Συνήθως όταν οι μελετητές (είτε ιδιώτες είτε κρατικοί) σχεδιάζουν μία συμβατική ενεργειακή μονάδα , προκειμένου να καταλήξουν στο συνολικό κόστος της επένδυσης και το κόστος λειτουργίας της ώστε να ξέρουν σε τι τιμή θα πουλήσουν το ρεύμα συνυπολογίζουν παραμέτρους όπως:
Κόστος μελετών – κόστος κατασκευής – κόστος πρώτων υλών – κόστος λειτουργικό(μέσα στο οποίο συνυπολογίζουν τα κόστη διαχείρισης – κόστη διαφήμισης κ.α.)
Πουθενά και κανένας δεν συνυπολογίζει το κοινωνικό κόστος, δηλαδή το κόστος που επιβαρύνει την κοινωνία ολόκληρη από την εκμετάλλευση ενός φυσικού πόρου (κόστος περίθαλψης λόγω της ρύπανσης που δημιουργείται, κόστος ατυχημάτων, κόστος εξάρτησης από πιθανές ξένες πρώτες ύλες, αρνητικό κόστος από την απώλεια ενέργειας που υπάρχει λόγω μεταφοράς της από μεγάλες αποστάσεις, κόστος περιβαλλοντικό από προβλήματα που δημιουργούνται στην βιοποικιλότητα , κόστος διαχείρισης καταλοίπων ή πυρηνικών αποβλήτων, κόστος αποκατάστασης χώρων εξόρυξης κ.α.)
Υπάρχουν βέβαια και κάποια αποτελέσματα ή επιδράσεις που δεν μπορούν να εκτιμηθούν νομισματικά ή ποσοτικά , όπως:
Α. το ψυχολογικό κοινωνικό κόστος σοβαρών παθήσεων ή θανάτων
Β. το κόστος των κλιματικών αλλαγών
Γ. ο περιβαλλοντικός κίνδυνος της τακτικής λειτουργίας των εργοστασίων πυρηνικής ενέργειας κλπ..
Η ανεπάρκεια του μηχανισμού της αγοράς να ενσωματώσει παραμέτρους που άμεσα ή έμμεσα συμβάλλουν στην παραγωγική διαδικασία ή και στην ευημερία των πολιτών έχει στρέψει το ενδιαφέρον, σε πολιτικό και επιστημονικό επίπεδο, στην κατεύθυνση της χρηματικής τους αποτίμησης με στόχο τη σταδιακή διόρθωση των τιμών και τη λήψη ορθότερων αποφάσεων.
Αν και οι επιπτώσεις στο φυσικό και κοινωνικό περιβάλλον από τη χρήση διαφόρων ενεργειακών πόρων άρχισαν να καταγράφονται από τον προηγούμενο αιώνα, μια πιο συστηματική μελέτη και προσπάθεια εκτίμησης τους ξεκίνησε μόλις κατά τη δεκαετία του ’60 και εντείνεται στη διάρκεια των δεκαετίων του ’80 , 90 και 00.
Οι σχετικές μελέτες επικεντρώνονται στην εκτίμηση του εξωτερικού κόστους της ηλεκτροπαραγωγής λόγω του μεγάλου ποσοστού συμμετοχής του τομέα στο σύνολο των αέριων εκπομπών αλλά και εξ αιτίας της ύπαρξης πολλών διαφορετικών ενεργειακών μορφών και τεχνολογιών.
Ο στόχος αυτών των μελετών είναι να διαπιστωθεί αν το ύψος των περιβαλλοντικών εξωτερικών οικονομιών διαφοροποιεί σημαντικά το κοινωνικό κόστος κάθε τεχνολογίας και δημιουργεί άνισους όρους ανταγωνισμού στην αγορά.
Μέσα από τον ανταγωνισμό των συμβατικών και των νέων τεχνολογιών παραγωγής ενέργειας μπορεί να επιτύχουμε μείωση του κοινωνικού κόστους. Η επικράτηση της εκμετάλλευσης ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, που σήμερα καλύπτουν ένα μικρό μέρος της αγορά ενέργειας , θα επιφέρει σημαντική μείωση του κοινωνικού κόστους.
Είναι παγκόσμια γνωστό και επιθυμητό ότι μπαίνουμε στην περίοδο που η ηλιακή και αιολική ενέργεια θα αποτελέσουν τις κύριες ανανεώσιμες πηγές ενέργειας για αρκετό χρονικό διάστημα . Είναι σκόπιμο να αναλυθεί το κοινωνικό κόστος των συμβατικών τεχνολογιών ηλεκτρικής παραγωγής με εκείνο των νέων τεχνολογιών αιολικής και ηλιακής ενέργειας και η επίδραση του στην αγοραία τιμή του ηλεκτρισμού.
Σε μία ανταγωνιστική οικονομία το βασικό πρόβλημα της κατανομής των σπανίων φυσικών πόρων μπορεί να λυθεί με το μηχανισμό της αγοράς που βασίζεται στις αγοραίες τιμές των πόρων.
– Σύμφωνα με τα τελευταία δεδομένα τα κόστη για την εγκατάσταση μονάδων παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας είναι:
– Κόστη
€ / