερα εκείνη τη σφεντόνα
μην πάει ο νους σου στο κακό πουλιά δεν θα χτυπήσω
Με κότσιφες και πέρδικες τι έχω να χωρίσω
τα παιδικά μας όνειρα θα σας εξφεδονίσω
με χρώματα και μουσικές θα σας τα τραγουδήσω
παλιέ μου φίλε γνώριμε συμμαθητή θαμώνα
απόψε που βρεθήκαμε σου δίνω την σφεντόνα.
Γιάννης Ρίτσος - Γλυκέ μου εσύ δε χάθηκες
Γλυκέ μου εσύ δε χάθηκες, μέσα στις φλέβες μου είσαι.
Γιε μου, στις φλέβες ολουνών, έμπα βαθιά και ζήσε.
Δες, πλάι μας περνούν πολλοί, περνούν καβαλλαραίοι,
όλοι στητοί και δυνατοί και σαν και σένα ωραίοι.
Ανάμεσά τους, γιόκα μου, θωρώ σε αναστημένο,
το θώρι σου στο θώρι τους μυριοζωγραφισμένο.
Γιε μου στ' αδέρφια σου τραβώ και σμίγω την οργή μου,
σου πήρα το ντουφέκι σου, κοιμήσου εσύ πουλί μου.
15/11/04
Γ Παπαστεφάνου
(μουσική Γ Σπανός)
Μια αγάπη για το καλοκαίρι θα 'μαι κι εγώ
να σου κρατώ δροσιά στο χέρι να σε φιλώ
θα μ' αγαπάς σαν καλοκαίρι και σαν παιδί
μα θα μου φύγεις με τ' αστέρι και την βροχή
|
Μια αγάπη για το καλοκαίρι θα 'μαι κι εγώ
να σου κρατώ δροσιά στο χέρι να σε φιλώ
και σαν χαθεί το καλοκαίρι και σε ζητώ
θα μείνει μόνο έν' αστέρι να το φιλώ
|
«Νοέμβρης ‘91» 17.11.04
(δεκαεφτά χρόνια μετά)
Του Διονύση Τσακνή από το δίσκο «Αλήτης καιρός» 1991
Τη μέρα αυτή που διάλεξα
εδώ μπροστά σας να σταθώ
τραγούδια και μισόλογα στο
φως να καταθέσω,
πως πήρα τέτοια απόφαση
δεν ξέρω αν θ’ αντέξω
η μέρα αυτή θυμίζει μακελειό.
Νοέμβρης ήταν η χρονιά και δω γινόταν του χαμού
εγώ ήμουν δεκαεννιά κι αυτή εβδομήντα τρία,
και να που ερωτεύτηκα κάποια χρονολογία
κι ο έρωτας κρατάει για καιρό.
Μα έχει ο καιρός γυρίσματα μεγάλωσε κι αυτή κι εγώ
μεγάλωσαν κι οι φίλοι μου εκεί γύρω στα σαράντα,
στα κόμματα γαντζώθηκαν και γω δεν ξέρω τι να πώ
και άλλοι στο σπιτάκι τους για πάντα
Η απόσταση μας έσωσε μα οι θύμησες πληγώνουνε
και λέμε σαν βρισκόμαστε τα ίδια και τα ίδια
μα νοιώθω σα μικρό παιδί που πάλι το μαλώσανε
και φεύγω σε μια άγονη Επαρχία
Κοιτάζω πάλι πίσω μου, δυο γιους απόκτησα κι εγώ,
δεκαεπτά Νοέμβρηδες μου βάρυναν την πλάτη,
σημαίες και γαρύφαλλα εμπόριο κι απάτη
και λόγοι επισήμων στο κενό.
Κρατάω το στόμα μου κλειστό,
τα χείλη μου ματώσανε,
κι αυτοί που μας προδώσανε
ανέραστοι να μείνουν.
Κουφάλες δεν ξοφλήσαμε,
αυτό έχω μόνο να τους πω,
τα όνειρα των εραστών δεν σβήνουν.
Οδυσσέας Ελύτης
(από τον Ήλιο τον Πρώτο) 19.11.04
VIII
Έζησα τ' όνομα το αγαπημένο
Στον ίσκιο της γιαγιάς ελιάς
Στον ρόχθο της ισόβιας θάλασσας.
Εκείνοι που με λιθοβόλησαν δεν ζούνε πια
Με τις πέτρες τους έχτισα μια κρήνη
Στο κατώφλι της έρχονται χλωρά κορίτσια
Τα χείλια τους κατάγονται από την αυγή
Τα μαλλιά τους ξετυλίγονται βαθιά στο μέλλον.
Έρχονται χελιδόνια τα μωρά του ανέμου
Πίνουν πετούν να πάει μπροστά η ζωή
Το φόβητρο του ονείρου γίνεται όνειρο
Η οδύνη στρίβει το καλό ακρωτήρι
Καμιά φωνή δεν πάει χαμένη στους κόρφους τ' ουρανού.
Ω αμάραντο πέλαγο τι ψιθυρίζεις πες μου
Από νωρίς είμαι στο πρωινό σου στόμα
Στην κορυφήν όπου προβάλλ' η αγάπη σου
Βλέπω τη θέληση της νύχτας να ξεχύνει τ' άστρα
Τη θέληση της μέρας να κορφολογάει τη γη.
Σπέρνω στους κάμπους της ζωής χίλια μπλαβάκια
Χίλια παιδιά μέσα στο τίμιο αγέρι
Ωραία γερά παιδιά που αχνίζουν καλοσύνη
Και ξέρουν ν' ατενίζουν τους βαθιούς ορίζοντες
Όταν η μουσική ανεβάζει τα νησιά.
Χάραξα τ' όνομα το αγαπημένο
Στον ίσκιο της γιαγιάς ελιάς
Στον ρόχθο της ισόβιας θάλασσας
Δραπετσώνα
Μ’ αίμα χτισμένο, κάθε πέτρα και καημός
κάθε καρφί του πίκρα και λυγμός
Μα όταν γυρίζαμε το βράδυ απ’ τη δουλειά
εγώ και εκείνη όνειρα, φιλιά
Το ’δερνε αγέρας κι η βροχή
μα ήταν λιμάνι κι αγκαλιά και γλυκιά απαντοχή
Αχ, το σπιτάκι μας, κι αυτό είχε ψυχή
Πάρ’ το γεράνι μας, πάρ’ το στεφάνι μας
στη Δραπετσώνα πια δεν έχουμε ζωή
Κράτα το χέρι μου και πάμε αστέρι μου
εμείς θα ζήσουμε κι ας είμαστε φτωχοί
Ένα κρεβάτι και μια κούνια στη γωνιά
στην τρύπια στέγη του άστρα και πουλιά
Κάθε του πόρτα ιδρώτας κι αναστεναγμός
κάθε παράθυρό του κι ουρανός
Μα όταν ερχόταν η βραδιά
μες στο στενό σοκάκι ξεφαντώναν τα παιδιά
Αχ, το σπιτάκι μας, κι αυτό είχε καρδιά
Πάρ’ το γεράνι μας...
Καβάφης Κ.Π.
Έτσι πολύ ατένισα —
Την εμορφιά έτσι πολύ ατένισα,
που πλήρης είναι αυτής η όρασίς μου.
Γραμμές του σώματος. Κόκκινα χείλη. Μέλη ηδονικά.
Μαλλιά σαν από αγάλματα ελληνικά παρμένα·
πάντα έμορφα, κι αχτένιστα σαν είναι,
και πέφτουν, λίγο, επάνω στ’ άσπρα μέτωπα.
Πρόσωπα της αγάπης, όπως τάθελεν
η ποίησίς μου .... μες στες νύχτες της νεότητός μου,
μέσα στες νύχτες μου, κρυφά, συναντημένα
Άχθος Αρούρης
Η προσευχή του ταπεινού
Ελέησόν με ο Θεός, κατά το μέγα ελεός σου
έτσι που εύσπλαχνα ελεείς κάθε πιστό σου.
Δεν είμαι τάχατες κι εγώ εικόνα και ομοίωση
του πάνσεπτου προσώπου σου με την κατάσπρη γενειάδα
και με το δίκιο μου, υποθέτω, σου ζητώ
μια κάποια λογικήν αποζημίωση
έτσι που στάθηκα πιστός μες στων δακρύων την κοιλάδα.
Ουράνιες δε ζητώ χαρές, αλλά στον κόσμο τον απτό
ζητώ να βρουν οι κόποι μου δικαίωση.
Τι να την κάνω τη διαβεβαίωση
μιανής ανέφελης ζωής στου Παραδείσου τη χλιδή,
αφού τη σήμερον πεινώ και χαραμίζω τη ζωή μου
σε μιας ανέκφραστης μιζέριας το μαράζι.
Θεούλη μου σε βεβαιώ δεν με πειράζει
την κουρασμένη αν πάρει ο διάβολος ψυχή μου
αρκεί το μαύρο μάτι μου χαρούμενο να δει
δυο τρεις αυγούλες ροδαλές, ήλιο και φως αληθινό
και τη χαρά να τη χαρεί κάτω απ' τον γήινο ουρανό.
Τα περισσά εκ του πονηρού εστίν, καθώς το λες.
(Μυτιλήνη, 1936. Περιλαμβάνεται σαν πρόλογος στη συλλογή
Της Κατοχής και του Στρατόπεδου)
Κ ΚΑΒΑΦΗΣ
ΟΤΑΝ ΔΙΕΓΕΙΡΟΝΤΑΙ
Προσπάθησε να τα φυλάξεις, ποιητή,
όσα κι αν είναι λίγα αυτά που σταματιούνται.
Του ερωτισμού σου τα οράματα
Βάλ’ τα, μισοκρυμένα, μες τες φράσεις σου.
Προσπάθησε να τα κρατήσεις, ποιητή,
όταν διεγείρονται μες το μυαλό σου
την νύχτα ή μες την λάμψι του μεσημεριού
ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ
ΜΙΚΡΟΥΛΑ
Έλα μικρούλα, και στ' αχνό
ας πάμε εκείνο το βουνό
να χτίσουμε καλύβι.
Το βλέπεις; Σύγνεφα πολλά
σα γέρο - γίγας κουβαλά
στη ράχη του και σκύβει.
Εκεί τα χιόνια του ο Χιονιάς
μες στην καρδιά της σκοτεινιάς
διπλόχουφτα σωριάζει.
και σαν παλεύουν τα στοιχειά,
πύρινη γλώσσα σα οχιά
ο κεραυνός τινάζει.
Εκεί είναι ο Λύκος που πεινά,
και λάμπει του στα σκοτεινά
το λιμασμένο μάτι...
'Ω, πάμε, ναι. Σαν αλυχτά,
θα μ' αγκαλιάζης πιο σφιχτά
στου πόθου το κρεβάτι.
Γ ΔΡΟΣΙΝΗΣ
ΑΝΘΗ ΤΟΥ ΓΚΡΕΜΝΟΥ
Όλα για σένα τά' κοψα κι έλα, καλή μου, πάρ' τα,
τις αργυρές αγράμπελες και τα χρυσά τα σπάρτα
Ζηλιάρης δράκος ο γκρεμνός τα φύλαγε από μένα
τα πλούτη του τα λιόσπαρτα και τ' αφρογεννημένα
Κι έκανα τον καημό σπαθί, το λογισμό κοντάρι,
και πάτησα και νίκησα τον ακριβό ζηλιάρη
Όλα για σένα τα' κοψα κι έλα, καλή μου, πάρτ' τα,
του δράκου τις αγράμπελες και του γκρεμνού τα σπάρτα
Οδυσσέας Ελύτης 6.11.2004
(Μουσική Μίκης Θεοδωράκης)
ΜΑΡΙΝΑ
Δώσε μου δυόσμο να μυρίσω, Λουίζα και βασιλικό
Μαζί μ’ αυτά να σε φιλήσω, και τι να πρωτοθυμηθώ
Τη βρύση με τα περιστέρια, των αρχαγγέλων το σπαθί
Το περιβόλι με τ’ αστέρια, και το πηγάδι το βαθύ
Τις νύχτες που σε σεργιανούσα, στην άλλη άκρη τ’ ουρανού
Και ν’ ανεβαίνεις σε θωρούσα, σαν αδελφή του αυγερινού
Μαρίνα πράσινο μου αστέρι
Μαρίνα φως του αυγερινού
Μαρίνα μου άγριο περιστέρι
Και κρίνο του καλοκαιριού
Νίκος Γκάτσος
(μουσική Μάνος Χατζιδάκης, τραγούδι Νένα Βενετσάνου)
Ο εφιάλτης της Περσεφόνης
Εκεί που φύτρωνε φλισκούνι κι άγρια μέντα
κι έβγαζε η γη το πρώτο της κυκλάμινο
Τώρα χωριάτες παζαρεύουν τα τσιμέντα
και τα πουλιά πέφτουν νεκρά στην υψικάμινο
Κοιμήσου Περσεφόνη στην αγκαλιά της γης
Στου κόσμου το μπαλκόνι ποτέ μην ξαναβγείς
Εκεί που σμίγανε τα χέρια τους οι μύστες
ευλαβικά πριν μπουν στο θυσιαστήριο
Τώρα πετάνε τα αποτσίγαρα οι τουρίστες
και το καινούργιο παν να δουν διυλιστήριο
Εκεί που η θάλασσα γινόταν ευλογία
κι ήταν ευχή του κάμπου τα βελάσματα
Τώρα καμιόνια κουβαλάν στα ναυπηγεία
Άδεια κορμιά, σιδερικά, παιδιά κι ελάσματα
Γιώργος Σεφέρης
Λίγο ακόμα
Λίγο ακόμα θα ιδούμε
τις αμυγδαλιές ν’ ανθίζουν
Λίγο ακόμα θα ιδούμε
τα μάρμαρα να λάμπουν,
να λάμπουν στον ήλιο
κι η θάλασσα να κυματίζει
Λίγο ακόμα, να σηκωθούμε
λίγο ψηλότερα
Γιώργος Σεφέρης
Κι αν ο αγέρας φυσά
Κι αν ο αγέρας φυσά, δε μας δροσίζει
κι ο ίσκιος μένει στενός κάτω απ' τα κυπαρίσσια
κι όλο τριγύρω ανηφόρι στα βουνά
Κι αν ο αγέρας φυσά, δε μας δροσίζει
κι ο ίσκιος μένει στενός κάτω απ' τα κυπαρίσσια
κι όλο τριγύρω ανηφόρι στα βουνά
Μας βαραίνουν οι φίλοι
που δεν ξέρουν πια πως να πεθάνουν
Κι αν ο αγέρας φυσά, δε μας δροσίζει
κι ο ίσκιος μένει στενός κάτω απ' τα κυπαρίσσια
κι όλο τριγύρω ανηφόρι στα βουνά
Άρης Δικταίος
ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΠΟΙΗΜΑ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ 9.12.2004
Δος μου την ηδονή της ηδονής,
ζωή της ζωής, της μέθης νύχτα, οδύνη
Το ερωτικόν απόσταγμα μου ηδύνει
την υπερφίαλη σκέψη που πονεί
μόνο τη γεύση, αγάπησα μόνο, ώ
πονώ πέρ’ απ’ την αίσθηση του χώρου
της γής, πέρ’ απ’ τα μάκρη αυτά πονώ!
Δε νιώθω, δεν αισθάνομαι καθώς
άνθρωπος, μα αισθάνομαι θεός.
κι ως θεός ζούσα, μεθούσα, πλήρης
από έρωτα και δόξα ομορφιά...
Πάνω σε σουβλερά καρφιά,
σαν ασκητής, έλα και συ να γείρεις,
τον ίλιγγο να δεις, το δέος να δεις,
να φτάσεις στη σιγή και στο κενό να φτάσεις,
κι ως άνθος τον εαυτό σου να μαδείς.
Κι όταν σταθείς στο τελευταίο σκαλί
του έρωτα και του πόνου, ένα φιλί
απ’ την πείρα την τόση να κρατείς:
φιλί άγριο και ζεστό να με δαμάσεις
ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ ΒΡΕΤΤΑΚΟΣ ΝΑΙ
Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ Ο ΚΟΣΜΟΣ ΚΑΙ Η ΠΟΙΗΣΗ
Ανάσκαψα όλη τη γη να σε βρω.
Κοσκίνισα μες την καρδιά μου την έρημο· ήξερα
πως δίχως τον άνθρωπο δεν είναι πλήρες
του ήλιου το φως. Ενώ, τώρα, κοιτάζοντας
μές από τόση διαύγεια τον κόσμο,
μες από σένα - πλησιάζουν τα πράγματα,
γίνονται ευδιάκριτα, γίνονται διάφανα -
τώρα μπορώ
ν' αρθρώσω την τάξη του σ' ένα μου ποίημα.
Παίρνοντας μια σελίδα θα βάλω
σ' ευθείες το φως.
ΠΑΡΟΙΜΙΑ
Ότι είναι όμορφο σ' αυτό τον κόσμο
είναι είτε παράνομο, ή ανήθικο,
ή παχυντικό
''παροιμία''
ΦΤΩΧΗ ΚΑΡΔΙΑ
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΑΘΑΝΑΣ
Φτωχή καρδιά, καρδιά τρελλή,
πόχεις πεποίθηση πολλή
στα μαδημένα τα φτερά σου,
είν' ο αγέρας δυνατός
κι ανάλαφρ' η χαρά σου
Κρίτων Αθανασούλης
ΤΑΞΙΔΙ
Κοίταξε πάνω στο κατάστρωμα
τους αδελφούς μας που γέρασαν
σε μια νύχτα.
Μας είπαν πως δεν στοχάστηκαν την παρακμή.
Δεν στοχάστηκαν ένα τέλος
μέσα σε πέλαγος από βάσανα.
Γιατί μέσα στην πολιτεία
είχαν το κρεβάτι της ξεγνοιασιάς,
γιατί μέσα στο φως το πρωινό
έσπερναν τη φθορά και την αγωνία.
'Oσοι δεν έχουν κρεβάτι να κοιμηθούν
ξαγρυπνούν και στοχάζονται.
'Oσοι δεν έχουν ψωμί
έχουν όνειρα.
'Oσοι δεν έχουν φωτιά να ζεσταθούν
έχουν ελπίδες.
Όσοι δεν έχουν ελπίδες και στοχασμούς
πεθαίνουν από έκπληξη
γιατ' είναι σκληρό το κακό που σε βρίσκει
απροετοίμαστο
και δυο φορές σκληρός είναι ο θάνατος
που δεν βρίσκει αντίσταση
ο ερχομός του.
ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ
(Από το Δωδεκάλογο του Γύφτου)
Πού είν' η Αλήθεια; Μην πλανάν εσέ
βαθιονόητα λόγια τάχα·
την πηγή της δεν τη βρίσκεις
μέσα σου, άνθρωπε, μονάχα.
Θα τη βρης παντού στο ταίριασμα
- ω αρραβώνας λυτρωτής! -
της καρδιάς σου και του νου σου
με τα πάντα της ζωής.
Ύψωσε τον τρίτο εσύ Όλυμπο,
βάλε εκεί την Επιστήμη,
μόνη υπάρχει, αγέλαστη είναι!
Ποιο χαμόγελο, ποιο ασήμι,
ποιο χρυσάφι σαν την όψη της;
Γιούχα, Όλυμποι απ' αχνούς!
Η καρδιά το θάμα αν είναι,
της καρδιάς το μάτι ο νους.
(...)
Κι όπως ύστερ' απ' το πάλεμα
τα στοιχεία, κι από τα μίση,
σα ν' αλλάξανε, και γίναν
στεριές, πέλαα, λόγος, χτίση,
έτσι και ύστερα στ' ανθρώπινα,
και στ' ανθρώπου την ψυχή
θα 'ρθη να ριζώση ειρήνη και
γαλήνη θ' απλωθή.
Και θα ζήση ο λόγος, τ' άλογα,
κι άνθρωποι κι αγρίμια, η πλάση,
σαν τ' αγνά και σαν τα ωραία
δέντρα στα μεγάλα δάση.
Μ' εμάς πρώτος τη μελλόμενη
μοίρα υπέρτατη στερνή,
Γύφτε, ζήσε την απάνου
στο προφητικό βιολί.
Μαβίλης Λορέντζος
Φάληρο
Eίχε όλα της τα μάγια η νύχτα· μόνη
εσύ έλειπες. Aργά κινάω να φύγω,
μα ξάφνου στη μπασιά του μπαρ ξανοίγω
αυτοκίνητο να γοργοζυγόνη.
M' ελπίδα σταματάω. Nά το, πλακόνει.
Παραμερίζουν οι άλλοι. Άσειστος μπήγω
τη ματιά μου στα μάτια σου. Άλλο λίγο
ακόμα και ο σοφέρ σου με σκοτόνει.
Aρχοντοπούλα μ' άφταστα πρωτάτα,
με των Eφτά νησιών τες χίλιες χάρες,
τετράξανθη ομορφιά γαλανομάτα,
του θανάτου δε μ' έπιασαν τρομάρες ―
γλυκύτατες μ' ελυώσανε λαχτάρες
να συντριφτώ κάτω από εσέ στη στράτα
ΙΘΑΚΗ
Κ. Καβάφης
Σαν βγεις στον πηγαιμό για την Ιθάκη
να εύχεσαι να' ναι μακρύ ο δρόμος,
γεμάτος περιπέτειες, γεμάτος γνώσεις.
Τους Λαιστυγόνας και τους Κύκλωπας,
το θυμωμένο Ποσειδώνα μη φοβάσαι.
Τέτοια στο δρόμο σου ποτέ σου δε θα βρεις,
αν μέν' η σκέψη σου υψηλή, αν εκλεκτή
συγκίνισις το πνεύμα και το σώμα σου αγγίζει.
Τους Λαιστρυγόνας και τους Κύκλωπας,
τον Άγριο Ποσειδώνα δε θα συναντήσεις,
αν δεν τους κουβανείς μες στην ψυχή σου,
αν η ψυχή σου δεν τους στήνει εμπρός σου.
Να εύχεσαι να' ναι μακρύς ο δρόμος.
Πολλά τα καλοκαιρινά πρωιά να είναι
που με τι ευχαρίστηση, με τι χαρά
θα μπαίνεις σε λιμένας πρωτοϊδωμένους.
να σταματήσεις σ' εμπορεία Φοινικικά
και τες καλές πραγμάτειες ν' αποκτήσεις,
σεντέφια και κοράλλια, κεχριμπάρια κι έβενους,
κι ηδονικά μυρωδικά κάθε λογής,
όσο μπορείς πιο άφθονα ηδονικά μυρωδικά.
σε πόλεις Αγυπτιακές πολλές να πας,
να μάθεις και να μάθεις απ' τους σπουδασμένους.
Πάντα στο νου σου να' χεις την Ιθάκη.
Το φθάσιμον εκεί ειν' ο προορισμός σου.
Αλλά μη βιάζεις το ταξίδι διόλου.
Καλύτερα χρόνια πολλά να διαρκέσει.
και γέρος πια ν' αράξεις στο νησί,
πλόυσιος με όσα κέρδισες στο δρόμο,
μην προσδοκώντας πλούτη να σε δώσει η Ιθάκη.
Η Ιθάκη σ' έδωσε τ' ωραίο ταξίδι.
Χωρίς αυτή δε θα 'βγαινες ποτέ στο δρόμο.
Αλλά δεν έχει να σε δώσει πια.
Κι αν πτωχική τη βρει, η Ιθάκη δε σε γέλασε.
Έτσι σοφός που έγινες, με τόση πείρα,
ήδη θα το κατάλαβες οι Ιθάκες τι σημαίνουν.
'Αχθος Αρούρης
Γέννησις
'Εξω βαριά, μονότονα κι επίμονα χτυπά η βροχή
στους τσίγκους των καταστημάτων.
Και σα βουβό παράπονο μέσ' στην καρδιά μας αντηχεί
που άγνωστος φόβος της κρατά δεμένη κάθε της πτυχή
κι είναι σπηλιά κακοποιών και βάρβαρων πνευμάτων.
Ανίσχυρο το λογικό -κρίση, συνείδηση και νους-
ζητεί να μάθει την αιτία
που μας κρατάει στην ερμιά του ψυχικού μας αχανούς
που μας κρατάει σκοτεινούς, βασανισμένους, ταπεινούς
γεμάτους ζόφο και νυχτιά και θλίψη και σκοτία.
Τάχατες τ' άλλα πλάσματα, που η σκέψη δεν τα τυραννά
δεν τα βαραίνει σαν κατάρα,
νοιώθουν το ίδιο σαν εμάς τον αδυσώπητο βραχνά
ή τάχα πέφτουν ήσυχα να κοιμηθούν μ' όνειρα αγνά
χωρίς καμμιά τον ύπνο τους να τον ταράζει αντάρα;
Χριστέ, γιατί γεννήθηκες μες στου χειμώνα την καρδιά
και τέτοια δίδαξες θρησκεία;
Προτού να ρθεις εμοιάζαμε ξέγνοιαστα κι άταχτα παιδιά
κι ήταν η ζήση μας απλή, με φως γεμάτη κι ομορφιά
κι απ' την ψυχή μας άγνωστη και ξένη η αμαρτία.
'Ο,τι κι αν κάναμε κακό, ήταν απλό και φυσικό
κι όμοιοι μας ήταν κι οι θεοί μας.
'Ηταν ανθρώπινοι θεοί, με τίποτα το θεϊκό
που μας γελούσαν στοργικά, που συγχωρούσαν το κακό
κι ήτανε πάντα μέσα μας και πάντοτε μαζί μας.
Μα εσύ τους έδιωξες αυτούς, τους πρόσχαρους, τους αφελείς
θεούς, που μας πονούσαν τόσο
και ξέσκισες τους νόμους μας, τους ανθρωπίνους κι ατελείς,
νόμους ωστόσο μιας ζωής, γλυκειάς και διάφανης κι απλής
και μάρανες την ηδονή, την άνοιξη, τη δρόσο.
Από τα βάθη του αχανούς, του ακατανόητου ουρανού
μια φοβερή έφερες εικόνα
ενός ανάλγητου θεού, σκληρού, στυγνού και σκοτεινού
κι είπες πως είν' αμάρτημα και το τραγούδι του πτηνού
και της κοπέλλας τ' όνειρο, κι η μυρουδιά του ανθώνα.
Νόμους εθέσπισες σκληρούς με τη στυγνή σου διδαχή
και σκότωσες την ευτυχία.
Απάρνηση κάθε χαράς, σκοτάδια μέσα στην ψυχή,
κάθε χαμόγελο γλυκό, κάθε χαρούλα μας φτωχή
είναι θανάσιμο κακό και ρύπος κι αμαρτία.
Ποτές δε χάρηκες το φως. Σε θέλγαν πάντα τα κεριά
και των ναών σου το ημίφως.
Οι προσευχές σου ψάλλονται με μια κατάνυξη βαριά.
Δεν χάρισες στον άνθρωπο ούτε μια στάλα λευτεριά
και οι πιστοί σου ήθελες νάχουμε δούλων ήθος.
Κι όπως γεννήθηκες Χριστέ μες στου χειμώνα την καρδιά
που σύμβολο στη σκοτεινή σου στάθηκε θρησκεία,
για να πεθάνεις διάλεξες κάποια χαρούμενη βραδυά
κι ερύπανες της άνοιξης τη ζωογόνα ευωδιά
με του φριχτού σου λιβανιού τη δυσωδία.
(Σάμος, 24.12.1937)
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΔΡΟΣΙΝΗΣ
Από τα «ΦΩΤΕΡΑ ΣΚΟΤΑΔΙΑ»
Ώ θαλασσοθεμέλιωτα και ηλιόσκεπα παλάτια,
Χτισμένα από τα σύννεφα της θερινής βραδιάς,
"Δεν θέλω του κισσού το πλάνο ψήλωμα
σε ξένα αναστυλώματα δεμένο
ας είμαι ένα καλάμι, ένα χαμόδεντρο,
μα όσο ανεβαίνω, μόνος ν' ανεβαίνω.
Δεν θέλω του γιαλού το λαμποφέγγισμα
που δείχνεται άσπρο με του ήλιου τη χάρη
θέλω να δίνω φως από τη φλόγα μου
κι ας είμαι ένα ταπεινό λυχνάρι"
ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ 28.12.04
ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Χωρίς χρώμα, χωρίς σώμα
τούτη η αγάπη πού πηγαίνει
σκορπισμένη, μαζεμένη
σκορπισμένη πάλι-πάλι,
κι όμως σφύζει κι όμως πάλλει
στη δαγκωματιά του μήλου
στη χαραγματιά του σύκου
σ' ένα βυσσινί κεράσι
σε μια ρώγα από ροδίτη
τόση ανάερη Αφροδίτη,
θα διψάσει θα κεράσει
ένα στόμα κι άλλο στόμα
χωρίς χρώμα, χωρίς σώμα"
ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΙΖΥΗΝΟΣ 29.12.04
Θρήνος
Εις το ρεύμα της ζωής μου
διατί να σ' απαντήσω;
Δι' εμέ αφού δεν ήσο,
διατί να σε ιδώ;
Και με έκανες απαύστως
στεναγμούς να αναπνέω,
και γελάς, διότι κλαίω
δι' εσέ και θρηνωδώ.
Πάσχω να σε αποφύγω,
προσπαθώ να σε μισήσω,
και μακράν μακράν να ζήσω
από σε, σκληρά ψυχή.
Να σωθώ προτού με θάψει
η ανεύσπλαχνός σου γνώμη,
πλην, αχάριστη, ακόμη
η ψυχή μου σε ποθεί.
Απ' εμέ το βλέμμα στρέφεις,
φεύγεις, κρύπτεσαι, μ' αρνείσαι,
αλλ' εδώ εντός μου είσαι,
αιθερόπλαστος μορφή.
Συ και μόνη κυριεύεις
την οδύνην, την χαρά μου,
συ την τύχην μου, το παν μου
και αυτήν μου την ζωήν.
Εις τον κήπον σου οπόταν
μοναχή τα άνθη λούεις,
και του ρύακος ακούεις
τον γλυκύν μουρμουρισμόν,
φέρε φέρε καν εις μνήμην
ένα φίλον της ψυχής σου
και, σκληρά, αναλογίσου
μια στιγμή το παρελθόν
Μαρία Πολυδούρη 31.12.2004
Κοντά σου
Κοντά σου δεν έχουν άγρια οι ανέμοι.
Κοντά σου είναι η γαλήνη και το φως.
Στου νου μας τη χρυσόβεργην ανέμη
ο ρόδινος τυλιέται στοχασμός.
Κοντά σου η σιγαλιά σα γέλιο μοιάζει
που αντιφεγγίζουν μάτια τρυφερά
κ' αν κάποτε μιλάμε, αναφτεριάζει,
πλάι μας κάπου η άνεργη χαρά.
Κοντά σου η θλίψη ανθίζει σα λουλούδι
κι' ανύποπτα περνά μέσ' στη ζωή.
Κοντά σου όλα γλυκά κι' όλα σα χνούδι,
σα χάδι, σα δροσούλα, σαν πνοή
ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ 4.01.2005
ΤΑ ΧΕΡΙΑ
Τα μάτια αν κλείσω βρίσκομαι σ' ένα μεγάλον ίσκιο
το χρώμα της αυγής το αισθάνομαι στα δάχτυλά σου.
Ξέχασε το ψέμα που σε βοήθησε να ζήσεις
γύμνωσε τα πόδια σου, γύμνωσε τα μάτια σου,
μας μένουν λίγα πράγματα όταν γυμνωθούμε
αλλά τα βλέπουμε στο τέλος πιστά.
Τα μάτια αν κλείσω βρίσκομαι πάντα σ' ένα μονοπάτι,
τ' αυλάκια χαλασμένα δεξιά κι αριστερά, στην άκρη
το σπίτι με γυαλιά που το χτυπάει ο ήλιος, άδειο.
Σκέφτηκα τα δάχτυλά σου να χτυπούν τα τζάμια
σκέφτηκα την καρδιά σου να χτυπά πίσω απ' τα τζάμια
και πόσο λίγα πράγματα χωρίζουν έναν άνθρωπο
που δεν τα ξεπερνά.
Δεν ξέρεις τίποτα γιατί κοίταξες τον ήλιο.
Το αίμα σου στάλαξε στα μαύρα φύλλα της δάφνης
τ' αηδόνι, περασμένες νύχτες, μάρμαρα στο φεγγάρι
και στο ποτάμι το 'συρα κι έβαψε το ποτάμι.
Συλλογίζομαι, όταν συλλογίζομαι, συλλογίζομαι
τις φλέβες μου και το μυστήριο των χεριών σου που οδηγούν
κατεβαίνοντας προσεχτικά σκαλοπάτι το σκαλοπάτι.
Τα μάτια αν κλείσω βρίσκομαι σ' έναν μεγάλο κήπο
ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΙΖΥΗΝΟΣ 5.1.2005
Δίστιχα
Τον έρωτ' απεφάσισα να μην αναγνωρίσω
να κλείσω την καρδίαν μου και να την θωρακίσω.
Αν ημπορείς φρονίμευσε και όταν φρονιμεύσεις,
δεν θα σοι είν' αδύνατον φιλίαν να μ' εμπνεύσεις.
Της χάριτος ανώτερος βαθμός δεν είναι άλλος,
παρ' όταν η αφέλεια επικοσμεί το κάλλος.
Μικρόν πως είχα ήλπιζα εις την ψυχήν σου τόπον,
συ δ' αγνοείς κι' εις την σειράν αν είμαι των ανθρώπων.
Εγνώρισες το σφάλμα σου αν δεν το αποπλύνεις,
ειδέ του κόσμου όνειδος και παίγνιον μη γίνεις.
Αν εμισήσω σφάλμα σου και όχι άλλου ήτον,
οποίαι είν' αι πράξεις μας τοιούτοι κι' οι καρποί των.
Ω άφες την ειρήνην μου και μη την συνταράττεις,
δεν είναι η καρδία μου δια να την σπαράττεις
ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ 13/01/05
ΦΥΓΗ
Δεν ήταν άλλη η αγάπη μας
έφευγε ξαναγύριζε και μας έφερνε
ένα χαμηλωμένο βλέφαρο πολύ μακρινό
ένα χαμόγελο μαρμαρωμένο, χαμένο
μέσα στο πρωινό χορτάρι
ένα παράξενο κοχύλι που δοκίμαζε
να το εξηγήσει επίμονα η ψυχή μας.
Η αγάπη μας δεν ήταν άλλη ψηλαφούσε
σιγά μέσα στα πράγματα που μας τριγύριζαν
να εξηγήσει γιατί δε θέλουμε να πεθάνουμε
με τόσο πάθος
Κι αν κρατηθήκαμε από λαγόνια κι αν αγκαλιάσαμε
μ' όλη τη δύναμή μας άλλους αυχένες
κι αν σμίξαμε την ανάσα μας με την ανάσα
εκείνου του ανθρώπου
κι αν κλείσαμε τα μάτια μας, δεν ήταν άλλη
μονάχα αυτός ο βαθύτερος καημός να κρατηθούμε
μέσα στη φυγή
ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ
ΠΑΝΩ ΣΕ ΜΙΑ ΧΕΙΜΩΝΙΑΤΙΚΗ ΑΧΤΙΝΑ
"Είπες εδώ και χρόνια:
"Κατά βάθος είμαι ζήτημα φωτός".
Και τώρα ακόμη σαν ακουμπάς
στις φαρδιές ωμοπλάτες του ύπνου
ακόμη κι όταν σε ποντίζουν
στο ναρκωμένο στήθος του πελάγου
ψάχνεις γωνιές όπου το μαύρο
έχει τριφτεί και δεν αντέχει
αναζητάς ψηλαφητά τη λόγχη
την ορισμένη να τρυπήσει την καρδιά σου
για να την ανοίξει στο φως
Μάνος Χατζιδάκης
Έκτορας κι Ανδρομάχη
Από το Τρωικό κάστρο η Ανδρομάχη
στον Έκτορα που κίναγε στη μάχη
φώναξε με φωνή φαρμακωμένη
Στρατιώτη μου, τη μάχη θα κερδίσει
όποιος πολύ το λαχταρά να ζήσει
Όποιος στη μάχη πάει για να πεθάνει
στρατιώτη μου, για πόλεμο δεν κάνει
Όποιος στη μάχη πάει για να πεθάνει
στρατιώτη μου, για πόλεμο δεν κάνει
Έτσι και μένα η κόρη του Γαβρίλη
σαν έφευγα στις είκοσι τ’ Απρίλη
μου φώναξε ψηλά από το μπαλκόνι
Στρατιώτη, αν θες τη μάχη να κερδίσεις
μια κοπελίτσα κοίτα ν’ αγαπήσεις
Όποιος στο γυρισμό του όρκο δεν κάνει
στρατιώτη μου, τον πόλεμο τον χάνει
ΖΑΧΑΡΙΑΣ ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ
ΡΟΥΜΕΛΗ
Τη μάνα μου τη Ρούμελη ν' αγνάντευα το λαχταρώ
ψηλά που με νανούριζες καημένο Καρπενήσι!
Τρανά πλατάνια ξεδιψούν σε βρύσες με το κρύο νερό
Σαρακατσάνα ροβολάει και πάει για να γεμίσει.
Με κρουσταλένια σφυριχτά, σε λόγκους φεύγουν σκοτεινούς
κοτσύφια και βοσκόπουλα με τα λαμπρά τα μάτια,
νερά βροντούνε στο γκρεμό και πάνε προς τους ουρανούς
ίσια κι ορθά, σαν την ψυχή της Ρούμελης, τα ελάτια....
ΝΙΚΟΣ ΚΑΒΑΔΙΑΣ 14.01.2005
ΓΥΝΑΙΚΑ
Χόρεψε πάνω στο φτερό του καρχαρία
Παίξε στον άνεμο τη γλώσσα σου και πέρνα
Αλλού σε λέγανε Γιουδήθ, εδώ Μαρία
Το φίδι σκίζεται στο βράχο με τη σμέρνα
Από παιδί βιαζόμουνα, μα τώρα πάω καλιά μου
Μια τσιμινιέρα με όρισε στον κόσμο και σφυρίζει
Το χέρι σου, που χάιδεψε τα λιγοστά μαλλιά μου
για μια στιγμή αν με λύγισε, σήμερα δεν με ορίζει
Βαμμένη. Να σε φέγγει κόκκινο φανάρι
Γιομάτη φύκια και ροδάνθη, αμφίβια Μοίρα
Καβάλαγες ασέλωτο με δίχως χαλινάρι
πρώτη φορά, σε μια σπηλιά, στην Αλταμίρα
Σαλτάρει ο γλάρος το δελφίνι να στραβώσει
Τι με κοιτάς; Θα σου θυμίσω εγώ που μ' είδες
Στην άμμο πάνω σ' είχα ανάστροφα ζαβώσει
τη νύχτα που θεμέλιωναν τις Πυραμίδες
Βαμμένη. Να σε φέγγει φως αρρωστημένο
διψάς χρυσάφι. Πάρε, ψάξε, μέτρα
Εδώ κοντά σου, χρόνια ασάλευτος να μένω
ως να μου γίνεις Μοίρα, Θάνατος και Πέτρα
ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΚΟΥΛΕΝΤΙΑΝΟΣ 17.01.05
ΝΥΧΤΑ ΚΑΙ ΜΕΡΑ
Η νύχτα πλησιάζει
κι είναι πολλά που θα 'θελα
πολλά που δεν μ' αφήσανε
ή δεν τόλμησα
να κάνω....
Η νύχτα πλησιάζει...
Πάντα μου λάτρεψα τη μέρα
το φως του ήλιου
το πρωινό χαμόγελο
του γαλατά στο δρόμο.
Νύχτα και μέρα.
Μήπως, λέω, μήπως
είναι το ίδιο πράγμα
δύο όψεις του νομίσματος
που κρύβαμε στην τσέπη;
Τί ωφελεί να το γνωρίζεις;
Κουτή κι ανώφελη φιλοσοφία.
Μόνη αλήθεια : εκείνο το κορίτσι
με τα χυμμένα στήθη
που προχωρούσε κουνιστό...
ΕΓΩ
Αυτός είμαι:
Δυο μάτια
Δυο χέρια
Μια ψυχή αιώνια διψασμένη
Σ' όποιον αρέσω...
Σάββας Γαβριηλίδης 18.01.05
ΠΩΣ ΝΑ ΣΕ ΓΝΩΡΙΣΩ;
Κι αν ακόμη γινόταν να ταξιδέψω
στα τρίσβαθα του μυαλού σου,
κι αν ήταν βολετό να εξηγήσω
κάτι απ' τις απόκρυφες σκέψεις σου,
θα 'πρεπε για να σε γνωρίσω
να προσεγγίσω την ψυχή σου.
Που όμως να ψάξω να τη βρω;
Πώς να ξεπεράσω αυτό το μυστήριο;
θα μείνουμε άγνωστοι, ανήμποροι,
με μόνη βοήθεια κάποια σημάδια,
που γρήγορα κι αυτά θα ξεθωριάσουν.
Στίχοι: 19.01.05
Σούσης Αδάμ
συνθέτης - τραγούδι:
Λαυρέντης Μαχαιρίτσας
Σ' όλα τα άλλα δημοκράτης, ήπιος και ανεκτικός
μα στον έρωτα αντάρτης και σκληροπυρηνικός
Ο πλουραλισμός δουλεύει μόνο στη δημοκρατία
ο έρωτας ο προλετάριος δε σηκώνει αποστασία
Στην αγάπη είμαι κνίτης, και να μου τη διαδηλώνεις
Να 'χεις τη γροθιά σφιγμένη, όταν πρόκειται για μας
Κάθε χάδι σαν τσιτάτο θέλω να τ' αφομοιώνεις
και Σταλινικιά να είσαι σε ζητήματα καρδιάς
Στα συντάγματα οι διατάξεις θέλουν εκσυγχρονισμό
μα στον έρωτα ό,τι αλλάξεις, πάντα φέρνει διχασμό
Για το αίσθημα δουλεύω έξτρα και υπερωρία
Μα αν δε δώσεις ό,τι παίρνεις, θα σε στείλω εξορία
Τι είναι ποίηση... 20.01.05
"Αν ένα πουλί μπορούσε να πει με ακρίβεια τι τραγουδάει, γιατί τραγουδάει, και τι είναι αυτό που το κάνει να τραγουδάει, δεν θα τραγούδαγε".
Παραλλάζοντας αυτή τη σημείωση του Πωλ Βαλερύ, η οποία παραπέμπει αμέσως στον Ποιητή και στην Ποίηση, θα λέγαμε: "Αν ένας ποιητής μπορούσε να πει με ακρίβεια τι γράφει, γιατί γράφει και τι είναι αυτό που τον κάνει να γράφει, δεν θα έγραφε".
Κι εγώ τώρα δεν ξέρω να σας πω τι είναι Ποίηση και γιατί γράφω ποιήματα. Πολύ περισσότερο δεν ξέρω να σας πω σε τι μας βοηθάει η Ποίηση και ποιος είναι ο σκοπός της.
Το μόνο που ξέρω είναι πως ο Ποιητής ήταν πάντα ένας αφοσιωμένος της Ζωής. Είτε τον γεμίζει χαρά, είτε τον θλίβει η Ζωή, είτε τον πάει στον Ουρανό, είτε τον κατεβάζει στην Κόλαση, αυτός μένει πάντα ο αφοσιωμένος της.
Τη μυστήρια αγάπη του για τη Ζωή δεν έχει άλλο τρόπο να την εκφράσει: γράφει ποιήματα. Νομίζω ότι προσπαθεί να εκφράσει κυρίως αυτό που κρύβει η ζωή. 'Οπως ο έρωτας κρύβει αυτό που μας κάνει ερωτευμένους.
Η Ποίηση λοιπόν είναι πράξη ερωτική; 'Η μήπως πράξη απόγνωσης; 'Η μήπως και τα δύο; Πράξη ερωτική και συνάμα π ράξη απόγνωσης.
Για την ποιητική πράξη έχουν γραφτεί πολλά και διάφορα. Και από τους ιδιους τους τεχνίτες και από τους θεωρητικούς. Πολλές φορές οι Ποιητές προσπάθησαν να διατυπώσουν τον ανύπαρκτο ορισμό της Ποίησης, σα να κοίταζαν σ' έναν καθρέφτη όπου δεν έβλεπαν το πρόσωπό τους, αλλά το απόλυτο κενό.
Σταχυολογώ πρόχειρα:
Η ποίηση είναι η αναζήτηση του ανεξήγητου
Στήβενς
Η ποίηση αρχίζει πάντα, όταν κάποιος που πρόκειται να γίνει ποιητής, διαβάζει ένα ποίημα.
Μίλτον
Η ποίηση μας δημιουργεί την εντύπωση, όχι πως ανακαλύψαμε κάτι καινούργιο, αλλά πως θυμηθήκαμε κάτι που είχαμε ξεχάσει.
Μπράντλεϋ
Η ποίηση είναι το καταφύγιο που φθονούμε.
Καρυωτάκης
Η ποίηση είναι ένας φασιανός που χάνεται στους θάμνους
Στήβενς
Η ποίηση έχει τις ρίζες της στην ανθρώπινη ανάσα.
Σεφέρης
Η ποίηση υπαγορεύεται από ένα δαιμόνιο, αν και θα ήταν υπερβολή να το χαρακτηρίσει κανείς αγγελικό.
Ζεζλάβ Μίλοζ
Η ποίηση είναι έκφραση, αν ένας στίχος είναι έκφραση, αν καθένα από τα μέρη που απαρτίζουν ένα στίχο, κάθε μία λέξη, είναι εκφραστικά μόνα τους.
Κρότσε
Η ποίηση δεν είναι ο τρόπος να μιλήσουμε αλλά ο καλύτερος τοίχος να κρύψουμε το πρόσωπό μας.
Αναγνωστάκης
Η ομορφιά καραδοκεί. Αν είμαστε ευαίσθητοι, θα την αισθανθούμε μέσα στην ποίηση όλων των γλωσσών.
Μπόρχες
Η ποίησις είναι ανάπτυξις στίλβοντος ποδηλάτου.
Εμπειρίκος
Η ποίηση αρχίζει με την επίγνωση εκ μέρους μας όχι της Πτώσης, αλλά του ότι πέφτουμε.
Μπλουμ
'Οταν διαβάζουμε ένα καλό ποίημα, φανταζόμαστε πως κι εμείς θα μπορούσαμε να το έχουμε γράψει, πως το ποίημα προϋπήρχε μέσα μας.
Μπόρχες
Η ποίηση ένα πράγμα ανάλαφρο, ιερό και φτερωτό.
Πλάτων
Η ποίηση δεν είναι ένα ελευθέρωμα της συγκίνησης, αλλά απόδραση από τη συγκίνηση. Δεν είναι έκφραση της προσωπικότητας, αλλά απόδραση από την προσωπικότητα.
Έλιοτ
Η ποίηση είναι η πιο πυκνή μορφή προφορικής έκφρασης.
Πάουντ
Η ποιότητα ενός μεγάλου ποιητή είναι πανταχού παρούσα και πουθενά ορατή σαν μία ξεχωριστή συγκίνηση.
Κόλεριτζ ή Ντε Κουίνσυ
Αν κάποιος μάθει καλά ελληνικά, μπορεί να βρει σχεδόν "ολόκληρη την ποίηση" στον Όμηρο.
Πάουντ
Είναι παράξενο πως γράφει κανείς ποιήματα.
Σεφέρης
Οι ποιητές όλων των εποχών έλαβαν μέρος στη συγγραφή ενός Μεγάλου Ποιήματος αενάως εν εξελίξει.
Σέλλεϋ
Στην ίδια την ουσία της ποίησης υπάρχει κάτι το απρεπές: Φανερώνονται πράγματα που δεν ξέραμε πως τα κρύβαμε μέσα μας και τρομάζουμε σα να είχε ξεπηδήσει μια τίγρης και στεκόταν μπροστά μας στο φως τινάζοντας την ουρά της.
Σέσλαβ Μίλοζ
Όλη η ποίηση είναι ποίηση πειραματική.
Στήβενς
Η ποίηση είναι η αιτία που φθείρει το κάθε τι από το μη είναι στο είναι.
Πλάτωνας
"Διο ευφυούς η ποιητική εστιν ή μανικού. Τούτων γαρ οι μεν εύπλαστοι οι δε εκστατικοί εισίν".
(Η τέχνη της ποίησης είναι έργο του προικισμένου μάλλον παρά του μανικού καλλιτέχνη, γιατί ο πρώτος είναι ο επιδέξιο μιμητής, ενώ ο δεύτερος κατέχεται από ενθουσιασμό και του λείπει η ψυχική ηρεμία).
Αριστοτέλης
Ο κατάλογος είναι ανεξάντλητος όπως ανεξάντλητες είναι οι άπειρες αισθήσεις που μας υποβάλλει η Ποίηση. Θα σταματήσω εδώ. Και θα τον κλείσω με μια φράση του Πεσόα:
Ο άνεμος φυσάει
έτσι όπως τον άκουσε ο Όμηρος
ακόμα κι αν δεν υπήρξε ποτέ
Ανέφερα τον Πεσόα, αλλά δεν σας αποκάλυψα τα ονόματα εκείνων που έγραψαν αυτούς τους στοχασμούς για την Ποίηση. Καλύτερα έτσι. Ίσως αυτός ο τρόπος μας φέρνει πιο κοντά σε Κείνον που αποσβύνοντας ολοένα το πρόσωπό του μέσα στο έργο του, γίνεται ο άλλος, γίνεται οι άλλοι, γίνεται ο Κανένας. Θέλω να πω μας φέρνει πιο κοντά στον Ποιητή και στο Ποίημα.
Και τι είναι τελικά το Ποίημα; 'Ισως είναι το νόμισμα που σφίγγει στα δόντια του ο Ποιητής για να μπει στη βάρκα του Θανάτου. Με αυτό θα πληρώσει για το μέγα θαύμα που αξιώθηκε και που δεν είναι άλλο από την ίδια τη ζωή.
Έχω γράψει τούτο το χαϊ-κου:
'Ολοι χωράμε
οι ζωντανοί κι οι νεκροί
σ' ένα ποίημα
Αλλά και όλη η μνήμη του κόσμου χωράει μέσα στην Ποίηση. 'Η τουλάχιστον αυτή τη μαγική εντύπωση μας δίνει η τέχνη της Ποίησης. Πως όσα έχουν χαθεί και κείνα που θα έρθουν και θα περάσουν και θα χαθούν θα μείνουν για πάντα μέσα στην Ποίηση.
Θα μείνουν για πάντα μέσα στην Ποίηση "όσα κι αν είναι λίγα αυτά που σταματιούνται" όπως θα έλεγε ο Αλεξανδρινός.
Μελαχρινός Aπόστολος 20.01.05
Έξαρση [II]
Kρατιέμαι από γενιά δρακόντεια,
που από μια χώρα κίνησε υπερπόντια
κι έχω ακατάλυτα: νύχια, μαλλιά και δόντια.
H όψη μου φαντάζει λεονταρίσια,
τ' αδρό κορμί μου συνερίζεται τα κυπαρίσσια,
κι αλύγιστος, τραβώ το δρόμο ίσια.
Kαι των θεών ο αγαπημένος σάμπως
που είμαι, θα σβήσω μες σε θάμπος
από άρωμα κι από αρμονία κι από λάμπος.
Σε μια σάλα που θα μεθάν οι πολυελαίοι
και τα όνειρά μου η μουσική θα λέει,
κάποια βραδιά θε να βρεθούμε, ωραίοι.
M' ένα ζευγάρι στα μαλλιά σου ρόδα,
θε να χορεύεις λύγερη κι αλαφροπόδα.
Θα πέσει το 'να σου άνθος (κι όπως σε ύπνο το 'δα,
πόθρεφα τα όνειρά μου σαν τον πελεκάνο)
για να το πάρω θε να σκύψω επάνω
στο μοσκοβόλημα ενός ρόδου, να πεθάνω.
Άμα σε λέγαν Βάσω
Στίχοι /μουσική Νικόλας Άσιμος
Άμα σε λέγαν Βάσω θα ήταν μια χαρά
Κι αν ήμουν ο Πικάσο θα σε ζωγράφιζα.
Αν ήμουνα η Τζέην και ήσουν ο Ταρζάν
Απ’ το Ελ-Αλαμέιν θα ‘ρχόσουν στο Σουδάν.
Άμα σε λέγαν, κι αν ήσουν, κι αν ήμουν
Και τζιντζι-μιντζι-χοντζιριά...
Αν ήσουν Μαγγελάνος και ήμουνα νησί
Αν ήμουν Ινδιάνος και ήσουνα στενή.
Αν ήμουν ο Γαλάκος και ήσουν ο Μπουμπλής
Να σου ‘κανα μια τρίπλα και άιντε να με βρεις.
Πάρε μια ρέα (;) και κούκου νιάου ρέα
Να είχες και κεραία...
Εάν ο κόσμος είναι εύγευστη σούπα
Το μεζεδάκι είμαι εγώ μέσα
Το μυστικό μου θα το μάθω ίσως
Εάν και όταν φαγωθώ...
Αν ήμουνα αρλούμπα κι εσύ παραμυθάς
Να σου ‘κανα μια τούμπα κι εσύ να μου γελάς.
Αν ήμουν ο θεούλης και ήσουν ο Χριστός
Θα ήμουνα πατέρας κι εσύ θα ήσουν γιος!
Άμα και άμα και θα και άμα
Και να το θάμα...
Σαν περπατάς σ’ αυτούς τους δρόμους να προσέχεις
Να μην πατήσεις τη σκιά σου
Εκτός εάν και τούτη δεν την βλέπεις
Οπότε πας και στη δουλειά σου!!
Αν ήμουνα τραγούδι κι εσύ ο στιχουργός
Θα χόρευε τ’ αρκούδι και ο δημιουργός.
Αν ήσουνα ο Βούδας κι εγώ οροσειρά
Θα είχα τη νιρβάνα πιασμένη απ’ την ουρά. Να!
ΝΙΚΟΣ ΓΚΑΤΣΟΣ
μουσική Μάνου Χατζιδάκη
ΧΑΡΤΙΝΟ ΤΟ ΦΕΓΓΑΡΑΚΙ
Θα φέρει η θάλασσα πουλιά
κι άστρα χρυσά τ’ αγέρι
Να σου χαϊδεύουν τα μαλλιά
να σου φιλούν το χέρι
Χάρτινο το φεγγαράκι, ψεύτικη η ακρογιαλιά
Αν με πίστευες λιγάκι, θα ’ταν όλα αληθινά
Δίχως τη δική σου αγάπη γρήγορα περνά ο καιρός
Δίχως τη δική σου αγάπη είναι ο κόσμος πιο μικρός
ΝΑΠΟΛΕΩΝ ΛΑΠΑΘΙΩΤΗΣ 26.01.05
Κλείσε τα παράθυρα
Κλείσε τα παράθυρα μη βλέπουν οι γειτόνοι,
και την πόρτα σφάλισε και σβήσε το κερί.
Η αγκαλιά μου επύρωσε σαν το κερί και λιώνει,
για σφιχταγκαλιάσματα κι όλο καρτερεί.
Κλείσε μη μας βλέπουνε λοξά οι ματιές του κόσμου,
δώσ' μου το χειλάκι σου, πούναι απαλό, νωπό.
Έχω κάτι ολόγλυκο για σένα απόψε, φως μου,
έχω κάτι ολόγλυκο σα μέλι να σου πω.
Έλα πέσε απάνω μου και μην κοιτάς με τρόμο.
Το κερί μας έσβησε, δεν μας θωρεί κανείς.
Ξέχασε πως βρίσκονται κι άλλες ψυχές στο δρόμο,
κι άσε να κυλήσουμε σε πέλαγα ηδονής.
Έλα, ως τα μεσάνυχτα θα σε φιλώ στο στόμα,
έλα, κι είναι οι πόθοι μου τρελοί, τόσο τρελοί,
που το γλυκοχάραμα θα μας προλάβει ακόμα
στο πρώτο μας αγκάλιασμα, στο πρώτο μας φιλί.
Κι όταν σε ρωτήσουνε τη χαραυγή οι γειτόνοι,
για ποιο λόγο σφάλισες, αχ! πες τους, να χαρείς,
πες τους πως στην κάμαρα φοβάσαι άμα νυχτώνει,
κι έπεσες και πλάγιασες νωρίς, τ' ακούς; νωρίς
Μαρία Πολυδούρη
Γιατί μ' αγάπησες
Δεν τραγουδώ παρά γιατί μ' αγάπησες
στα περασμένα χρόνια.
Και σε ήλιο, σε καλοκαιριού προμάντεμα
και σε βροχή, σε χιόνια,
δεν τραγουδώ παρά γιατί μ' αγάπησες.
Μόνο γιατί με κράτησες στα χέρια σου
μια νύχτα και με φίλησες στο στόμα,
μόνο γι' αυτό είμαι ωραία σαν κρίνο ολάνοιχτο
κ' έχω ένα ρίγος στην ψυχή μου ακόμα,
μόνο γιατί με κράτησες στα χέρια σου.
Μόνο γιατί τα μάτια σου με κύτταξαν
με την ψυχή στο βλέμμα,
περήφανα στολίστηκα το υπέρτατο
της ύπαρξής μου στέμμα,
μόνο γιατί τα μάτια σου με κύτταξαν.
Μόνο γιατί όπως πέρναα με καμάρωσες
και στη ματιά σου να περνάη
είδα τη λυγερή σκιά μου, ως όνειρο
να παίζει, να πονάη,
μόνο γιατί όπως πέρναα με καμάρωσες.
Γιατί δισταχτικά σα να με φώναξες
και μου άπλωσες τα χέρια
κ' είχες μέσα στα μάτια σου το θάμπωμα
- μια αγάπη πλέρια,
γιατί δισταχτικά σα να με φώναξες.
Γιατί, μόνο γιατί σε σέναν άρεσε
γι' αυτό έμεινεν ωραίο το πέρασμά μου.
Σα να μ' ακολουθούσες όπου πήγαινα,
σα να περνούσες κάπου εκεί σιμά μου.
Γιατί, μόνο γιατί σε σέναν άρεσε.
Μόνο γιατί μ' αγάπησες γεννήθηκα,
γι' αυτό η ζωή μου εδόθη.
Στην άχαρη ζωή την ανεκπλήρωτη
μένα η ζωή πληρώθη.
Μόνο γιατί μ' αγάπησες γεννήθηκα.
Μονάχα για τη διαλεχτήν αγάπη σου
μου χάρισε η αυγή ρόδα στα χέρια.
Για να φωτίσω μια στιγμή το δρόμο σου
μου γέμισε τα μάτια η νύχτα αστέρια,
μονάχα για τη διαλεχτήν αγάπη σου.
Μονάχα γιατί τόσο ωραία μ' αγάπησες
έζησα, να πληθαίνω
τα ονείρατά σου, ωραίε που βασίλεψες
κ' έτσι γλυκά πεθαίνω
μονάχα γιατί τόσο ωραία μ' αγάπησες.
Καβάφης Κ.Π.
Προς τας Kυρίας
Sigh no more, ladies, sigh no more,
Μen were deceivers ever, etc. etc.
SΗAΚΕSPΕARΕ
Κυρίαι, μη εις στεναγμούς
περνάτε τον καιρόν·
δόλιον είναι σμήνος το γένος των ανδρών.
Επί της γης ο εις των πους,
κι’ ο άλλος στο νερόν,
επιμονήν δεν δείχνουν εις έργον ή σκοπόν.
Μη στενάζετε, λοιπόν,
μη πενθήτε διά λεπτόν,
ίνα ευτυχισμέναι ήσθε, ζήσετε μακράν αυτών!
Μη πλέον, θλιβερά φωνή,
των πενθηρών ωδών
ψάλλετε τα παράπονα στα ώτα των κωφών·
η πλάνη των διαγωγή
είναι αρχαίον κακόν
ωσάν το πρώτον θέρος ’που εφάνη ανθηρόν.
Μη στενάζετε, λοιπόν,
μη πενθήτε διά λεπτό,
ίνα ευτυχισμέναι ήσθε, ζήσετε μακράν αυτών!
Αργύρης Εφταλιώτης 01.02.2005 (NAI)
ΠΑΤΙΝΑΔΑ
Τώρα που η νύχτα πύκνωσε και γέρνει το φεγγάρι
που ένα αγόρι ξαγρυπνάει για το χατήρι σου,
που το σκοτάδι η γης φορεί κι ο ουρανός τη χάρη,
έβγα φεγγαροπρόσωπη στο παραθύρι σου.
Έβγα και γλυκοπότισε λουλούδια μαραμένα,
κι αν έχεις στάλα πονεσιά μες την καρδούλα σου,
λυπήσου με, και δόστηνα σε χείλη διψασμένα,
ν' αναστηθώ σα λούλουδο με τη δροσούλα σου.
Η θάλασσα τη γης φιλάει και τις ιτιές τ' αγέρι,
κι εγώ μονάχα δε φιλώ τα δυο χειλάκια σου,
με χίλια αστέρια ο ουρανός, κι εγώ χωρίς αστέρι,
σκοτάδι η γης, κι εγώ χωρίς τα δυο ματάκια σου!
Κατέβα και περπάτησε, νεράιδα μες τα σκότη,
και μίλησέ μου να θαρρώ πως αναστήθηκα,
πές μου τα λόγια τα γλυκά που πρωτολέει η νιότη,
κι ας αποθάνω ακούγοντας πως αγαπήθηκα.
ΔΗΜΗΤΡΑΚΟΠΟΥΛΟΣ ΠΟΛΥΒΙΟΣ
ΕΙΣ ΤΟΝ ΕΡΩΤΑ
Αχ, σιχαμένε! έβαλες τον κόσμον εις το χέρι!
Για σένα κάθε σούσουρο και κάθε νταραβέρι'
συ έκανες τη βρωμογή μ΄αυτήν την προκοπή της
να γίνη ο χειρότερος του ουρανού πλανήτης.
Και όμως σούστησαν βωμούς σ΄όλους σχεδόν τους τόπους
όλα αυτά τα ξόανα όπου τα λεν ανθρώπους,
και αλληλοσκοτώνουνται για χάρη σου σα βόδια,
αντί να σε μουτζώνουνε με χέρια και με πόδια!
Συ άναψες πυρκαϊές σ΄όλα της γης τα πέρατα'
συ έκανες και φθήνηναν πολύ τα ξυλοκέρατα'
συ κάνεις το αφεντικό να χάνη το σκυλί του'
συ δεν αφήνεις κόκορα να στέκη στην αυλή του'
συ και τις κότες έκανες τ΄αυγά τους να σκορπίζουνε
κι αλλού να τρέχουν να γενούν κι αλλού να κακαρίζουνε.
Για σένα παίρνουν τα μυαλά των γυναικών αέρα
και χάνεται σιγά σιγά η ράτσα του πατέρα'
για σένα φεύγει το παιδί από την παραμάνα του
και χάν΄ η μάνα το παιδί και το παιδί τη μάνα του'
για σένα πάει το σταμνί πολλές φορές στη βρύση,
κι από το σύρε κι έλα του ξεχνάει να γυρίση'
για σένα τρέχει το νερό κι απέξω από τα’ αυλάκι του
και κύλα-κύλα ο τέντζερης πηγαίνει στο καπάκι του.
ΟΛΑΡΙΑ ΟΛΑΡΑ
ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΣΑΒΟΠΟΥΛΟΣ
Ολαρί - α, ο λα ρά, χιόνι πέφτει από ψηλά
χιόνι πέφτει και σκεπάζει την αυλή μας, το μυαλό μου φτερουγίζει μακριά
χιόνι πέφτει και σκεπάζει τη σκεπή μας και το άρρωστο σκυλί μας ξεψυχά
Ολαρία - ολαρά, μαύρο τύμπανο χτυπά
τα παιδιά που αγαπούν τα στρατιωτάκια, τ’ αλογάκια και τα ξύλινα σπαθιά
βρικολάκιασαν σε τούτα τα στιχάκια, έλα μέσα και μίλα πιο σιγά
Ολαρία - ολαρά, δάγκωσε με πιο βαθιά
Αχ, ο Όλιβερ Τουίστ χαμογελάει και ο Χίτλερ του χαϊδεύει τα μαλλιά
διαμαντένιο δαχτυλίδι του φοράει και πετούν αγκαλιασμένοι μακριά
Ολαρία - ολαρά, με σουραύλια και βιολιά
θα βρεθούμε όλοι μαζί στο πανηγύρι, θα ‘ναι όλη η παλιά μας συντροφιά
και θα πιούμε από το ίδιο το ποτήρι και την πιο πικρή γουλιά
Ολαρία - ολαρά, γύρω - γύρω τα παιδιά
ο μαρκήσιος Ντε Σαντ μ’ ένα χίπη, ο φονιάς με το θύμα αγκαλιά
ο γραμματέας μαζί με τον αλήτη κι η παρθένα με τον σατανά
Όλα είναι μακρινά κι ευτυχισμένα
και το χιόνι πέφτει από ψηλά
τα ζευγάρια στροβιλίζονται πιο πέρα
κι η κοπέλα μου αστράφτει από χαρά
Ρίχνω την καρδιά μου στο πηγάδι
να γενεί νερό να ξεδιψάσεις
Σπέρνω την καρδιά μου στο λιβάδι
να γενεί ψωμάκι να χορτάσεις
Στη φωτιά τη ρίχνω την καρδιά μου
τα χεράκια σου έλα να ζεστάνεις
Στον αγέρα ρίχνω την καρδιά μου
να γενεί δροσούλα ν’ ανασάνεις
ΝΑΖΙΜ ΚΙΧΜΕΤ 07/02/2005
Επιστολές και ποιήματα
(1942-1946)
Η πιο όμορφη θάλασσα είναι αυτή
που δεν την αρμενίσαμε ακόμα.
Το πιο όμορφο παιδί
δε μεγάλωσε ακόμα.
Τις πιο όμορφες μέρες
τις πιο όμορφες μέρες μας
δεν τις ζήσαμε ακόμα
κι αχ ό,τι πιο όμορφο θα 'θελα να σου πω
δε στο 'πα ακόμα
Γιώργος Αθάνας 08.02.2005
Νοσταλγίες
Φέρε με πάλι στους παληούς καιρούς,
καρδιά νοσταλγική,
κι άσε με εκεί μονάχο
σα ναυαγό που πρόφτασε
την ώρα πόλαμψε η αστραπή
κι' αρπάχτηκε στο βράχο.
Δύστυχη ανθρώπινη καρδιά,
ποτέ δε θα ευχαριστηθείς!
Ενώ ευτυχείς περίσσια
στα ολάνθιστά σου τωρινά -
των περασμένων σου ποθείς
τ' άνανθα ξερονήσια
Κωστής Παλαμάς
Η Αγάπη μας...
Η Αγάπη μας παιδούλα στα χρόνια.
Του πάθους μας ακόμα δεν είδαν την τρεμούλα τ' αηδόνια.
Η Αγάπη μας, παιδούλα… μα να, στο πρόσωπό της
ούτε η δροσούλα της αυγής, ούτε η χαρά της νιότης.
Σαν να 'χουνε την όψη της αιώνες οργωμένη.
Κάτι άναρχο κι ατέλειωτο στο πρόσωπό της μένει.
Κωστής Παλαμάς
Ηδονισμός
Από τραγούδια έν' άυλο κομπολόι
Σ' εσέ δεν ήρθα σήμερα να δώσω.
Με τα τραγούδια εγώ θα σε λιγώσω
Και με τα ξόρκια, αγάπη μου, ενός γόη.
Γυμνοί. Και σαν κισσός θα σκαρφαλώσω
Να φάω το κορμί σου που με τρώει.
Του λαγκαδιού σου την δροσάτη χλόη
Με το χέρι θρασά θα την πυρώσω.
Το κρασί που ξανάφτει και το γάλα
Που κοιμίζει θα φέρω στάλα στάλα,
Μ' όλο μου το κορμί να σε ποτίσω
Και στα πόδια σου τα' ασπροσκαλισμένα,
Δυο βάζα που μου παίρνουνε τα φρένα,
Στερνή μανία το μέλι μου θα χύσω.
Γιώργος Σεφέρης
Άνθη της πέτρας
Άνθη της πέτρας μπροστά στην πράσινη θάλασσα
με φλέβες που μου θύμιζαν άλλες αγάπες
γυαλίζοντας στ' αργό ψιχάλισμα
Άνθη της πέτρας φυσιογνωμίες που ήρθαν
όταν κανένας δεν μιλούσε και μου μίλησαν
που μ' άφησαν να τις αγγίξω ύστερα από την σιωπή
μέσα σε πεύκα σε πικροδάφνες και σε πλατάνια
Κεμάλ (από Δ Παπακωνσταντίνου)
(Νίκος Γκάτσος/ Μάνος Χατζηδάκης)
Στης ανατολής τα μέρη μια φορά κι έναν καιρό
Ήταν άδειο το κεμέρι, μουχλιασμένο το νερό.
Στη Μοσούλη, στη Βασόρα, στην παλιά τη χουρμαδιά
Πικραμένα κλαίνε τώρα της ερήμου τα παιδιά
Μα ένας νέος από σόι και γενιά βασιλική αγρικάει το μοιρολόι και τραβάει κατά κει.
Τον ακούν οι Βεδουίνοι με ματιά λυπητερή
Κι όρκο στον Αλλάχ τους δίνει πως θα αλλάξουν οι καιροί
Σαν ακούσαν οι αρχόντοι του παιδιού την αφοβιά
Ξεκινάν με λύκου δόντι και με λιονταριού προβιά
Απ τον Τίγρη στον Ευφράτη κι απ τη γη στον ουρανό
Κυνηγάν τον αποστάτη να τον πιάσουν ζωντανό.
Πέφτουν πάνω του τα στίφη σαν ακράτητα σκυλιά Και τον πάνε στο Χαλίφη να του βάλει τη θηλιά
Μαύρο μέλι, μαύρο γάλα ήπιε εκείνο το πρωί
Πριν αφήσει στην κρεμάλα τη στερνή του την πνοή.
Με δυο γέρικες γκαμήλες κι ένα κόκκινο φαρί
Στου παράδεισου τις πύλες ο προφήτης καρτερεί
Πάνε τώρα χέρι-χέρι κι είναι γύρω συννεφιά
Μα της Δαμασκού τα αστέρι τους κρατούσε συντροφιά
Σ ένα μήνα, σ΄ένα χρόνο βλέπουν μπρος τους τον Αλλάχ
Που από τον ψηλό του θρόνο λέει στον άμυαλο Σεβάχ
Νικημένο μου ξεφτέρι δεν αλλάζουν οι καιροί
Με φωτιά και με μαχαίρι πάντα ο κόσμος προχωρεί
... Καληνύχτα Κεμάλ, αυτός ο κόσμος δεν θ αλλάξει ποτέ...
Για την Ελένη
Στίχοι: Μπουρμπούλης Μιχάλης
Μουσική: Μάνος Χατζιδάκις
Είκοσι χρόνια με ρωτάς
ποιος πήρε την Ελένη
μα εκείνη μόνη στο σχολειό
τον Πάρι περιμένει
Είκοσι χρόνια με ρωτάς
Ποιον αγαπά η Ελένη
είναι στη Σπάρτη, στα νησιά
Στη Τροία παντρεμένη
Με ρωτούν για την Ελένη
Αχ Ελένη
Που ‘ναι εικόνα δακρυσμένη
Αχ Ελένη
Μα εγώ δεν απαντώ
Την καρδιά μου τη σφραγίζω
Και την πίκρα μου κεντώ
Είκοσι χρόνια με ρωτάς
Που θα βρεθεί η Ελένη
Σα ζωγραφιά στην εκκλησιά
ή σαν κερί αναμμένη
Είκοσι χρόνια με ρωτάς
Που θάψαν την Ελένη
Μπορεί στο Άργος, στους αγρούς
Μπορεί στην οικουμένη
Σεφέρης Γιώργος
Θεοδωράκης Μίκης
Κράτησα τη ζωή μου
Κράτησα τη ζωή μου
ταξιδεύοντας ανάμεσα σε κίτρινα δέντρα
κατά το πλάγιασμα της βροχής
Σε σιωπηλές πλαγιές
φορτωμένες με τα φύλλα της οξιάς
καμιά φωτιά στην κορυφή τους
Βραδιάζει....
Νίκος Γκάτσος
ΑΜΟΡΓΟΣ
[.....]
Πόσο πολύ σ' αγάπησα εγώ μονάχα το ξέρω
Εγώ που κάποτε σ' άγγιξα με τα μάτια της πούλιας
Και με τη χαίτη το φεγγαριού σ' αγκάλιασα και χορέψαμε μες στους καλοκαιριάτικους κάμπους Πάνου στη θερισμένη καλαμιά και φάγαμε μαζί το κομμένο τριφύλλι
Μαύρη μεγάλη θάλασσα με τόσα βότσαλα τριγύρω στο λαιμό τόσα χρωματιστά πετράδια στα μαλλιά σου.
Ένα καράβι μπαίνει στο γιαλό ένα μαγκανοπήγαδο σκουριασμένο βογκάει
Μια τούφα γαλανός καπνός μες στο τριανταφυλλί του ορίζοντα
Ίδιος με τη φτερούγα του γερανού που σπαράζει
Στρατιές χελιδονιών περιμένουνε να πουν στους αντρειωμένους το καλωσόρισες. [.....]
Νίκος Γκάτσος
ΕιρHνη(απόσπασμα)του Γιάννη Ρίτσου(1909 - 1990) Ο πατέρας που γυρνάει τ' απόβραδο μ' ένα φαρδύ χαμόγελο στα μάτιαμ' ένα ζεμπίλι στα χέρια του γεμάτο φρούτακ' οι σταγόνες του ιδρώτα στο μέτωπό τουείναι όπως οι σταγόνες του σταμνιού που παγώνει το νερό στο παράθυρο,είναι η ειρήνη.'Οταν οι ουλές απ' τις λαβωματιές κλείνουν στο πρόσωπο του κόσμουκαι μες στους λάκκους πούσκαψαν οι οβίδες φυτεύουμε δέντρακαι στις καρδιές πούκαψε η πυρκαϊά δένει τα πρώτα τηςμπουμπούκια η ελπίδακ' οι νεκροί μπορούν να γείρουν στο πλευρό τους και να κοιμηθούν δίχωςπαράπονοξέροντας πως δεν πήγε το αίμα τους του κάκου,είναι η ειρήνη.
ΕΡΩΤΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ
Έστι δε φύλον εν ανθρώποισι ματαιότατον,
όστις αισχύνων επιχώρια παπταίνει τα πόρσω,
μεταμώνια θηρεύων ακράντοις ελπίσιν.
ΠΙΝΔΑΡΟΣ
Α'
Ρόδο της μοίρας, γύρευες να βρεις να μας πληγώσεις
μα έσκυβες σαν το μυστικό που πάει να λυτρωθεί
κι ήταν ωραίο το πρόσταγμα που δέχτηκες να δώσεις
κι ήταν το χαμογέλιο σου σαν έτοιμο σπαθί.
Του κύκλου σου το ανέβασμα ζωντάνευε τη χτίση
από τ' αγκάθι σου έφευγε το δρόμου ο στοχασμός
η ορμή μας γλυκοχάραζε γυμνή να σ' αποχτήσει
ο κόσμος ήταν εύκολος. Ένας απλός παλμός.
Β'
Τα μυστικά της θάλασσας ξεχνιούνται στ' ακρογιάλια
η σκοτεινάγρα του βυθού ξεχνιέται στον αφρό.
Λάμπουνε ξάφνου πορφυρά της μνήμης τα κοράλλια...
Ω μην ταράξεις... πρόσεξε ν' ακούσεις τ' αλαφρό
ξεκίνημά της... τ' άγγιξες το δέντρο με τα μήλα
το χέρι απλώθη κι η κλωστή δείχνει και σε οδηγεί...
Ω σκοτεινό ανατρίχιασμα στη ρίζα και στα φύλλα
να 'σουν εσύ που θα 'φερνες την ξεχασμένη αυγή!
Στον κάμπο του αποχωρισμού να ξανανθίζουν κρίνα
μέρες ν' ανοίγουνται ώριμες, οι αγκάλες τ' ουρανού,
να φέγγουν στο αντηλάρισμα τα μάτια μόνο εκείνα
αγνή η ψυχή να γράφεται σαν το τραγούδια αυλού...
Η νύχτα να 'ταν που έκλεισε τα μάτια; Μένει αθάλη,
σαν από δοξαριού νευρά μένει πνιχτό βουητό,
μια στάχτη κι ένας ίλιγγος στο μαύρο γυρογιάλι
κι ένα πυκνό φτερούγισμα στην εικασία κλειστό.
Ρόδο του ανέμου, γνώριζες μα ανέγνωρους μας πήρες
την ώρα που θεμέλιωνε γιοφύρια ο λογισμός
να πλέξουνε τα δάχτυλα και να διαβούν δυο μοίρες
και να χυθούν στο χαμηλό κι αναπαμένο φως.
Γ'
Ω σκοτεινό ανατρίχιασμα στη ρίζα και στα φύλλα!
Πρόβαλε ανάστημα άγρυπνο στο πλήθος της σιωπής
σήκωσε το κεφάλι σου από τα χέρια τα καμπύλα
το θέλημά σου να γενεί και να μου ξαναπείς
τα λόγια που άγγιζαν και σμίγαν το αίμα σαν αγκάλη
κι ας γείρει ο πόθος σου βαθύς σαν ίσκιος καρυδιάς
και να μας πλημμυράει με των μαλλιών σου τη σπατάλη
από το χνούδι του φιλιού στα φύλλα της καρδιάς.
Χαμήλωναν τα μάτια σου κι είχες το χαμογέλιο
που ανιστορούσαν ταπεινά ζωγράφοι αλλοτινοί.
Λησμονημένο ανάγνωσμα σ' ένα παλιό ευαγγέλιο
το μίλημά σου ανάσαινε κι η ανάλαφρη φωνή:
"Είναι το πέρασμα του χρόνου σιγαλό κι απόκοσμο
κι ο πόνος απαλά μες στην ψυχή μου λάμνει
χαράζει η αυγή τον ουρανό, τ' όνειρο μένει απόντιστο
κι είναι σαν να διαβαίνουν μυρωμένοι θάμνοι.
Με του ματιού τ' αλάφιασμα, με του κορμιού το ρόδισμα
ξυπνούν και κατεβαίνουν σμάρι περιστέρια
με περιπλέκει χαμηλό το κυκλωτό φτερούγισμα
ανθρώπινο άγγιγμα στο κόρφο μου τ' αστέρια.
Την ακοή μου ως να 'σμιξε κοχύλι βουίζει ο αντίδικος
μακρινός κι αξεδιάλυτος του κόσμου ο θρήνος
μα είναι στιγμές και σβήνουνται και βασιλεύει δίκλωνος
ο λογισμός του πόθου μου, μόνος εκείνος.
Λες κι είχα αναστηθεί γυμνή σε μια παρμένη θύμηση
σαν ήρθες γνώριμος και ξένος, ακριβέ μου
να μου χαρίσεις γέρνοντας την απέραντη λύτρωση
που γύρευα από τα γοργά σείστρα του ανέμου..."
Το ραγισμένο ηλιόγερμα λιγόστεψε κι εχάθη
κι έμοιαζε πλάνη να ζητάς τα δώρα τ' ουρανού.
Χαμήλωναν τα μάτια σου. Του φεγγαριού τ' αγκάθι
βλάστησε και φοβήθηκες τους ίσκιους του βουνού.
...Μες στον καθρέφτη η αγάπη μας, πώς πάει και λιγοστεύει
μέσα στον ύπνο τα όνειρα, σκολειό της λησμονιάς
μέσα στα βάθη του καιρού, πώς η καρδιά στενεύει
και χάνεται στο λίκνισμα μιας ξένης αγκαλιάς...
Δ'
Δυο φίδια ωραία κι αλαργινά, του χωρισμού πλοκάμια
σέρνουνται και γυρεύουνται στη νύχτα των δεντρών,
για μιαν αγάπη μυστική σ' ανεύρετα θολάμια
ακοίμητα γυρεύουνται δεν πίνουν και δεν τρων.
Με γύρους και λυγίσματα κι η αχόρταγή τους γνώμη
κλώθει, πληθαίνει, στρίβει, απλώνει κρίκους στο κορμί
που κυβερνούν αμίλητοι του έναστρου θόλου οι νόμοι
και του αναδεύουν την πυρή κι ασίγαστη αφορμή.
Το δάσος στέκει ριγηλό της νύχτας αντιστύλι
κι είναι η σιγή τάσι αργυρό όπου πέφτουν οι στιγμές
αντίχτυποι ξεχωρισμένοι, ολόκληροι, μια σμίλη
προσεχτική που δέχουνται πελεκητές γραμμές...
Αυγάζει ξάφνου το άγαλμα. Μα τα κορμιά έχουν σβήσει
στη θάλασσα στον άνεμο στον ήλιο στη βροχή.
Έτσι γεννιούνται οι ομορφιές που μας χαρίζει η φύση
μα ποιος ξέρει αν πέθανε στον κόσμο μια ψυχή.
Στη φαντασία θα γύριζαν τα χωρισμένα φίδια
(Το δάσος λάμπει με πουλιά βλαστούς και ροδαμούς)
μένουν ακόμη τα σγουρά γυρέματά τους, ίδια
του κύκλου τα γυρίσματα που φέρνουν τους καημούς.
Ε'
Πού πήγε η μέρα η δίκοπη που είχε τα πάντα αλλάξει;
Δε θα βρεθεί ένας ποταμός να 'ναι για μας πλωτός;
Δε θα βρεθεί ένας ουρανός τη δρόσο να σταλάξει
για την ψυχή που νάρκωσε κι ανάθρεψε ο λωτός;
Στην πέτρα της υπομονής προσμένουμε το θάμα
που ανοίγει τα επουράνια κι είν' όλα βολετά
προσμένουμε τον άγγελο σαν το πανάρχαιο δράμα
την ώρα που του δειλινού χάνουνται τ' ανοιχτά
τριαντάφυλλα... Ρόδο άλικο του ανέμου και της μοίρας,
μόνο στη μνήμη απέμεινες, ένας βαρύς ρυθμός
ρόδο της νύχτας πέρασες, τρικύμισμα πορφύρας
τρικύμισμα της θάλασσας... Ο κόσμος είναι απλός.
Αθήνα, Οχτώβρης '29 - Δεκέμβρης '30
|
ΜΠΕΡΤΟΛ ΜΠΡΕΧΤ
Το κομμένο σκοινί
Το κομμένο σκοινί
Μπορείς να το ξαναδέσεις.
Θα κρατήσει πάλι, ωστόσο
Θα 'ναι κομμένο.
Ίσως πάλι ν' ανταμώσουμε,
Μα εκεί που μ' άφησες
Δεν πρόκειται ποτέ
Να με ξαναβρείς
Κ. ΟΥΡΑΝΗΣ
Περαστικές
Γυναίκες που σας είδα σ' ένα τραίνο
τη στιγμή που κινούσε γι άλλα μέρη'
γυναίκες που σας είδα σ' άλλου χέρι
με γέλιο να περνάτε ευτυχισμένο'
γυναίκες, σε μπαλκόνια να κοιτάτε
στο κενό μ' ένα βλέμμα ξεχασμένο,
ή από ένα πλοίο σαλπαρισμένο
μ'ένα μαντήλι αργά να χαιρετάτε:
να ξέρατε με πόση νοσταλγία,
στα δειλινά τα βροχερά και κρύα,
σας ξαναφέρνω στην αναμνησή μου,
γυναίκες, που περάσατε μιαν ώρα
απ ' τη ζωή μου μέσα -και που τώρα
κρατάτε μου στα ξένα την ψυχή μου!
Γιάννης Σκαρίμπας
ΟΥΛΑΛΟΥΜ . . .
|
Ήταν σα να σε πρόσμενα Κερά
απόψε που δεν έπνεε έξω ανάσα,
κι έλεγα: Θάρθει απόψε απ' τα νερά
κι από τα δάσα.
Θάρθει, αφού φλετράει μου η ψυχή,
αφού σπαρά το μάτι μου σαν ψάρι
και θα μυρίζει ήλιο και βροχή
και νειό φεγγάρι . . .
Και να, το κάθισμά σου σιγυρνώ,
στολνώ την κάμαρά μας αγριομέντα,
και να, μαζί σου κιόλας αρχινώ
χρυσή κουβέντα:
. . . Πως – να, θα μείνει ο κόσμος με το "μπά"
που μ' έλεγε τρελόν πως είχες γίνει
καπνός και - τάχας - σύγνεφα θαμπά
προς τη Σελήνη . . .
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Νύχτωσε και δεν φάνηκες εσύ·
κίνησα να σε βρω στο δρόμο - ωιμένα -
μα σκούνταφτες (όπου εσκούνταφτα) χρυσή
κι εσύ με μένα.
Τόσο πολύ σ' αγάπησα Κερά,
που άκουγα διπλά τα βήματα μου!
Πάταγα γω - στραβός - μεσ' τα νερά;
κι εσύ κοντά μου . . .
|
ΡΩΤΑΣ ΒΑΣΙΛΗΣ
ΤΟ ΧΡΙΣΤΙΝΑΚΙ
Δώδεκ΄ αγόρια του σκολειού
κι η Χριστινιώ μια τάξη,
μη βρέξει και μη στάξει.
Τ΄ αγόρια τ΄ ορκιστήκανε
στην παληκαροσύνη
να κλέψουν τη Χριστίνη.
Βαρκούλα αρματώνουνε
με σταυρωτό πανάκι-
Χριστίνα-Χριστινάκι.
Ποιός είδε πετροπέρδικα
να παίζει με γεράκια
στο πλάι στα θυμαράκια;
Ποιός είδε την ξανθόμαλλη
γελούσα και πανώρια
να παίζει με τ΄αγόρια;
Έμπα, καλή, στη βάρκα μας
να πάμε και να ΄ρθούμε
τραγούδι που θα ειπούμε!
Τ΄ αστέρια τρεμουλιάζουνε
στου ζέφυρου το χάδι
τ’ όμορφο τούτο βράδυ.
Σπαρμένο χρυσολούλουδα
το πέλαγο λιβάδι
τ΄όμορφο τούτο βράδυ.
ʼλλοι ταιριάζουν τα πανιά
κι άλλοι κουπί τραβούνε,
Χριστίνα,ο νους σου πού ΄ναι;
Το Χριστινάκι τραγουδεί
της βάρκας κυβερνήτης,
γλυκειά που ΄ν΄η φωνή της!
Και λέει τραγούδι του έρωτα
και για τον πόθο λέει,
για το φιλί που καίει'
κι η βάρκα εποθοφτέρωσε
κι ορθοπηδάει το κύμα
τραβώντας όλο πρίμα.
Γέλια,τραγούδια εσώπασαν,
τ΄αγόρια συμπαλεύουν,
μοχτούν,φιλί γυρεύουν.
Χουγιάζει ο αέρας για φιλί,
βγάζουν καημούς και πάθη
της θάλασσας τα βάθη.
Κανείς δεν είναι στο κουπί,
κανείς και στο τιμόνι,
λαχτάρα που τους ζώνει!
Για το φιλί της Χριστινιώς
χυμάν με χίλια χέρια
νερά,βουνά κι αστέρια.
Κι η βάρκα η ποθοπλάνταχτη
πάει στων νερών τα βάθη
με του έρωτα τα πάθη.
Κι εκεί σαλεύουν τα παιδιά,
ψάχνουν να βρουν ακόμα
της Χριστινιώς το στόμα.
Δεν κλαίω τα δώδεκα παιδιά,
τους νιούς,τους μαθητάδες,
τις δώδεκα μανάδες,
μον΄κλαίω τα μάτια τα γλαρά,
το λυγερό κορμάκι,
τ΄αγρίμι,το ελαφάκι,
που ήτανε δώδεκα χρονών,
-Παρθένα Παναγιά μου,
-κι έλαμπε η γειτονιά μου.
ΧΑΡΙΣ ΑΛΕΞΙΟΥ
ΠΑΝΣΕΛΗΝΟΣ
Στη μέση ενός μικρού σπιτιού που 'χω νοικιάσει
το γέλιο ενός μωρού παιδιού μ' έχει αγκαλιάσει
Τα ζήτησα όλα απ' τη ζωή μου
τα πλήρωσα με την ψυχή μου
να' χει ένα τόπο η καρδιά πριν να γεράσει
Έχει πανσέληνο απόψε κι είναι ωραία
είναι αλλιώτικη η σιωπή χωρίς παρέα
Δε νιώθω θλίψη μα μου 'χει λείψει
το κοριτσάκι αυτό που αγάπησες τυχαία
Δε νιώθω θλίψη μα μου 'χει λείψει
το λάγνο ψέμα σου που τα 'κανε όλα ωραία
Είναι σκληρό για μια γυναίκα να 'ναι μόνη
στο λεω τώρα που η αλήθεια δε θυμώνει
Όση και να 'ναι η δύναμη μου
θέλω έναν άνθρωπο μαζί μου
Η μοναξιά στήνει παγίδες και πληγώνει
Έχει πανσέληνο απόψε κι είναι ωραία
είναι αλλιώτικη η σιωπή χωρίς παρέα
Δε νιώθω θλίψη μα μου 'χει λείψει
το κοριτσάκι αυτό που αγάπησες τυχαία
Δε νιώθω θλίψη μα μου 'χει λείψει
το λάγνο ψέμα σου που τα 'κανε όλα ωραία
ΙΩΑΝΝΗΣ ΠΟΛΕΜΗΣ
ΧΑΜΕΝΑ ΧΡΟΝΙΑ
Αχ, και να γύριζαν, νά' ρχονταν πίσω
τα χρόνια που έζησα πριν σ' αγαπήσω!
Χρόνια αμνημόνευτα σα να ΄ταν ξένα
τα χρόνια που έζησα χωρίς εσένα.
Ποτάμι που έτρεξε μες σε λιθάρια
και δεν επότισε μηδέ χορτάρια,
κι΄ η γη το ρούφηξε στ΄άφωτα βάθη
κι΄ ως και τ΄ αχνάρι του για πάντα εχάθη.
Αχ, και να γύριζαν να διπλοζήσω,
αγάπη αδιάκοπη να σου χαρίσω,
και νά ΄σαι η πρώτη μου, εσύ η στερνή μου,
από τη γέννα μου κι΄ως τη θανή μου.
Μισή σου χάρισα ζωή μονάχα.
Ζωές αμέτρητες ήθελα νά΄ χα,
έτσι όπως πρέπει σου να σ΄ αγαπήσω.
Αχ, και να γύριζαν τα χρόνια πίσω!
ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ 28.02.05
ΔΕΝ ΕΙΣΑΙ Η ΜΙΑ
Δεν είσαι η μια. Είσαι ο καημός
με τα περίσσια πρόσωπα.
Είσαι η αγάπη η βοριανή, που ανθίζεις σαν το χιόνι,
μ' έν' άστρο στη ματιά σου θαλασσί.
Είσαι η αγάπη, το ζεστό γαρούφαλο του Νότου,
που υψώνει φλόγα τον ανασασμό του.
Είσαι η αγάπη της δειλής παιδούλας, η ακριβή,
κι είσαι η αγάπη η φθινοπωρινή,
στοργή γεμάτη σιγαλοπερπάτητη.
Είσαι κι η πρώτη αγάπη κι η στερνή,
κι η αφίλητη, ανυμέναιη κι η πολυφιλιμένη,
μα πάντα η μια, κι η ατελεύτητη, κι η ακοίμητη -
ο έρωτας, που δεν το μπορεί
άλλο να μάθει απ' το δικό σου τ' όνομα, Ελένη!
ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ ΒΡΕΤΤΑΚΟΣ 01.03.05
Ο ΠΡΑΣΙΝΟΣ ΚΗΠΟΣ
'Eχω τρεις κόσμους. Μια θάλασσα, έναν
ουρανό κι έναν πράσινο κήπο: τα μάτια σου.
Θα μπορούσα αν τους διάβαινα και τους τρεις, να σας έλεγα
πού φτάνει ο καθένας τους. Η θάλασσα, ξέρω.
Ο ουρανός, υποψιάζομαι. Για τον πράσινο κήπο μου,
μη με ρωτήσετε.
Μαρία Πολυδούρη
Δεν τραγουδώ παρά γιατί μ’ αγάπησες
Στα περασμένα χρόνια.
Και σε ήλιο, σε καλοκαιριού προμάντεμα
Και σε βροχή, σε χιόνια,
Δεν τραγουδώ παρά γιατί μ’ αγάπησες.
Μόνο γιατί με κράτησες στα χέρια σου
Μια νύχτα και με φίλησες στο στόμα,
Μόνο γι’ αυτό είμαι ωραία σαν κρίνο ολάνοιχτο
Κι έχω ένα ρίγος στην ψυχή μου ακόμα,
Μόνο γιατί με κράτησες στα χέρια σου.
Μόνο γιατί τα μάτια σου με κύτταξαν
Με την ψυχή στο βλέμμα,
Περήφανα στολίστηκα το υπέρτατο
Της ύπαρξης μου στέμμα,
Μόνο γιατί τα μάτια σου με κύτταξαν.
Μόνο γιατί μ’ αγάπησες γεννήθηκα
γι’ αυτό η ζωή μου εδόθη
στην άχαρη ζωή την ανεκπλήρωτη
μένα η ζωή πληρώθη.
Μόνο γιατί μ’ αγάπησες γεννήθηκα.
Μόνο γιατί τόσο ωραία μ’ αγάπησες
Έζησα, να πληθαίνω
Τα ονείρατα σου, ωραίε, που βασίλεψες
Κι έτσι γλυκά πεθαίνω
Μονάχα γιατί τόσο ωραία μ’ αγάπησες.
Κ. Καρυωτάκης
Μεσ' απο το βάθος των καλών καιρών,
oι αγάπες μας πικρά μας χαιρετάνε.
Δεν αγαπάς και δε θυμάσαι, λες
Κι αν φούσκωσαν τα στήθη κι αν δακρύζεις
Που δεν μπορείς να κλάψεις όπως πρώτα,
Δεν αγαπάς και δε θυμάσαι, ας κλαις
Ξάφνου θα ιδείς δυο μάτια γαλανά
-πόσος καιρός! Τα χάϊδεψες μια νύχτα -
και σαν ν' ακούς εντός σου να σαλεύει
μια συφορά παλιά και να ξυπνά,
θα στήσουνε μακάβριο το χορό
οι θύμησες στα περασμένα γύρω,
και θ' ανθίσει στο βλέφαρο σαν τότε
και θα πέσει το δάκρυ σου πικρό.
Τα μάτια μου κρεμούν - ήλιοι χλωμοί -
το φως στο χιόνι της καρδιάς και λιώνει,
οι αγάπες που σαλεύουν πεθαμένες,
οι πρώτοι ξανά που άναψαν καημοί...
Τα γράμματά σου τα 'χω, Αγάπη πρώτη,
σε ατίμητο κουτί, μες στην καρδιά μου.
Τα γράμματά σου πνέουνε τη νιότη
κι ανθίζουνε την όψιμη χαρά μου.
Τα γράμματά σου, πόσα μου μιλούνε
με τις στραβές γραμμές και τα λαθάκια!
Τρέμουν, γελάνε, κλαίνε, ανιστορούνε
παιχνίδισμα τη ζούλια και την κάκια...
Το μύρο στους φακέλους που είχες ραντίσει,
του Καιρού δεν το σβήσανε τα χνότα.
Παρόμοια ας ήταν να μην είχε σβήσει
η απονιά σου τα ονείρατα τα πρώτα!
Τα γράμματά σου πάνε, Αγάπη μόνη,
βάρκες λευκές, τη σκέψη μου εκεί κάτου.
Τα γράμματά σου τάφοι• δεν τελειώνει
απάνω τους η λέξη του Θανάτου.
ΑΝΔΡΕΑΣ ΕΜΠΕΙΡΙΚΟΣ
… έτσι κυλούσε η μνήμη μου βαθειά μες στην ψυχή μου
Κάτω από τα εφήμερα τα γεγονότα
Τα παιδικά και νεανικά μου χρόνια
Τα παραδείσια χρόνια
Τα χρόνια της Εδέμ
Και ήταν ως να συνέβαιναν τα πάντα πάλι τώρα
Διότι όπως κι η αίσθησις και η μνήμη είναι ποτάμι
Είναι μεγάλος ποταμός
Που όλα τα ενώνει, όλα τα δένει στη ροή του
Σε αδιάπτωτη συνέχεια
Σε αδιάπτωτη αλληλουχία
Απ΄ την πηγή στην εκβολή.
Ολόκληρη βλέπουμε προς τα πίσω τη ζωή μας
Σαν όραμα μονοκόμματο να ξετυλίγεται προς την πηγή
Σε μια προσπάθεια απεγνωσμένη
Να ξαναζήσουμε Θεέμου
Απ΄ την αρχή
Αφήνοντας ελεύθερη τη μνήμη
Σε άλλες στιγμές τη φαντασία
Και σε άλλες σε μια πλήρη επιμειξία
Τις δυο μαζί.
Ο τόπος μας είναι κλειστός
Γιώργος Σεφέρης
Μουσική: Γιάννης Μαρκόπουλος
Ο τόπος μας είναι κλειστός,
όλο βουνά που έχουν σκεπή
το χαμηλό ουρανό μέρα και νύχτα.
Δεν έχουμε ποτάμια, δεν έχουμε
πηγάδια, δεν έχουμε πηγές.
Μονάχα λίγες στέρνες,
άδειες κι αυτές.
Που ηχούν και που τις προσκυνούμε.
Ήχος στεκάμενος, κούφιος,
ίδιος με τη μοναξιά μας,
ίδιος με την αγάπη μας,
ίδιος με τα σώματά μας.
Μας φαίνεται παράξενο
που κάποτε μπορέσαμε να χτίσουμε τα σπίτια,
τα καλύβια και τις στάνες μας.
Και οι γάμοι μας, τα δροσερά
στεφάνια και τα δάχτυλα,
γίνουνται αινίγματα
ανεξήγητα για την ψυχή μας.
Πώς γεννήθηκαν,
πώς δυναμώσανε τα παιδιά μας;
Δεν έχουμε ποτάμια, δεν έχουμε
πηγάδια, δεν έχουμε πηγές.
Μονάχα λίγες στέρνες,
άδειες κι αυτές.
Που ηχούν και που τις προσκυνούμε.
Ο τόπος μας είναι κλειστός.
Τον κλείνουν οι δυο μαύρες
Συμπληγάδες.
Στα λιμάνια την Κυριακή σαν
κατεβούμε ν' ανασάνουμε,
βλέπουμε να φωτίζουνται στο
ηλιόγερμα σπασμένα ξύλα,
απο ταξίδια που δεν τέλειωσαν
σώματα που δεν ξέρουν πια
πώς ν' αγαπήσουν.
ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ
Έτσι μιλώ γιά σένα καί γιά μένα
Επειδή σ’αγαπώ καί στήν αγάπη ξέρω
Νά μπαίνω σάν Πανσέληνος
Από παντού,γιά τό μικρό τό πόδι σού μές στ’αχανή
σεντόνια
Νά μαδάω γιασεμιά κι έχω τή δύναμη
Αποκοιμισμένη,νά φυσώ νά σέ πηγαίνω
Μές από φεγγαρά περάσματα καί κρυφές τής θάλασσας στοές
Υπνωτισμένα δέντρα μέ αράχνες πού ασημίζουμε
Ακουστά σ’ έχουν τά κύματα
Πώς χαιδεύεις, πώς φιλάς
Πώς λές ψιθυριστά τό "τί" καί τό "έ"
Τριγύρω στό λαιμό στόν όρμο
Πάντα εμείς τό φώς κι η σκιά
Πάντα εσύ τ’ αστεράκι καί πάντα εγώ τό σκοτεινό πλεούμενο
Πάντα εσύ τό λιμάνι κι εγώ τό φανάρι τό δεξιά
Τό βρεγμένο μουράγιο καί η λάμψη επάνω στά κουπιά
Ψηλά στό σπίτι μέ τίς κληματίδες
Τά δετά τριαντάφυλλα,καί τό νερό πού κρυώνει
Πάντα εσύ τό πέτρινο άγαλμα καί πάντα εγώ η σκιά πού μεγαλώνει
Τό γερτό παντζούρι εσύ,ο αέρας πού τό ανοίγει εγώ
Επειδή σ’ αγαπώ καί σ’ αγαπώ
Πάντα Εσύ τό νόμισμα καί εγώ η λατρεία πού τό
Εξαργυρώνει:
Τόσο η νύχτα, τόσο η βοή στόν άνεμο
Τόσο η στάλα στόν αέρα, τόσο η σιγαλιά
Τριγύρω η θάλασσα η δεσποτική
Καμάρα τ’ ουρανού με τ’ άστρα
Τόσο η ελάχιστη σου αναπνοή
Πού πιά δέν έχω τίποτε άλλο
Μές στούς τέσσερις τοίχους, τό ταβάνι, τό πάτωμα
Νά φωνάζω από σένα καί νά μέ χτυπά η φωνή μου
Νά μυρίζω από σένα καί ν’ αγριεύουν οι άνθρωποι
Επειδή τό αδοκίμαστο καί τό απ’ αλλού φερμένο
Δέν τ’ αντέχουν οί άνθρωποι κι είναι νωρίς, μ’ ακούς
Είναι νωρίς ακόμη μές στόν κόσμο αυτόν αγάπη μου
ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ
Είναι ορισμένοι στίχοι
Είναι ορισμένοι στίχοι-κάποτε ολόκληρα ποιήματα-
που μήτε εγώ δεν ξέρω τι σημαίνουν. Αυτό που δεν ξέρω
ακόμη με κρατάει. Κι εσύ έχεις δίκιο να ρωτάς.
Μη με ρωτάς.
Δεν ξέρω σου λέω.
Δυο παράλληλα φώτα απ' το ίδιο κέντρο. Ο ήχος του νερού
που πέφτει τον χειμώνα, απ' το ξεχειλισμένο λούκι
ή ο ήχος μιας σταγόνας καθώς πέφτει
από 'να τριαντάφυλλο στον ποτισμένο κήπο
αργά-αργά ένα ανοιξιάτικο απόβραδο
σαν τον λυγμό ενός πουλιού. Δεν ξέρω
τι σημαίνει αυτός ο ήχος-ωστόσο εγώ τον παραδέχομαι.
Τ' άλλα που ξέρω στα εξηγώ. Δεν το αμελώ.
Όμως κι αυτά προσθέτουν στη ζωή μας. Κοιτούσα
όπως κοιμότανε, το γόνατό της να γωνιάζει το σεντόνι-
Δεν ήταν μόνο ο έρωτας. Αυτή η γωνία
είναι η κορυφογραμμή της τρυφερότητας, και το άρωμα
του σεντονιού, του λευκού και της άνοιξης, συμπλήρωναν
εκείνο το ανεξήγητο που ζήτησα, άσκοπα και πάλι, να στο εξηγήσω
ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ
(«ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΙ»
ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΗΣ ΜΕΡΑΣ
Όταν η μέρα τεντωθεί από το κοτσάνι της κι ανοίξει όλα
τα χρώματα πάνω στη γη
Όταν από φωνή σε στόμα σπάσει ο σταλαγμίτης
Όταν ο ήλιος κολυμπήσει σαν ποτάμι σ' έναν κάμπο αθέριστο
Και τρέξει ένα πανί βοσκόπουλο των μελτεμιών μακριά
Πάντα η στολή σου είναι στολή νησιού είναι μύλος που γυρίζει
ανάποδα τα χρόνια
Τα χρόνια που έζησες και που τα ξαναβρίσκω να πονούν
στο στήθος μου τη ζωγραφιά τους
Η μια βερικοκιά σκύβει στην άλλη και το χώμα πέφτει από
την αγκαλιά του ξυπνητού νερού
Η σφήκα στο κορμί του φλόμου ανοίγει τα φτερά της
Ύστερα ξαφνικά πετάει και χάνεται βουίζοντας
Κι από σταλαγματιά σε φύλλο κι από φύλλο σε άγαλμα όσο πάει
και πιο πολύ μεταμορφώνεται ο καιρός
Παίρνει τα πράγματα που σε θυμίζουν κι όσο πάει και πιο πολύ
τα συγγενεύει μες στον έρωτά μου
Ο ίδιος πόθος ξαναϋφαίνεται
Ο κορμός όλος φλέγεται του δέντρου του ήλιου της καλής καρδιάς
Έτσι σε βλέπω ακόμη στην αχτίδα της αιώνιας μέρας
Ν' ακούς το χτυποκάρδι της στεριάς
Η γέννηση δεν άλλαξε ούτε μια χαρά σου
Άφηνες μια μεγάλη νύφη αφρού ανεβαίνοντας
Τίναζες το κεφάλι σου σαπουνισμένο από την πρωινή ομορφιά
Η αιθρία πλάταινε τα μάτια σου
Δεν ήταν αίνιγμα που να μη σβήνει πια που να μη γίνεται καπνός
σε στόμα αιόλου
Άλλαζες με τα χέρια σου τις εποχές
Βάζοντας χιόνια και βροχές, λουλούδια, θάλασσες
Κι η μέρα χώριζε από το κορμί σου, ανέβαινε, άνοιγε, μεγάλη
ευχή πάνω στα ηλιοτρόπια
Τι ξέρει τώρα ο τζίτζικας από την ιστορία που άφησες, τι ξέρει
ο γρύλος
Η καμπάνα του χωρίου που ανοίγεται στον άνεμο
Η κάμπια, ο κρόκος, ο αχινός, το αλφάκι του νερού
Μυριάδες στόματα φωνάζουνε και σε καλούν
Έλα λοιπόν απ' την αρχή να ζήσουμε τα χρώματα
Ν' ανακαλύψουμε τα δώρα του γυμνού νησιού
Ρόδινοι και γαλάζιοι τρούλοι θ' αναστήσουν το αίσθημα
Γενναίο σαν στήθος το αίσθημα έτοιμο να ξαναπετάξει
Έλα λοιπόν να στρώσουμε το φως
Να κοιμηθούμε το γαλάζιο φως στα πέτρινα σκαλιά του Αυγούστου
Ξέρεις, κάθε ταξίδι ανοίγεται στα περιστέρια
Όλος ο κόσμος ακουμπάει στη θάλασσα και τη στεριά
Θα πιάσουμε το σύννεφο θα βγούμε από τη συμφορά του χρόνου
Από την άλλην όψη της κακοτυχιάς
Θα παίξουμε τον ήλιο μας στα δάχτυλα
Στις εξοχές της ανοιχτής καρδιάς
Θα δούμε να ξαναγεννιέται ο κόσμος.
ΕΙΧΑ ΦΥΤΕΨΕΙ ΜΙΑ ΚΑΡΔΙΑ 08.03.05
Νίκος Γκάτσος - μουσική Μ Θεοδωράκης
Με τ' αστεράκι της αυγής
στο παραθύρι σου να βγεις
κι αν δεις καράβι του νοτιά
να 'ρχεται από την ξενιτιά
στείλε με τ' άσπρα σου πουλιά
γλυκά φιλιά
Κι αν δεις καράβι του νοτιά
να 'ρχεται από την ξενιτιά
στείλε με τ' άσπρα σου πουλιά
χίλια γλυκά φιλιά
Είχα φυτέψει μια καρδιά
στου χωρισμού την αμμουδιά
μα τώρα που 'ρθα να σε βρω
με δαχτυλίδι και σταυρό
είναι του κόσμου και του κόσμου
η ξαστεριά
Κι απ' το παλιό μας το κρασί
δώσ' μου να πιω και πιες κι εσύ
να μείνω αγάπη μου για πάντα
στη πικρή στεριά
Ερρίκος Θαλασσινός
μουσική: Γιάννης Μαρκόπουλος
Τον ήλιο είχες αγκαλιά
βασιλικό στο χέρι
και προς το μέρος της καρδιάς
κάτασπρο περιστέρι
Πέρ' από τη θάλασσα πέρ' από τα δάση
βρήκα την αγάπη μου που την είχα χάσει
πέρασαν τα όνειρα πέρασαν τα πάθη
έλαμψε σαν άνοιξη η δική σου αγάπη
Τον Μάη είχες στα μαλλιά
γαρίφαλο στα χείλη
στα μάτια και στο μέτωπο
την ομορφιά τ' Απρίλη
Νίκος Γκάτσος
Τα λόγια που περίμενα
(μουσική: Χατζιδάκης
τραγούδι: Νανά Μούσχουρη)
Γλυκό ψωμί σου ζύμωνα, για να ξεχνάς τις λύπες
Τα λόγια που περίμενα, ποτέ δε μου τα είπες
Του χωρισμού θ' αρχίσω το τραγούδι
σε κάβους ν' ακουστεί και σε νησιά
Τι κρίμα που δεν ήσουνα λουλούδι
Τι κρίμα που δεν ήμουνα δροσιά
Φωτιές ο ήλιος γύρω μας ανάβει
και σπέρνει στον αφρό χρυσά φλουριά
Τι κρίμα που δεν ήσουνα καράβι
Τι κρίμα που δεν ήμουνα στεριά
Μου φώναξες, δε σ' άπλωσα το χέρι
Σου φώναξα, δεν έβγαλες μιλιά
Τι κρίμα που δεν ήσουν περιστέρι
Τι κρίμα που δεν ήμουνα φωλιά
ΚΩΣΤΑΣ ΟΥΡΑΝΗΣ
ΕΡΩΤΙΚΑ IV
Δ εν είμαι εγώ που τη ζωή σου
ήρθα σαν ήλιος να φωτίσω:
το φώς στα μάτια μου που λάμπει
δικό σου-και σ'το στέλνω πίσω!
Του μαγικού του κόσμου αν έχω
ανοίξει διάπλατη τη θήρα,
το μυστικό χρυσό κλειδί της
από το χέρι σου το πήρα.
Κι αν απ'τα βάθη ενός ληθάργου
βγήκα,σ'εσένα το χρωστάω,
σ'εσένα τους χυμούς που νοιώθω,
τη νέα γλώσσα που μιλάω!
|
ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ
Η ΠΕΝΤΑΜΟΡΦΗ ΣΤΟΝ ΚΗΠΟ
(από τη συλλογή ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΙ)
Ξύπνησες τη σταλαγματιά της μέρας
Επάνω στην αρχή του τραγουδιού των δέντρων
Ω τι ωραία που είσαι
Με τα χαρούμενα μαλλιά σου ξέπλεκα
Και με τη βρύση που ήρθες ανοιχτή
Για να σ' ακούω που ζεις και που διαβαίνεις!
Ω τι ωραία που είσαι
Τρέχοντας με το χνούδι της κορυδαλλένιας
Γύρω από τις μοσκιές που σε φυσούνε
Καθώς φυσάει ο στεναγμός το πούπουλο
Μ' ένα μεγάλον ήλιο στα μαλλιά
Και με μια μέλισσα στη λάμψη του χορού σου
Ω τι ωραία που είσαι
Με το καινούριο χώμα που πονείς
Από τη ρίζα έως την κορυφή των ίσκιων
Ανάμεσα στα δίχτυα των ευκάλυπτων
Με τον μισό ουρανό μέσα στα μάτια σου
Και με τον άλλον στα μάτια που αγαπάς
Ω τι ωραία που είσαι
Καθώς ξυπνάς τον μύλο των ανέμων
Και γέρνεις τη φωλιά σου αριστερά
Για να μην πάει χαμένος τόσος έρωτας
Για να μην παραπονεθεί ούτε μια σκιά
Στην ελληνίδα πεταλούδα που άναψες
Ψηλά με την αυγερινή ευφροσύνη σου
Γεμάτη από τη χλόη της ανατολής
Γεμάτη απ' τα πρωτάκουστα πουλιά
Ω τι ωραία που είσαι
Ρίχνοντας τη σταλαγματιά της μέρας
Επάνω στην αρχή του τραγουδιού των δέντρων!
Ένα απόσπασμα από τον ΗΛΙΟ ΤΟΝ ΠΡΩΤΟ
του ΟΔΥΣΣΕΑ ΕΛΥΤΗ.
Ποιο μπουμπούκι ακόμη ανέραστο απειλεί τη μέλισσα
Ο άνεμος βρίσκει μια παρέα φυλλώματα κυματιστά
Η στεριά σκαμπανεβάζει
Στον αφρό των χόρτων οι μουριές ανοίγουν τα πανιά
Το τελευταίο ταξίδι μοιάζει με το πρώτο πρώτο.
Ω να σπάσουν οι πέτρες να λυγίσουνε τα θυμωμένα σίδερα
Ο αφρός να φτάσει ως την καρδιά ζαλίζοντας τα θεριεμένα μάτια
Η θύμηση να γίνει ένα κλαδάκι δυόσμου αμάραντο
Κι από τη ρίζα του να ορμήσουν άνεμοι γιορτής
Εκεί να γείρουμε το μέτωπο
Τ' αστραφτερά μας πράγματα να 'ναι κοντά
Στην πρώτη απλοχεριά του πόθου
Η κάθε γλώσσα να μιλεί την καλοσύνη της ημέρας
Ήμερα να χτυπάει στις φλέβες ο παλμός της γης.
Αποσπάσματα απ' την ΑΣΚΗΤΙΚΗ του Ν Καζαντζάκη
"Πού πάμε; Μη ρωτάς. Ανέβαινε, κατέβαινε. Δεν υπάρχει αρχή, δεν υπάρχει τέλος. Υπάρχει η τωρινή τούτη στιγμή, γιομάτη πίκρα, γιομάτη γλύκα και τη χαίρουμαι όλη. Καλή είναι η ζωή, καλός ο θάνατος, η Γης στρογγυλή και στέρεη σα στήθος γυναίκας στις πολυκάτεχες παλάμες μου. Δίνουμαι σε όλα. Αγαπώ, πονώ, αγωνίζομαι. Ο κόσμος μου φαντάζει πλατύτερος από το νου, η καρδιά μου ένα μεγάλο μυστήριο, σκοτεινό και παντοδύναμο"
"Ένα καράβι είναι το σώμα μας και πλέει απάνω σε βαθυγάλαζα νερά. Ποιος είναι ο σκοπός μας; Να ναυαγήσουμε"
"Δε δέχουμαι τα σύνορα, δε με χωρούν τα φαινόμενα, πνίγομαι. Ο νους βολεύεται, έχει υπομονή, του αρέσει να παίζει, μα η καρδιά αγριεύει, δεν καταδέχεται αυτή να παίξει, πλαντάει και χιμάει να ξεσκίσει το δίχτυ της ανάγκης"
"Ό,τι ζεις στην έκταση ποτέ δε θα μπορέσεις να το στερεώσεις σε λόγο. Όμως, μάχου ακατάπαυστα να το στερεώσεις σε λόγο. Πολέμα με μύθους, με παρομοιώσεις, με αλληγορίες, με κοινές και σπάνιες λέξεις, με κραυγές και με ρίμες να του δώσεις σάρκα και οστά, να στερεώσει"
Γιώργος Σεφέρης
Φυγή
Δεν ήταν άλλη η αγάπη μας
έφευγε ξαναγύριζε και μας έφερνε
ένα χαμηλωμένο βλέφαρο πολύ μακρινό
ένα χαμόγελο μαρμαρωμένο, χαμένο
μέσα στο πρωϊνό χορτάρι
ένα παράξενο κοχύλι που δοκίμαζε
να το εξηγήσει επίμονα η ψυχή μας
Η αγάπη μας δεν ήταν άλλη ψηλαφούσε
σιγά μέσα στα πράγματα που μας τριγύριζαν
να εξηγήσει γιατί δεν θέλουμε να πεθάνουμε
με τόσο πάθος.
Κι αν κρατηθήκαμε από λαγόνια κι αν αγκαλιάσαμε
μ' όλη τη δύναμή μας άλλους αυχένες
κι αν σμίξαμε την ανάσα μας με την ανάσα
εκείνου του ανθρώπου
κι αν κλείσαμε τα μάτια μας, δεν ήταν άλλη
μονάχα αυτός ο βαθύτερος καημός να κρατηθούμε
μέσα στη φυγή
αυτό είναι ξανά από τον ΗΛΙΟ ΤΟΝ ΠΡΩΤΟ
του ΟΔΥΣΣΕΑ ΕΛΥΤΗ
Στα χτήματα βαδίσαμε όλη μέρα
Με τις γυναίκες τους ήλιους τα σκυλιά μας
Παίξαμε τραγουδήσαμε ήπιαμε νερό
Φρέσκο καθώς ξεπήδαγε από τους αιώνες.
Το απομεσήμερο για μια στιγμή καθίσαμε
Και κοιταχτήκαμε βαθιά μέσα στα μάτια.
Μια πεταλούδα πέταξε απ' τα στήθια μας
Ήτανε πιο λευκή
απ' το μικρό λευκό κλαδί της άκρης των ονείρων μας
Ξέραμε πως δεν ήταν να σβηστεί ποτές
Πως δε θυμότανε καθόλου τι σκουλήκια έσερνε.
Το βράδυ ανάψαμε φωτιά
Και τραγουδούσαμε γύρω τριγύρω:
Φωτιά ωραία φωτιά μη λυπηθείς τα κούτσουρα
Φωτιά ωραία φωτιά μη φτάσεις ως τη στάχτη
Φωτιά ωραία φωτιά καίγε μας
λέγε μας τη ζωή.
Εμείς τη λέμε τη ζωή την πιάνουμε απ' τα χέρια
Κοιτάζουμε τα μάτια της που μας ξανακοιτάζουν
Κι αν είναι αυτό που μας μεθάει μαγνήτης το γνωρίζουμε
Κι αν είναι αυτό που μας πονάει κακό το 'χουμε νιώσει
Εμείς τη λέμε τη ζωή πηγαίνουμε μπροστά
Και χαιρετούμε τα πουλιά της που μισεύουνε
Είμαστε από καλή γενιά.
Μια Κυρικακή του Μάρτη
Νίκος Γκάτσος
(μουσική Λ Κηλαηδόνης/ τραγούδι Δήμητρα Γαλάνη)
Μια Κυριακή του Μάρτη και μια Σαρακοστή
εσύ 'σουν στο κατάρτι κι εγώ στην κουπαστή
Κρατούσαμε το δάκρυ στα ματοτσίνορα
για μας δεν είχαν άκρη της γης τα σύνορα
Δε σου 'στειλα το μήλο και σ' έχασα από φίλο
μα μ' ένα πορτοκάλι, θα σε κερδίσω πάλι
Φίλα με της καρδιάς μου καραβοκύρη
να ξαναπιώ τον ήλιο σ' ένα ποτήρι
Φίλα με αυγερινέ μου, να γίνω πούλια
Τραγούδι να μου λένε τα θαλασσοπούλια
Μια Κυριακή του Μάρτη και μια Σαρακοστή
κρεμάσαμε στο χάρτη μια κόκκινη κλωστή
Και δίπλα στο τιμόνι όταν γυρίσαμε
το πρώτο χελιδόνι καλωσορίσαμε
ΤΑ ΧΕΡΙΑ
ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ
Τα μάτια αν κλείσω βρίσκομαι σ' ένα μεγάλον ίσκιο
το χρώμα της αυγής το αισθάνομαι στα δάχτυλά σου.
Ξέχασε το ψέμα που σε βοήθησε να ζήσεις
γύμνωσε τα πόδια σου, γύμνωσε τα μάτια σου,
μας μένουν λίγα πράγματα όταν γυμνωθούμε
αλλά τα βλέπουμε στο τέλος πιστά.
Τα μάτια αν κλείσω βρίσκομαι πάντα σ' ένα μονοπάτι,
τ' αυλάκια χαλασμένα δεξιά κι αριστερά, στην άκρη
το σπίτι με γυαλιά που το χτυπάει ο ήλιος, άδειο.
Σκέφτηκα τα δάχτυλά σου να χτυπούν τα τζάμια
σκέφτηκα την καρδιά σου να χτυπά πίσω απ' τα τζάμια
και πόσο λίγα πράγματα χωρίζουν έναν άνθρωπο
που δεν τα ξεπερνά.
Δεν ξέρεις τίποτα γιατί κοίταξες τον ήλιο.
Το αίμα σου στάλαξε στα μαύρα φύλλα της δάφνης
τ' αηδόνι, περασμένες νύχτες, μάρμαρα στο φεγγάρι
και στο ποτάμι το 'συρα κι έβαψε το ποτάμι.
Συλλογίζομαι, όταν συλλογίζομαι, συλλογίζομαι
τις φλέβες μου και το μυστήριο των χεριών σου που οδηγούν
κατεβαίνοντας προσεχτικά σκαλοπάτι το σκαλοπάτι.
Τα μάτια αν κλείσω βρίσκομαι σ' έναν μεγάλο κήπο
Αγαπάω τη βροχή
Στίχοι: Αλέξανδρος Δήμας
Μουσική -ερμηνεία : Αρλέτα
Αγάπησα τον άνεμο
τ' αδέσποτα σκυλιά
τους δρόμους που με παίρνουνε
για να ξεχνώ την πίκρα
κι εκείνα κει τα όμορφα
και σιωπηλά παιδιά
που βάφουνε τα χείλη τους
και χάνονται στη νύχτα
Αγάπησα τα μάτια σου
που ήταν σαν κρασί
και τις ασπρόμαυρες σκιές
που γέμιζαν οθόνες
κι εκείνες τις πολύπλοκες
της μνήμης μυρωδιές
που αφήνουνε στο διάβα τους
οι Γερασμένες πόρνες
Αγάπησα τα όνειρα
που τα 'πνιξε η ζωή
αυτά που δεν πετάξανε
και όνειρα θα μείνουν
κι εκείνους τους παράξενους
του κόσμου ναυαγούς
που αρνήθηκαν πεισματικά
ενήλικες να γίνουν
Αγαπάω τη βροχή
και τα τραγούδια που μιλάνε
για Αλήτες
Αποσπάσματα από τη Συλλογή
ΜΑΡΙΑ ΝΕΦΕΛΗ του
ΟΔΥΣΣΕΑ ΕΛΥΤΗ
Η Μαρία Νεφέλη λέει:
ΤΟ ΔΑΣΟΣ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΩΝ
Ροές της θάλασσας κι εσείς
των άστρων μακρινές επιρροές - παρασταθείτε μου!
απ' τα νερά της νύχτας τ' ουρανού κοιτάξετε
πως ανεβαίνω
αμφίκυρτη
σαν τη νέα Σελήνη
και σταλάζοντας αίματα.
Ποιητή τζιτζίκι μου εγκαταλειμμένο
μεσημέρι δεν έχει πια κανείς·
σβήσε την Αττική κι έλα κοντά μου.
Θα σε πάω στο δάσος των ανθρώπων
και θα σου χορέψω γυμνή με ταμ ταμ και προσωπίδες
και θα σου δοθώ μέσα σε βρυχηθμούς και ουρλιάσματα.
Θα σου δείξω τον άνθρωπο Baobab
και τον άνθρωπο Phagus Carnamenti
τη γερόντισσα Cimmulius και το σόι της όλο
το σαρακοφαγωμένο απ' τα παράσιτα·
θα σου δείξω τον άντρα Bumbacarao Uncarabo
τη γυναίκα του Ibou-Ibou
και τα παραμορφωμένα τέκνα τους
τα μανιταρόσκυλα
τον Cingua Banga και την Iguana Brescus
Μη φοβάσαι
με το χέρι μπροστά καθώς φανός θυέλλης
θα σε οδηγήσω
και θα σου χιμήξω·
τα νύχια μου θα μπουν στις σάρκες σου
Και ο Αντιφωνητής:
ΤΟ ΣΤΙΓΜΑ
Ό,τι να δεις - καλώς το βλέπεις
αρκεί να 'ναι: Αναγγελία.
Το ελάχιστο νέφος ουριοδρομώντας η Σελήνη
των δέντρων ο αλιγάτορας
και η σκυθρωπή των λιμνοθαλασσών γαλήνη
με το πατ-πατ το μακρινό της γκαζομηχανής
αν ο κόσμος μια για πάντα ειπώθηκε: Αναγγελία.
Ποίηση ω Αγία μου - συγχώρεσέ με
αλλ' ανάγκη να μείνω ζωντανός
να περάσω από την άλλην όχθη·
οτιδήποτε θα 'ναι προτιμότερο
παρά η αργή δολοφονία μου από το παρελθόν.
Κι αν απάνω μου μείνει ανεξάλειπτη
κάθε λαίλαπα σαν εγκαυστική
θα' ρθει το πλήρωμα των ημερών
βουστροφηδόν θα εξαφανίσω τον εαυτό μου.
Εξόν κι αν μήτε αυτός υπάρχει
αν στα βάθη μέσα των ωκεανών
βυθίζοντας οι μέρες οι ξανθές πήραν μαζί τους
μια για πάντα το είδωλο
το Φωτόδεντρο
με τους χίλιους εκτυφλωτικούς των πουλιών σχίστες
και τους Μήνες ολόγυρα στις μύτες των ποδιών
συλλέγοντας μες στην ποδιά τους
κρόκους μικρούς γυρίνους των αιθέρων.
Είναι που οι άνθρωποι δεν το θελήσανε ειδαλλιώς...
ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ
ΜΑΡΙΝΑ
Δώσε μου δυόσμο να μυρίσω
λουίζα και βασιλικό
Μαζί μ' αυτά να σε φιλήσω
και τι να πρωτοθυμηθώ
Τη βρύση με τα περιστέρια
των Αρχαγγέλων το σπαθί
Το περιβόλι με τ' αστέρια
και το πηγάδι το βαθύ
Τις νύχτες που σε σεργιανούσα
στην άλλη ν άκρη τ' ουρανού
Και ν' ανεβαίνεις σε θωρούσα
σαν αδελφή του Αυγερινού
Μαρίνα πράσινό μου αστέρι
Μαρίνα φως του Αυγερινού
Μαρίνα μου άγριο περιστέρι
και κρίνο του καλοκαιριού.
Εμπειρίκος Aνδρέας
Στιγμή Πορφύρας
Kαμιά σχισμή δεν διευρύνεται χωρίς τον πόθο
Στα κάγκελα του κήπου ανοίγουν τα φτερά τους τα πουλιά
H γειτνίασις του ποταμού τα προσελκύει
Tο πάθος του γυπαετού για το άσπρο περιστέρι
Eίναι αποκορύφωμα βουνού με χιονισμένη κορυφή
Όταν λυώνουν οι πάγοι τραγουδάμε στις κοιλάδες
Tα νερά μάς μεθούν
Oι κόρες των ματιών μας πλένουν τους θησαυρούς των
Άλλες ξανθές και άλλες μελαχροινές
Έχουν στην όψι τους την ανταύγεια των ελπίδων μας
Έχουν στο στήθος τους το γάλα της ζωής μας
K' εμείς στεκόμαστε τριγύρω τους
Παντοτινά κελεύσματα μας περιβάλλουν
Oι θρόμβοι των βουνών πάλλονται και διαλύονται
Tα χιόνια τους είναι τραγούδια της ελεύσεως των νέων
χρόνων
Tα χρόνια αυτά είναι η ζωή μας
Mέσ' στις κουφάλες τους αναπαύονται το μεσημέρι τα πουλιά
Kαμιά σχισμή δεν διευρύνεται χωρίς τον πόθο της διευ-
ρύνσεως
Kαμιά φορά γινόμαστε κλεψύδρες
K' οι σπόγγοι σφαδάζουν για την κάθε μας σταγόνα.
(από την Eνδοχώρα, Άγρα 1980)
Δ. Ι. Λοίζος
Σε ρυθμό 4/4
Πέφτεις σα μικρή σταγόνα βροχής στο φύλλο της ζωής μου,
κυλάς πάνω στο νεύρο και διεγείρεις το κορμί μου,
τα μαλλιά σου μυρίζουν άνθη λεμονιάς,
η καμπύλη στο στήθος σου γεμίζει φιλιά.
15 Νοεμβρίου 1981
Μυρτώ
Φορούσε κάθε μέρα ένα φόρεμα οπάλ,
μ' αχνοδιάφαντες χιλιάδες μαργαρίτες.
Είχε πάντα ένα μπηχτράκι στα μαλλιά
και η φωνή της ήταν σιγανή σαν τους σπουργίτες.
Το παλτό της τής ερχότανε μεγάλο
κι' ήταν τριμμένο στους αγκώνες, στα μανίκια.
Το χειμώνα έβαζε τα πέτα το 'να πάνω στ' άλλο
αλλά ξύλιαζαν τα κάτασπρά της χέρια.
Έμενε μόνη σ' ένα σπίτι στα Πατήσια.
Μια φορά μονάχα μ' άφησε να μπω.
Όταν φιλιόμασταν μου έλεγε στα ίσια:
"Εγώ δεν ξέρω τι θα πει να σ' αγαπώ".
Αυτό το ποίημα έχει ιδιαίτερη αναφορά και σημασία για τους ορειβάτες και τις ορειβάτισσες, τους λάτρεις της φύσης και τους λάτρεις του δωδεκάθεου. Οι αρχαίοι θεοί είχαν αδυναμίες. Αυτές τις αδυναμίες εμείς οι ορειβάτες τις νοιώθουμε και τις προσεγγίζουμε περισσότερο στις κορυφές και στις ρεματιές, στη φύση. Είναι μια πρόκληση για όλους να έρθουν μαζί μας
Η ποιήτρια είναι Γαλλίδα
Comtesse de Noailles
Προσφορά στον Πάνα
Το ξύλιν’ αυτό κύπελλο, σαν το κουκούτσι μαύρο,
που, με λεπίδι κοφτερό και τέχνη, έχω σκαλίσει
τ’ ωραίο τ’ αμπελόφυλλο με τα τσακίσματά του
και τους βλαστούς, που το ’χουνε σα φίδια τριγυρίσει,
ο Δάμις, το βοσκόπουλο, μου τ’ άρπαξ’ απ’ το χέρι
γελώντας, καθώς μ’ έβλεπε να κρυφοκοκκινίζω.
Και τώρα εγώ, γι’ ανάμνηση της ερωτιάρας μέρας,
στον τραγοπόδη το θεό, στον Πάνα, το χαρίζω.
Μην ξέροντας που το βωμό θε να ’βρω του θεού,
αφήνω αυτή την προσφορά στου βράχου την κουφάλα.
Μα έχει η καρδιά μου εμένανε τη γέψη ενός φιλιού
βαθύτερου, και βαστά περσότερο από τ’ άλλα…
ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ
ΜΑΡΙΑ ΝΕΦΕΛΗ (1978)
Η Μαρία Νεφέλη λέει:
Η ΝΕΦΕΛΗ
Μέρα τη μέρα ζω - που ξέρεις αύριο τι ξημερώνει.
Το 'να μου χέρι τσαλακώνει τα λεφτά και τ' άλλο μου τα ισιώνει
Βλέπεις χρειάζονται όπλα να μιλάν στα χρόνια μας τα χαώδη
και να 'μαστε και σύμφωνοι με τα λεγόμενα «εθνικά ιδεώδη».
Τι με κοιτάς εσύ γραφιά που δεν εντύθηκες ποτέ στρατιώτης
η τέχνη του να βγάζεις χρήματα είναι κι αυτή μία πολεμική ιδιότης
Δεν πα' να ξενυχτάς- να γράφεις χιλιάδες πικρούς στίχους
ή να γεμίζεις με συνθήματα επαναστατικά τους τοίχους
Οι άλλοι πάντα θα σε βλέπουν σαν έναν διανοούμενο
και μόνο εγώ που σ' αγαπώ: στα όνειρά μου μέσα έναν κρατούμενο.
Έτσι που αν στ' αλήθεια ο έρωτας είναι καταπώς λεν «κοινός
διαιρέτης»
εγώ θα πρέπει να 'μαι η Μαρία Νεφέλη κι εσύ φευ
ο Νεφεληγερέτης.
Χαράξου κάπου με οποιονδήποτε τρόπο και μετά πάλι
σβήσου με γενναιοδωρία.
Και ο Αντιφωνητής:
Ο ΝΕΦΕΛΗΓΕΡΕΤΗΣ
Α τι ωραία να 'σαι νεφεληγερέτης
να γράφεις σαν τον Όμηρο εποποιίες στα παλιά παπούτσια σου
να μη σε νοιάζει αν αρέσεις η όχι
τίποτε
Απερίσπαστος νέμεσαι την αντιδημοτικότητα
έτσι· με γενναιοδωρία· σαν να διαθέτεις
νομισματοκοπείο και να το κλείνεις
ν' απολύεις όλο το προσωπικό
να κρατάς μια φτώχεια που δεν την έχει άλλος κανείς
εντελώς δική σου.
Την ώρα που μες στα γραφεία τους απεγνωσμένα
κρεμασμένοι απ' τα τηλέφωνά τους
παλεύουν για 'να τίποτα οι χοντράνθρωποι
ανεβαίνεις εσύ μέσα στον Έρωτα
καταμουντζουρωμένος αλλ' ευκίνητος
σαν καπνοδοχοκαθαριστής
κατεβαίνεις απ' τον Έρωτα έτοιμος να ιδρύσεις
μια δική σου λευκή παραλία
χωρίς λεφτά
γδύνεσαι όπως γδύνονται όσοι νογούν τ' αστέρια
και μ' οργιές μεγάλες ανοίγεσαι να κλάψεις ελεύθερα...
Είναι διγαμία ν' αγαπάς και να ονειρεύεσαι.
Comtesse de Noailles
Μίλημα με τη Σελήνη
Πες μου, ποιαν ευχαρίστηση να νιώθεις τάχα εσύ,
χαϊδευτική σελήνη,
σαν κύμ’ αναταράζοντας του ανθρώπου την ψυχή,
στους πόθους σου που κλίνει;
Γιατί να θες τα πλάσματα, που όλη τη μέρα ζούνε
με ησυχία γλυκιά,
στο ερωτικό τ’ αμάρτημα τη νύχτα να ριχτούνε,
στην πόλη, στην ερμιά;
Μην κατά σένα τα φιλιά ανεβαίνουν, σα νερό
από το σιντριβάνι,
στο μέτωπό σου αφήνοντας ολόγυρα τ’ ωχρό
της άχνας το στεφάνι;
Για να σε βγάλει τάχατες απ’ της ανίας το βύθος,
για να σε διασκεδάσει,
κρεμιέται και σκοτώνεται τ’ ανθρώπινο το πλήθος
που το ’χεις ανταριάσει;
Λάμπεις, για να ’χουν οι φτωχοί, ξιπόλητοι ως περνούν
δίχως χαρά καμιά,
λίγες αχτίδες, τα γυμνά τους πόδια να οδηγούν
μες στην κακοτοπιά;
Και στις καρδούλες που χτυπούν, ολόμονες, φτωχές,
στου κόσμου το σωρό,
σκύβεις εσύ καμιά φορά, σελήνη, προς αυτές,
σαν τάλαρο αργυρό;
Σελήνη, που ’ρχεσαι να πιεις νερό στον ποταμό,
να γείρεις στο χορτάρι,
ποιος πόθος να σ’ την τάραξε, ποια θλίψη, ποιο κακό,
τη λαγγεμένη χάρη;
Τον τράγο θα είδες τον τραχύ, μαζί με την κατσίκα
ερωτικά να σμίγουν,
και να ξυπνούν τον ουρανό, μες στην καθάρια νύχτα,
απ’ τις κραυγές που αφήνουν.
Θα είδες του Δάφνη την ορμή, τη Χλόη που τον προσμένει
με χέρια τεντωμένα…
θα ’νιωσες την ερωτική ευωδιά να σ’ ανεβαίνει,
σελήνη εσύ, παρθένα
ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ
Η Μαρία Νεφέλη λέει:
Όσο υπάρχουνε Αχαιοί θα υπάρχει μία ωραία Ελένη
και ας είναι αλλού το χέρι αλλού ο λαιμός
Κάθε καιρός κι ο Τρωικός του πόλεμος.
Μακριά μέσα στ' απώτατα βάθη του Αμνού
ο πόλεμος συνεχίζεται.
Και ο Αντιφωνητής:
άλλοι με τις κοινωνικές τους θεωρίες
πολλοί κραδαίνοντας απλώς λουλούδια
Κάθε καιρός κι η Ελένη του.
Από τον στοχασμό σου πήζει ο ήλιος μες στο ρόδι
κι ευφραίνεται.
Χάρης Βλαβιανός
ΕΓΧΕΙΡΙΔΙΟ ΠΟΙΗΤΙΚΗΣ
Αν ζήσεις μ' ένα ποίημα,
θα πεθάνεις μόνος.
Αν ζήσεις με δύο ποιήματα,
θ' αναγκαστείς να απατήσεις το ένα.
Αν συλλάβεις ένα ποίημα,
θ' αποκτήσεις ένα παιδί λιγότερο.
4.
Αν την ώρα που γράφεις
φοράς το στέμμα σου,
οι άλλοι θα σε κοροϊδεύουν.
Αν την ώρα που γράφεις
δεν φοράς το στέμμα σου,
θα κοροϊδεύεις εσύ τον εαυτό σου.
Αν επαινείς τα ποιήματά σου,
θα σ' αγαπήσουν οι βλάκες.
Αν επαινείς τα ποιήματά σου
κι αγαπάς τους βλάκες,
θα σταματήσεις να γράφεις.
Αν γράψεις ένα ποίημα
και επαινέσεις το ποίημα κάποιου άλλου,
θα σ' ερωτευθεί μια ωραία γυναίκα.
9.
Αν γράψεις ένα ποίημα και επαινέσεις
υπερβολικά το ποίημα κάποιου άλλου,
θα σε προδώσει μια ωραία γυναίκα.
Αν αφήσεις τα ποιήματά σου γυμνά,
θα σε κατατρύχει ο φόβος του θανάτου.
Αν σε κατατρύχει ο φόβος του θανάτου,
τα ποιήματά σου θα σε σώσουν.
Αν απαρνηθείς τα ποιήματά σου για την πεζογραφία,
θα βγεις σίγουρα κερδισμένος.
Η ποίηση θα αντέξει και χωρίς εσένα.
Στίχοι: Μάνος Χατζιδάκις
Μουσική: Μάνος Χατζιδάκις
Ερμηνευτές: Αρλέτα
Κι αν γεννηθείς κάποια στιγμήΜιαν άλλη που δε θα υπάρχωΜη φοβηθείςΚαι θα με βρείς είτε σαν άστροΌταν μονάχος περπατάς στην παγωμένη νύχταΕίτε στο βλέμμα ενός παιδιού που θα σε προσπεράσειΈιτε στη φλόγα ενός κεριού που θα κρατάςΔιαβαίνοντας το σκοτεινό το δάσος Γιατί ψηλά στον ουρανό που κατοικούνε τ' άστραΜαζεύονται όλοι οι ποιητέςΚαι οι εραστές καπνίζουν σιωπηλοί πράσινα φύλλαΜασάν χρυσόσκονη πηδάνε τα ποτάμιαΚαι περιμένουνΝα λιγωθούν οι αστερισμοί και να λιγοθυμήσουνΝα πέσουν μεσ' στον ύπνο σουΝα γίνουν αναστεναγμός στην άκρη των χειλιών σουΝα σε ξυπνήσουν και να δεις απ' το παραθυρό σουΤο προσωπό μου φωτεινόΝα σχηματίζει αστερισμόΝα σου χαμογελάειΚαι να σου ψιθυρίζειΚαλή νύχτα
Γιώργος Βέλτσος
MORSUS DIABOLI
Το δείγμα σου δεν έφτασε για να σε μεταλάβω
στα άχραντα του έρωτα τα δείπνα, μυστικά
σε δήγμα μετατράπηκε, χωρίς να καταλάβω,
του πάνδημου του δαίμονα, που θέλει εκστατικά
οι εραστές να επαίρονται για μιαν ωμοφαγία
που διέπραξαν συνένοχοι, υποκριτές θνητοί,
ιστρίωνες κι ας διέδιδαν με τη χειρονομία
των αγαλμάτων τη σιωπή, θαρρείς φάση διττή
από τη μια να αιμορραγούν, στης κλίνης το σφαγείο
κι από την άλλη, απαθείς, βουβά να ιερουργούν
στο δώμα του Εχίονα, το τρομερό πορθμείο
διακομιδή υπόσχεται, σε όσους προκαλούν
με δείγματα και δήγματα, του στόματος η στάση
αμφίβολα δηλώνεται, δαγκώνει και φιλεί -
τη σάρκα του ενός, ο άλλος αν χορτάσει,
μιαν έγγραφη απόσταση διαρκώς θ' αναπολεί
ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ
του Νίκου Παπάζογλου
Μα γιατί το τραγούδι να' ναι λυπητερό
με μιας θαρρείς κι απ'την καρδιά μου ξέκοψε
κι αυτή τη στιγμή που πλημμυρίζω χαρά
ανέβηκε ως τα χείλη μου και μ΄ έπνιξε
φυλάξου για το τέλος θα μου πεις
Σ' αγαπάω μα δεν έχω μιλιά να στο πω
κι αυτός είναι ένας καημός αβάσταχτος
λιώνω στον πόνο γιατί νοιώθω κι εγώ
ο δρόμος που τραβάμε είναι αδιάβατος
κουράγιο θα περάσει θα μου πεις
Πως μπορώ να ξεχάσω τα λυτά της μαλιά
την άμμο που σαν καταρράχτης σ΄ έλουζε
καθώς έσκυβε επάνω μου
χιλιάδες φιλιά
διαμάντια που απλόχερα μου χάριζε
θα πάω
κι ας μου βγει και σε κακό
Σε ποιάν έκσταση απάνω, σε χορό μαγικό
μπορεί ένα τέτοιο πλάσμα να γεννήθηκε
από ποιό μακρινό αστέρι είναι το φως
που μεσ' τα δυο της μάτια πήγε κρύφτηκε
κι εγώ ο τυχερός που το' χει δει
Μεσ' το βλέμμα της ένας τόσο δα ουρανός
αστράφτει, συννεφιάζει, αναδιπλώνεται
μα σαν πέφτει η νύχτα πλημμυρίζει με φως
φεγγάρι αυγουστιάτικο υψώνεται
και φέγγει από μέσα η φυλακή
Πως μπορώ να ξεχάσω τα λυτά της μαλλιά
την άμμο που σαν καταρράχτης σ΄ έλουζε
καθώς έσκυβε επάνω μου
χιλιάδες φιλιά
διαμάντια που απλόχερα μου χάριζε
θα πάω
κι ας μου βγει και σε κακό.
Πέτρος Βλαστός
Το φιλί
Σοβαρεμένα κι άτρεμα κοιτούσανε τ’ αστέρια
τη νυχτοκόπα την ερμιά. Στης θάλασσας την άπλα
πανάρχαιο βαθυκέλαδο τραγούδι σκορπαχούσε
σαν ξάκουσμα γλυκύτατο καλόστρατης ονείριας.
Και μες σε γούβα μαλακή των άμμω φωλιασμένοι
σα φίδια φιληθήκαμε. Και τελειωμό δεν είχε
το φίλημα. Απ’ τα χείλια μας αναπιωμένη η θέρμη
με δρακοσφίχτρα πεισμωσιά τον πόθο σαλαγούσε
και φρένας θεοτράνταχτης ξεθέριευε σπαρτάρα.
Στα στήθια χάθηκε η καρδιά και το βουβό το στόμα
δάγκαε. Μισόκλειστα θολά τα μάτια αποσκληραίναν.
Αντράλας συνεφόκαμα ζοφιάζοντας μας κλούσε
και ύστερα αγέρι απόκοσμο πλεκάμενους μας πήρε
σε ξώριασμα αστροπλάνεφτο μες στου καιρού τη σβήση.
ΓΙΑ ΤΗ ΖΩΗ
του Ναζίμ Χικμέτ
απόδοση Γιάννης Ρίτσος
Η ζωή δεν είναι παίξε-γέλασε
Πρέπει να τηνε πάρεις σοβαρά,
Όπως, να πούμε, κάνει ο σκίουρος,
Δίχως απ' όξω ή από πέρα να προσμένεις τίποτα.
Δε θα 'χεις άλλο πάρεξ μονάχα να ζεις.
Τις πιο όμορφες μέρες μας δεν τις ζήσαμε ακόμα
Κι αχ ό,τι πιο όμορφο θα 'θελα να σου πω
Δε στο 'πα ακόμα.
Comtesse de Noailles
Το διάβα της ζωής
Να κιόλας που η θερμή ζωή στο βράδυ πάει να γείρει.
ανάσανε της νιότης τον ανθό!
από τ’ αμπέλι είναι σιμά πολύ το πατητήρι,
απ’ την αυγή το δειλινό.
Κράτ’ ανοιγμένη την ψυχή στ’ αρώματα τριγύρω,
στο κύμα το σαλευτικό,
την περηφάνια αγάπησε και την ελπίδα αγάπα,
τον έρωτα που ’χει βαθύ σκοπό.
Πόσες καρδιές που ζούσανε, πόσες δεν πήγαν τώρα
στον τόπο της σιωπής,
δίχως το μέλι να γευτούν, και δίχως ν’ ανασάνουν
τ’ αγέρι της αυγής!
Πόσες καρδιές που φύγανε κι απόψε είναι παρόμοιες
με ρίζα αγκαθωτή,
δεν τη χαρήκαν τη ζωή, που ο ήλιος τη στολίζει,
όταν προβάλλει και προτού σβηστεί.
Δε σκόρπισαν τ’ αρώματα μαζί και το χρυσάφι
που ’χαν τα χέρια ξέχειλα απ’ αυτά,
και να τους τώρα στη σκιά να κείτονται μονάχοι,
δίχως πνοή κι ονείρατα γλυκά.
Μα εσύ, αναμέτρητη να ζεις, απ’ τις επιθυμιές
κι από την έκστασή σου,
σκύψε στον άνθρωπο σιμά και κάμε τον να ιδεί
σα βάζο την ψυχή σου.
Σμίξε με το παιγνίδισμα της μέρας, την τραχιά
σφίγγε της ζήσης ηλιοχάρη.
Ας τραγουδάει ο έρωτας στο στόμα σου, η χαρά,
σα μελισσώνε σμάρι!
Κι έπειτα, δίχως ταραχή και δίχως νοσταλγία,
βλέπε να φεύγει την ακρογιαλιά,
κι όλη σου δώσε την καρδιά και την επιθυμία
στην αιωνία νυχτιά…
Στίχοι: Γιώργος Σεφέρης
Μουσική: Μίκης Θεοδωράκης
Ερμηνευτές: Γρηγόρης Μπιθικώτσης
Μέσα στις θαλασσινές σπηλιές
υπάρχει μια δίψα
υπάρχει μια αγάπη
υπάρχει μια έκσταση
Όλα σκληρά σαν τα κοχύλια
μπορείς να τα κρατήσεις
μες στη παλάμη σου
Μέσα στις θαλασσινές σπηλιές
Μέρες ολόκληρες σε κοίταζα
μέρες ολόκληρες σε κοίταζα στα μάτια
και δεν σε γνώριζα
μήτε με γνώριζες
Στίχοι: Γιάννης Θεοδωράκης
Μουσική: Μίκης Θεοδωράκης
Ερμηνευτές: Μελίνα Μερκούρη, Γιώργος Νταλάρας, Δημήτρης Μπάσης
Αστέρι μου φεγγάρι μου της άνοιξης κλωνάρι μου
κοντά σου θα 'ρθω πάλι κοντά σου θα 'ρθω μιαν αυγή
για να σου πάρω ένα φιλί και να με πάρεις πάλι
Αγάπη μου αγάπη μου η νύχτα θα μας πάρει
τ' άστρα κι ο ουρανός το κρύο το φεγγάρι
Θα σ' αγαπώ θα ζω μες το τραγούδι
θα μ' αγαπάς θα ζεις με τα πουλιά
θα σ' αγαπώ θα γίνουμε τραγούδι
θα μ' αγαπάς θα γίνουμε πουλιά
Comtesse de Noailles
Βραδινό συναίσθημα
Αβάσταγη είν’ η ποίηση ετούτης της βραδιάς!
Ο ήλιος γέρνει, απλώνεται, και σ’ έκσταση απομένει.
Μέσα μου ανάβει τ’ όνειρο! Μονάχη και θλιμμένη
κάτω από πέπλο βρίσκομαι που φλογερά ευωδιάζει…
Του κάκου κλειω τα μάτια μου: ω φως! κι ω μουσική!
Της τρυφερότατης καρδιάς ο χτύπος ησυχάζει.
Πως όλα ωραία η αίσθηση τα νιώθει, ηδονική!
Άγια γλυκάδα τ’ ουρανού! Γλυκό της φύσης χάδι!
Τον αγκαλιάζει μια ογρή ευτυχία τον αγρό.
Δεν ανασαίνει θα ’λεγες απόψε αυτό το βράδυ,
μόνο του αιμάτου μου ως κυλά τον ήχο αγρικώ.
Η θεία η πλάση ορθώνεται σαν ατσαλένιος βράχος,
που απάνω του πληγώνεται τ’ ορμητικό μου πάθος.
Η μυρουδιά του γιασεμιού χορεύει ολόγυρά μου,
κι από την τόσην εμορφιά μου σκίζετ’ η καρδιά μου…
Γεωργόπουλος Νίκος
ΕΛΕΝΗ
Ψηλάφισα το όνειρο
με της ματιάς τ’ ανάλαφρο το χάδι
βυθίσθηκα στης αγκαλιά σου το σκοτάδι.
Ανάσανα το άρωμα
μέθυσα με τον χυμό που ρέει από το κορμί σου
ικέτης και προσκυνητής
στα χείλη σου, στο ολόδροσο φιλί σου.
Εχάθηκα για μια στιγμή πίσω από τα βλεφαρά σου
όταν τα μάτια σου έκλεινες
κυλούσα στα όνειρά σου.
Συντρόφεψα τον ίσκιο σου
και σε νανούρισα με ολόγιομο φεγγάρι
σε χάιδεψα, σε λάτρεψα
μέσα σου εβαπτίσθηκα του έρωτα την χάρη.
Ανέλπιστα μου χάρισες
το πιο γλυκό χαμογελό σου
είδα έναν ήλιο που ανέτειλε
μια αυγή στο προσωπό σου.
Ψιθύρισα τον πόθο μου
και ο πόθος μου ψιθύρισε εσένα…
Ελένη…
Φαντασία μου…
Αγαπημένη…
Στιχοι-Μουσικη
Παντελης Θαλασσινός
Σου πάει το "φως" του φεγγαριού
τις νύχτες του καλοκαιριού
απάνω σου όταν πέφτει
Σου πάει το φως και το πρωί
σαν κάνεις πρόβες τη ζωή
σε θάλασσα καθρέφτη
Στου κορμιού σου τ'ακρογιάλια
θα με φέρουν μαιστράλια
και καράβια χιώτικα
Και θα λάμπουνε για μένα
τα φεγγάρια τα κρυμμένα
και τ'αλλιώτικα
Το στόμα σου μοσχοβολιά
απο μαστίχα και φιλιά
τα μάτια σου ταξίδια
Για της αγάπης τους τρελλούς
ωραίους και αμαρτωλούς
για ναυαγούς σανίδια
Στου κορμιού σου τ'ακρογιάλια
θα με φέρουν μαιστράλια
και καράβια χιώτικα
Και θα λάμπουνε για μένα
τα φεγγάρια τα κρυμμένα
και τ'αλλιώτικα
Απόσπασμα
ΜΑΡΙΑ ΝΕΦΕΛΗ
ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ
Η Μαρία Νεφέλη λέει:
Αλλού είναι ο θάνατος.
Κεραυνός οιακίζει.
Εσείς άνθρωποι θα χαθείτε
το χτένι μες στο χέρι σας θ' ακινητήσει ένα πρωί στον αέρα
κι ο καθρέφτης θα δείξει την υποδόρια υφή
των ιστών όπου ο χρόνος
όπως έντομο σε απελπισία παγιδεύτηκε.
Αλλού είναι ο θάνατος.
Μη μ' αφήνετε να τρέξω γιατί θα χαθώ.
Δεν μου δόθηκε η χάρη να κλάψω αλλά φοβάμαι.
Δεν έχω συγγενείς
απ' όλη μου τη ζωή
προσπάθησα να φτιάξω μια πετρώδη νεότητα.
Γέμισα τον έρωτα σταυρούς.
Η Λύπη ομορφαίνει
επειδή της μοιάζουμε.
Και ο Αντιφωνητής:
και γαλάζια στον ύπνο των νηπίων·
Ίρις Μαρία Νεφέλη
με το νυχτικό στον άνεμο
ιπταμένη και αποκοιμισμένη
σαν σε πίνακα της Leonora Finni
χρυσαλλίδα του ύπνου μου.
Tra un fioro colto e l' altro donato
l' imesprimibile nulla.
Είσαι ωραία σαν φυσικό φαινόμενο
σ' ό,τι μέσα σου οδηγεί στο χέλι και στον αγριόγατο·
είσαι η νεροποντή μέσα στις πολυκατοικίες
η θεόπεμπτη διακοπή του ρεύματος·
η αστρολογία θα προσέξει το κρεβάτι σου
και θα στηρίξει τα προγνωστικά της στην απελπισία σου·
είσαι ωραία σαν απελπισία
σαν τη ζωγραφική που απεχθάνονται οι αστοί
και θα την αγοράσουν μεθαύριο με δισεκατομμύρια
Ίρις Μαρία Νεφέλη
με τη γοητεία του πισινού σου όταν
καθίζει ξάφνου ανύποπτα πάνω σ' ένα ξυράφι.
Ο τρομοκράτης
είναι ο άξεστος των θαυμάτων.
Στίχοι: Γιάννης Ρίτσος
Μουσική: Μίκης Θεοδωράκης
Ερμηνευτές: Γιώργος Νταλάρας, Αχιλλέας Κωστούλης, Μαρία Φαραντούρη, Αφροδίτη Μάνου, Κώστας Καμένος, Ελένη Βιτάλη
Κυκλαδινό κυκλάμινο
στου βράχου τη σχισμάδα
πού βρήκες χρώματα κι ανθείς
πού μίσχο και σαλεύεις
Μέσα στο βράχο σύναξα
το γαίμα στάλα στάλα
μαντήλι ρόδινο έπλεξα
κι ήλιο μαζεύω τώρα
Στίχοι: Μιχάλης Ρακιντζής
Μουσική: Μιχάλης Ρακιντζής
Ερμηνευτές: Μιχάλης Ρακιντζής
Αν μ' αγαπάς μέσα στα μάτια να με κοιτάςκράτα τα δάκρυα για μετά αν μ' αγαπάςΑν μ' αγαπάς την πιο ζεστή σου αγκαλιάθέλω να πάρω μακριά, αν μ' αγαπάς Θέλω απόψε το πιο ζεστό που 'χεις δώσει φιλίθέλω απόψε μόνο εγώ να υπάρχω στη γηθέλω ν' ακούσω λόγια που σ' άλλον δεν έχεις πειφίλα με, φίλα με, φίλα με μέχρι να έρθει το πρωί Αν μ' αγαπάς τις πιο ωραίες μας στιγμέςσαν φυλαχτό να τις κρατάς, αν μ' αγαπάςΑν μ' αγαπάς κάτι δικό μου να φοράςνα νιώθεις πως με ακουμπάς Θέλω απόψε..
Στο περιγιάλι το κρυφό
κι άσπρο σαν περιστέρι
διψάσαμε το μεσημέρι
μα το νερό γλυφό.
Πάνω στην άμμο την ξανθή
γράψαμε τ' όνομά της
ωραία που φύσηξεν ο μπάτης
και σβήστηκε η γραφή.
Με τι καρδιά, με τι πνοή,
τι πόθους και τι πάθος
πήραμε τη ζωή μας· λάθος !
κι αλλάξαμε ζωή.
Νίκος Καμπάς
Θα βραχούμε
Κάθε μέρα η ομιλία στην αγάπη τριγυρνά,
μα το «σ' αγαπώ» σαν βλέπης να κρεμιέται πια στο στόμα,
πιάνομε τα γέλια, τρέμει, κοκκινίζω και ξανά
αύριο τα ίδια ακόμα.
Όταν παίζουν στ' ακρογυάλι είδατε μικρά παιδιά;
Τρέχουν και το κύμα, μέσα που τραβιέται, κυνηγούνε.
Κάνει να γυρίσει πίσω; Έξω εις την αμμουδιά,
όσο τέλος... να βραχούνε.
Με το κύμα της αγάπης έτσι παίζομε τρελά·
αν πιο μέσα πνίγωντ' άλλοι, στ' ακρογυάλι εμείς γελούμε·
ως την ώρα καλά πάει το παιχνίδι μας, αλλά,
μη σας μέλη... θα βραχούμε.
Αχιλλέας Παράσχος
... Αλλού να μ' αγαπάς
- Δεν θέλω να με αγαπάς ως μ' αγαπούν οι άλλοι,
μ' αγάπην ομοιάζουσαν της αύρας τας ριπάς.
Το αίσθημα του έρωτος στιγμήν, ως άνθος, θάλει.
Εδώ υπάρχει θάνατος· αλλού να μ' αγαπάς!
- Αλλού; και που να σ' αγαπώ; και που δεν είναι μνήμα;
Επάνω, κάτω, εις την γην, τας σφαίρας τας λοιπάς;
Παντού ευρίσκεται, το παν θανάτου είναι κτήμα·
Παντού υπάρχει θάνατος· εδώ να μ' αγαπάς...
Εδώ, εδώ! πριν την ζωήν ο θάνατος μαράνη
και φθινοπώρου πριν ιδείς ημέρας σκυθρωπάς·
ταχύτερον ο έρως σου ο μέγας θ' αποθάνει·
πολύ πριν παύση η ζωή, θα παύσης ν' αγαπάς...
- Όταν η νυξ τον ήλιον καλύπτη της ημέρας
κι υπο νεφέλας θάπτεται το φως αγριωπάς,
μυρίους βλέπει σχίζοντας τα σκότη της αστέρας...
Έρως και φως είναι παντού· παντού να μ' αγαπάς!
- Κόρον και λήθην η ψυχή, πριν η εκπνεύση, πνέει·
και της αγάπης η στιγμή πολλάς έχει τροπάς·
του μακροτέρου έρωτος βραδύτερον εκπνέει
κι η βραχυτέρα ύπαρξις· εδώ να μ' αγαπάς!
- Κι εδώ, κι εδώ θα σ' αγαπώ, κι υπό την γην, κι επάνω,
και εις θανάτου έρεβος, κι εις βίου αστραπάς.
Δεν είναι χώμα η ψυχή· ποτέ δεν θ' αποθάνω.
Είναι ζωή κι ο θάνατος, οπόταν αγαπάς
ΚΡΙΤΩΝ ΑΘΑΝΑΣΟΥΛΗΣ
ΜΗΝΥΜΑ
Σώπα.
Και να θυμάσαι
με πόση δοκιμασία απόχτησες
την αρετή ν' αγαπάς.
Μην κουραστείς να μ' αγαπάς
Στίχοι: Γιάννης Αργύρης
Μουσική: Σόφη Παππά
Ερμηνεία: Λάκης Παππάς
Μην κουραστείς να μ' αγαπάς
κι αν κουραστείς μη φύγεις
κι αν φύγεις για παντοτινά
τα μάτια σου ας δω ξανά
Μα αν κλαίνε μην τ' ανοίγεις
μην κουραστείς να μ' αγαπάς
κι αν κουραστείς μη φύγεις
Μοίρα κακή εφιαλτική
στο λογισμό σου αν φτάσει
Να κάνεις πέτρα την καρδιά
να μη νικήσει η αναποδιά
Μη κουραστείς να μ' αγαπάς
κι η μπόρα θα περάσει
κι η μπόρα θα περάσει Σαν ένα όνειρο
Στίχοι/Μουσική: Robert Williams
Ερμηνεία: Μπέσυ Αργυράκη & Robert Williams
Μου γέλασαν τα μάτια σου
και σκίρτησε στο βλέμμα σου η καρδιά μου
Μου μίλησαν τα χείλη σου
και γέμισες με φως τα όνειρά μου
Το ξέρω κάποτε θα φύγεις, θα χαθείς σαν ένα όνειρο
Μα μέχρι να ‘ρθει αυτή η στιγμή, μη σταματήσεις να γελάς
Μη σταματήσεις να μου λες πως μ’ αγαπάς
Μ’ αγαπάς
ΕΡΜΕΙΑ
λένε για τις παλιές αγάπες..
Οι παλιές αγάπες πάνε -λέει-
σ' ένα παράδεισο
από αναμνήσεις καλές και γελάκια,
ονειράκια παλιά και χάσματα μνήμης.
Εκεί συναντιούνται όλες οι παλιές μας οι αγάπες,
κάνουνε πάρτι όπου μοιράζουνε λουλούδια,
μας θυμούνται
και καμιά φορά χαμογελούν παράξενα.
Έχουν μυστήρια δύναμη απάνω μας οι παλιές οι αγάπες,
μας στέλνουνε καμιά φορά στον ύπνο
μια παλιά εικόνα μας στιγμιαία ζωντανή
ή, άλλοτε πάλι, ξαφνικά, ένα φιλί
που τόσο μας ταράζει και μας ξεστρατίζει
απ' τις παρούσες έννοιες μας, ...
Λέει πως έχουνε δύναμη πολύ οι παλιές αγάπες
και πως στον παράδεισό τους παίζουνε παράξενα παιχνίδια.
Μπορούν να σε κάνουν να ξυπνήσεις κλαίγοντας τη νύχτα
για ένα πόνο ξεχασμένο από καιρό,
ή πάλι να σου κλέψουνε τα λογικά:
σε παίρνουνε μια βόλτα στον παράδεισο,
και το πρωί βρίσκεις στο προσκεφάλι
ένα απ' τα λουλούδια τους
που κρατάει, και σου διαλύει κάθε ορθολογισμό
μέρες πολλές.
ΧΑΡΙΣ ΑΛΕΞΙΟΥ
(στίχοι – τραγούδι)
Τα λεφτά μου όλα δίνω για ένα tango
κι ένα άγγιγμά "σου" κάτω από το τραπέζι
Αδιάφορα τριγύρω μου να κοιτώ
Στο γυμνό λαιμό μου το χέρι σου να παίζει
Τα λεφτά μου όλα δίνω για μια βραδιά
για ρομαντικές φιγούρες πάνω στη πίστα
Να παραμερίζουν όλοι από τη φωτιά
που θα στέλνει το κορμί μας στο πρίμα βίστα
Τα λεφτά μου όλα δίνω για μια ζημιά
πού θα κάνει άνω κάτω την λογική σου
θέλει τρέλα η ζωή μας και νοστιμιά
άμα θες να βρεις τις πύλες του παραδείσου
Μια γυναίκα ένας άντρας κι ένας θεός
ένας έρωτας θεός να μας σημαδεύει
Να σου δίνω τα φιλιά στων κεριών το φως
και να παίρνω αυτά που ο νους μας απαγορεύει
Σ' ΑΚΟΛΟΥΘΩ
Στίχοι - μουσική: Μάνος Λοίζος
τραγούδι: Βασίλης Παπακωνσταντίνου
Σ' ακολουθώ στη τσέπη σου γλιστράω
σα διφραγκάκι τόσο δα μικρό
Σ' ακολουθώ και ξέρω πως χωράω
μες στο λακκάκι που 'χεις στο λαιμό
Έλα κράτησε με
και περπάτησε με
μες στο μαγικό σου το βυθό
πάρε με μαζί σου στο βαθύ φιλί σου
μη μ' αφήνεις μόνο θα χαθώ
Σ' ακολουθώ και ξέρω πως χωράω
μες στο λακκάκι που 'χεις στο λαιμό
Σ' ακολουθώ και πάνω σου κολλάω
σα φανελάκι καλοκαιρινό
Σ' ακολουθώ σ' αγγίζω και πονάω
κλείνω τα μάτια και σ' ακολουθώ
Έλα κράτησε με
και περπάτησε με
μες στο μαγικό σου το βυθό
πάρε με μαζί σου στο βαθύ φιλί σου
μη μ' αφήνεις μόνο θα χαθώ
Σ' ακολουθώ σ' αγγίζω και πονάω
κλείνω τα μάτια και σ' ακολουθώ
Παντελής Θαλασσινός
Ν' αγαπάς τα βουνά και τα πέλαγα
τους γνωστούς και τους άγνωστους τόπους
τα πουλιά, τα λουλούδια, τα σύννεφα
και πολύ ν' αγαπάς τους ανθρώπους
Τα "θεριά" ν' αγαπάς και τ' ανήμερα
τα νησιά, τα ποτάμια, τ' αστέρια
Κι' αν ποτέ σε πληγώσουν κατάστηθα
φίλοι, αγρίμια, λευκά περιστέρια,
ν' αγαπάς, να ξεχνάς και να χαίρεσαι
τη δική σου γαλήνη και κείνα
που μ' αγάπη το νού μας φωτίζουνε,
και βλασταίνουν αμάραντα κρίνα.
Μυρτιώτισσα
Στο βουνό
Ο Έρωτάς μας δεν μπορεί να ζήσει εδώ στη χώρα
στενοχωριέται, λιώνει.
Ω, πάμε από τετράψηλη κορφή να δει την μπόρα
και να γευτεί το χιόνι.
Να ξανασάνει, να χυθεί στο λεύτερον αγέρα
με τ’ άγρια τα πουλιά,
που ζουν αναγαλλιάζοντας κι απλώνουν στον αιθέρα
σαν τρόπαια τα φτερά!
Τη μέρα ο Ήλιος πύρινος θ’ αναταράζει μέσα μας
το ναρκωμένον αίμα
και δροσερές, με τα νερά θα τρέχουνε οι σκέψεις μας
σε ολόβαθο ένα ρέμα.
Θ’ αρχίσουμε να νιώθουμε του γέρου πεύκου τη μιλιά,
του θυμαριού τα μύρα,
της λεύκας το τρεμούλιασμα που την αλλάζουν τα πουλιά,
βραδύ κι αυγή, σε λύρα!
Οι νύχτες θα ’ναι διάφανες, κι εμείς κοντά στον ουρανό,
θα βλέπουμε τ’ αστέρια
να ξεκινούν χαρούμενα για το δικό μας το βουνό
για τα δικά μας χέρια!
Κανένας της Αγάπης μας την ιερώτατη ηδονή
κανένας δε θα ξέρει
μόν’ η καλύβα η ταπεινή, κι απ’ την ελάτινη σκεπή
το που θα πνέει τ’ αγέρι.
Στης ευτυχίας τα κύματα μπασμένοι πρώτη μας φορά,
θα τρέμουμε κι οι δυο μας
μην ξεπροβάλει απ’ τους αφρούς κάποια Γοργόνα - συμφορά -
και πνίξει τ’ όνειρό μας!
Μα αγάλια αγάλια η ταραχή του αρρωστημένου μας του νου
θα φύγει από σιμά του,
και θα χαρούμε τη χαρά του αφρόντιστου μικρού παιδιού,
και τ’ αναφτέριασμά του.
Ώσπου μια νύχτα, ευλαβικά και με ξαλάφρωμα καρδιάς,
θα δούμε ν’ ανεβαίνει
μες απ’ το σπλάχνο του βουνού η θεία Γαλήνη προς εμάς,
και μέσα μας να μπαίνει!
Μια φωτιά στην άμμο
Στέλιος Ρόκκος
Μια φωτιά στην άμμο
Ελληνικοί στίχοι Θάνος Παπανικολάου
Ερμηνεία Στέλιος Ρόκκος
Πριν χαθείς και διώξεις το φεγγάρι
άναψε αν θες μια φωτιά στην άμμο
Σαν μια τελευταία χάρη
άναψε αν θες μια φωτιά στην άμμο
Όπως τις νύχτες που και οι δυο σαν
παιδιά, πάνω από την ίδια φωτιά
την αγάπη κρατούσαμε μαζί ζωντανή
με φιλια μας ξυπνουσε η αυγη.
Στην ακτη που φτιαχναμε ταξιδια
αναψε αν θες μια φωτια στην αμμο
Πριν εδω τα παντα γινουν ιδια
αναψε αν θες μια φωτια στην αμμο
Οσο και αν φυγεις απο 'μενα μακρυα
σαν τον ηλιο θα'μαι κοντά
Θα σ' αγγίζω σα χάδι πονηρό του ουρανού
σαν αέρας θα 'μαι παντού...
Να' ρθεις ξανά
έστω μόνο και για μια φορά
Να 'ρθεις ξανά
έστω μόνο και για μια βραδιά
Πριν μας κρύψει αυτή η νύχτα
άναψε αν θες μια φωτιά στην άμμο
πριν πιαστώ στα μαγικά σου δίχτυα
άναψε αν θες μια φωτιά στην άμμο
όσο κι αν φύγεις απο μένα μακριά
σαν τον ήλιο θα΄ μαι κοντά
θα σ΄αγγίζω σαν χάδι πονηρό του ουρανού
σαν αέρας θα' μαι παντού.....
Να' ρθεις ξανά
έστω μόνο και για μια φορά
Να' ρθεις ξανά
έστω μόνο και για μια βραδιά
Σαν τον ήλιο θα΄μαι κοντά
Οσο κι αν τρέχει η ζωή μου μπροστά
θα μένω γύρω απο την ίδια φωτιά
και για σένα θα τραγουδώ
άναψε αν θες μια φωτιά στην άμμο
Σαπφώ
Ατθίδα
(μελλοποιημένο σε γνωστό τραγουδάκι –
τραγουδήθηκε από την Α. Κανελίδου)
Σαν άνεμος μου τίναξε ο έρωτας τη σκέψη
σαν άνεμος που σε βουνό βελανιδιές λυγάει.
'Ηρθες, καλά που έκανες, που τόσο σε ζητούσα
δρόσισες την ψυχούλα μου, που έκαιγε ο πόθος.
Από το γάλα πιο λευκή
απ' το νερό πιο δροσερή
κι από το πέπλο το λεπτό, πιο απαλή.
Από το ρόδο πιο αγνή
απ' το χρυσάφι πιο ακριβή
κι από τη λύρα πιο γλυκιά, πιο μουσική...
ΠΑΡΕ ΜΕ
Στο γαλάζιο των ματιών σου
μεσ' στο βάθος των φιλιών σου
πάρε με, ταξίδεψέ με...
Στης αγάπης σου τη ζάλη
στων ονείρων σου την άκρη
πάρε με, ταξίδεψέ με...
Πάρε με, ταξίδεψέ με,
φίλησέ με, μέθυσέ με
σ' αγαπώ
Δως μου τη δύναμη ν' αντέξω
απ' το ψέμα βγάλε με έξω
σ' αγαπώ
Στης "καρδιάς" σου την αλήθεια
βγάλε με έξω απ' τη συνήθεια
πάρε με, ταξίδεψέ με
να σ' αγαπώ και να φωλιάζω
στων ματιών σου το γαλάζιο
πάρε με ταξίδεψέ με...
Χριστίνα Σαββατιανού
ΔΕ ΓΡΑΦΩ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΕΓΩ.
Δε γράφω ποιήματα εγώ, όχι δε γράφω,
Λέξεις μονάχα ξαστοχώ απ' την αλήθεια κλέβω.
Λέξεις που κάποτε έζησαν, ναι έζησαν
Στα χείλη ενός παιδιού, θυμάσαι;
Λέξεις που ερωτεύτηκαν, πόσο ερωτεύτηκαν!
Στα στήθια μιας κοπέλας τα κρινομοσχομυριστά.
Όχι δε γράφω ποιήματα εγώ, δε γράφω σου λέω.
Δάκρυα αποστεγνώνω. Κλαις;
Μην κλαις σε σκέφτομαι, ακόμα σε αγαπάω,
Μέσα στις λέξεις που 'κλεψα μαζί σου σεργιανίζω.
Μέσα στου ονείρου τη σιωπή τραγούδια φτιάχνω να σου πω.
Λέξεις μονάχα σκάρωσα έτσι για να μεθύσεις.
Λέξεις αδέσποτες ρηχές να πιάσεις να κρυφτείς.
Λέξεις αστέρια και νυχτιές φορτώνω και σου στέλνω.
Δε γράφω ποιήματα εγώ μονάχα τραγουδάω.
Λέξεις μικρές ασήμαντες, λουλούδια τις στολίζω.
Λέξεις μέσα απ την άνοιξη σου βάνω στα μαλλιά.
Δε γράφω ποιήματα εγώ. Όχι τα μουρμουρίζω.
Στων τραγουδιών το γύρισμα στη χάση της φωνής. Ακούς;
Λέξεις μονάχα αγαπώ, λέξεις χωρίς ουσία, λέξεις φτωχές.
Λέξεις που ξέρουν την καρδιά.
Δε γράφω ποιήματα εγώ. Φανάρια χάρτινα σκαρώνω.
Μες σε ποτάμια τα πετώ, σε λίμνες, σε πελάγη.
Μαζί του αναστεναγμού το ρόδι το χρυσό.
Λέξεις γιομίζω το χαρτί, αδιάφορο να μοιάζει.
Λέξεις που δεν τις πλήρωσα λέξεις που δεν ξεχνώ.
Δε γράφω ποιήματα εγώ, τις γεύσεις δοκιμάζω.
Γεύσεις που δε μολύνθηκαν στης σκέψης την βοή.
Λέξεις με γεύση αλμυρή, πικρή, χολή και ξύδι.
Λέξεις που αίμα γίνηκαν στα χείλη τα στεγνά.
Δε γράφω ποιήματα εγώ. Ποτέ μου δε θα γράψω.
Είμαι μικρός πολύ μικρός. Το θάμα δεν χωρά.
Μόνο μια λέξη έκλεψα και είπα να την ψάξω.
Σε διαστάσεις να τη δω σε χρώμα σε χροιά.
Δε γράφω ποιήματα εγώ, δεν ξέρω πως τα γράφουν
Μια μόνο λέξη κράτησα, αυτό το "Αγαπάω"
Ακούς Αγαπάω
Ορέστης Αλεξάκης
Είσαι νερό
σ’ ένα βαθύ πηγάδι
κελάρυσμα κρυμμένο στα καλάμια
στάλα βροχής
σε μια πευκοβελόνα
Σ’ αγγίζω κι εξατμίζεσαι
γίνεσαι σύννεφο λευκό και ταξιδεύεις
και με κοιτάς χαμογελώντας απ’ τα ύψη σου
και προκαλείς τη δίψα μου
κ’ υπόσχεσαι να βρέξεις
στα ραγισμένα από τον λίβα χείλη μου
Είσαι μια υπόγεια φλέβα
που κυλά
σε σκοτεινές σπηλιές
θαμμένες κοίτες
ακρογιαλιές πανάρχαιες
σκεπασμένες
από την άμμο και τη λήθη των αιώνων
Φοβάμαι να σε ακολουθήσω
με τρομάζει
των ωκεανών η διφορούμενη άπλα
το ανεξιχνίαστο μπλε
των οριζόντων
Κλείνομαι στο μικρό μου βέβαιο τόπο
ζω τη μικρή μου ανθρώπινη αυταπάτη
κολλώ σαν όστρακο στο βράχο μου
σωπαίνω
Πάμπλο Νερούντα
ΠΟΙΟΙ ΑΓΑΠΗΘΗΚΑΝ ΟΠΩΣ ΕΜΕΙΣ;
Ποιος αγαπήθηκε όπως εμείς; Να ψάξουμε
τις παλιές στάχτες της καμένης καρδιάς
κι εκεί να πέσουν ένα-ένα τα φιλιά μας
μέχρι να αναστηθεί το ακατοίκητο λουλούδι.
Αγαπάμε τον έρωτα που ανάλωσε τον καρπό του
και κατέβηκε στη γη με πρόσωπο και εξουσία:
εσύ κι εγώ είμαστε το φως που συνεχίζει,
το άθραυστο λεπτοκαμωμένο στάχυ.
Στο θαμμένο έρωτα κρύο από πολύ καιρό,
από χιόνι και άνοιξη, από λήθη και φθινόπωρο,
πλησιάζουμε με το φως ενός νέου μήλου,
της ανοιχτής δροσιάς από μια νέα πληγή,
όπως ο παλιός έρωτας που περπατάει στη σιωπή
για μια αιωνιότητα από θαμμένα στόματα.
Μυρτιώτισσα
Απόψε
Απόψε ήρθες και στάθηκες σιμά μου
σαν έγειρα στου ύπνου την αγκάλη.
Ω μακρυσμένε, απόκρυφε έρωτά μου,
ήρθες απόψε ακάλεστος σιμά μου,
δίχως να ξέρω πως, αγάλι αγάλι.
Μου κράταες μες στα χέρια το κεφάλι
και βύζαινες τ’ ατέλειωτο φιλί μου,
κι απ’ την ωραία του όνειρου κραιπάλη,
σαν κρίνο που αργολιώνει στ’ ανθογυάλι,
φυλλορροούσε η πένθιμη ψυχή μου.
Τον πόθο σου όλο μου είχες μεταδώσει
σα να ’μουν σάρκα κι αίμα εγώ δικό σου,
κι ως με την ώρα που είχε ξημερώσει,
τα χέρια μου τα δυο τα είχα ριζώσει
περικοκλάδια γύρω απ’ το λαιμό σου.
Σαν πιο καράβι εδώ να σ’ έχει φέρει
δίχως να τ’ οδηγάει κανένας φάρος;
Ποιο κύμα να σε βοήθησε, ποιο αγέρι,
κι ήρθες από τ’ απόμακρα τα μέρη
της ηδονής ατρόμητος κουρσάρος;
Στου ιδανικού τη χώρα σε είχα μπάσει,
και μόνο με τη σκέψη σ’ αγαπούσα,
μα έφτασε μια νυχτιά για να χαλάσει
ό,τι με τόση ευλάβεια σου είχα μάσει
στην άυλη χώρα εκείνη που σε ζούσα…
Μαρία Πολυδούρη
(από τη συλλογή ΧΑΜΟΓΕΛΑ)
ΚΟΝΤΑ ΣΟΥ
Κοντά σου δεν αχούν άγρια οι ανέμοι.
Κοντά σου είναι η γαλήνη και το φως.
Στου νου μας τη χρυσόβεργην ανέμη
Ο ρόδινος τυλιέται στοχασμός.
Κοντά σου η σιγαλιά σα γέλιο μοιάζει
που αντιφεγγίζουν μάτια τρυφερά
κ' αν κάποτε μιλάμε, αναφτεριάζει,
πλάι μας κάπου η άνεργη χαρά.
Κοντά σου η θλίψη ανθίζει σα λουλούδι
κι ανύποτα περνά μεσ' στη ζωή.
Κοντά σου όλα γλυκά κι όλα σα χνούδι,
σα χάδι, σα δροσούλα, σαν πνοή.
Για δες αγάπη μου μακριά, πόσο μακριά είναι οι κήποι
και κρίμα, δεν είναι ούτε αυγή και μόλις ξεκινάμε.
Θα μας ρημάξη η κακωσιά και θα μαράνη η λύπη
την ακριβή μας τη χαρά, πως ταιριασμένα πάμε.
Στέρξε να μείνουμε σε μιά του δρόμου μας γωνούλα,
κάτω στον ήσκιο μιάς εληάς - ήσκιε μου εμπιστεμένε.
Και γω θα δης με των φιλιών τη δροσερή πηγούλα
θα σου γιομίσω την καρδιά λουλούδια, αγαπημένε!
Λαυρέντης Μαχαιρίτσας
Ο τούρκος
Μου γράφεις δεν θα 'ρθεις για διακοπές
ΧΡΩΣΤΑΣ μαθήματα μου λες,
Φωτογραφίες στέλνεις απ'το Λούβρο
και άλλες με τον γάτο σου τον Τούρκο
Ο τούρκος να πηδάει στα σκαλιά
και ύστερα παιχνίδι να σου κάνει
Στη γάμπα σου να τρέμει μια ουρά
Αυτός ο τούρκος τούρκο θα με κάνει
Ζηλεύω το μικρό σου το γατί
Στα πόδια σου κοιμάται όταν διαβάζεις
Δεν ξέρω αν κοιμάστε και μαζί
ή μ' άλλον στο κρεβάτι το αλλάζεις
Δεν ξέρω αν κοιμάστε και μαζί
ή μ' άλλον στο κρεβάτι το αλλάζεις
ΚΛΕΩΝ ΠΑΡΑΣΧΟΣ
ΧΛΩΜΟΣ...
Χλωμός απ' το χαρούμενο μεγάλο χτυποκάρδι
μιας ευτυχίας απίστευτης, θα καρτερούσα εκεί,
σε μιαν απόμερη καμπή του ερημικού του δρόμου.
θ' αργούσες, και κάθε στιγμή θάταν για με πικρή
μια σκέψη, θάλεα, τέτοια μια χαρά για με δεν ήταν,
δε θάρθη, είναι το ψέμμα της αυτό το πιο σκληρό.
Κι' έξαφνα, εκεί στο γύρισμα του δρόμου θα εφαινόσουν,
και προς εμέ θαρχόσουνα, γελούμενη, γοργή.
Φτωχά μου μάτια, τη βαθειά χαρά σας συλλογιέμαι.
Σα θαμπωμένα από λαμπρή μιαν οπτασία, μακάρια
θα την χαϊδεύατε ώρα κι' ώρα αχόρταγα, παντού.
Θάταν ντυμένη ολόλευκα, και κάτου απ' το λεπτό της
ντύμα, θα σάλευε αλαφρά το σώμα το γλυκό.
Ώρα πολλή απ' το θάμπωμα θα σώπαινα, ενώ πλήθος
τα ερωτικά λόγια θα μου γεμίζαν την ψυχή.
Ο δρόμος θάτανε έρημος, ανάμεσα απ' τα δέντρα.
Και μες στο δείλι το στερνό που θάλυωνε αχνό φως,
αργά θα επαίρναμε το βραδυασμένο μονοπάτι ....
Νίκος Καρανικόλας
Διασπορά ομηλίκων
Τότε ξεκινήσαμε σωστά ή μοιραία μαζί.
Μας χώρισεν ο δρόμος με τις ποικιλίες του
τις μικρολεπτομέρειές του
μας χώρισαν ασήμαντα οδοφράγματα
τυχαία μονοπάτια του ίδιου δρόμου
και κείνοι οι προσωπικοί περισπασμοί
έκαναν να μας διαφύγει τόση τρυφερότητα
τότε που οδεύαμε χέρι με χέρι.
Τώρα που κάπου καταλήξαμε ανάγκη
να συστηθούμε πάλι με εξομολογήσεις
να θυμηθούμε τέλος πάντων
αν γνωριστήκαμε ποτέ, γιατί και πότε.
ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ
Από τη Συλλογή
ΜΑΡΙΑ ΝΕΦΕΛΗ
THROUGH THE MIRROR
Ψαρεύοντας έρχεται η θάλασσα
κι είναι στη μυρωδιά της μέσα που το ψάρι αστράφτει
μάταια μην ψάχνεις
Κάπου ανάμεσα Τρίτη και Τετάρτη
πρέπει να παράπεσε η αληθινή σου μέρα.
Υπερούσιος πας ενώ πάνω από το κεφάλι σου
απλώνεται ο βυθός με τα χρωματιστά του βότσαλα σαν άστρα.
Ω μουσική ω Κυριακή συννεφιασμένη
Και ο Αντιφωνητής:
εωσότου η μαύρη θάλασσα φανεί
κι επάνω της ανάψουν σαν βεγγαλικά τα τρία μου άστρα!
Όλα μία σταγόνα
ομορφιάς τρεμάμενη στα τσίνορα·
μία λύπη διάφανη σαν Άθως κρεμάμενος από τον ουρανό
με απέραντη ορατότητα
όπου τα πάντα γίνονται ξεγίνονται
γονατίζει ο Χάρος και ξανασηκώνεται πιο δυνατός
και πάλι πέφτει ανίσχυρος βυθίζεται στα βάραθρα.
Μόνη της η σταγόνα σθεναρή πάνω απ' τα βάραθρα.
Στο χωριό της γλώσσας μου τη Λύπη τηνε λένε Λάμπουσα.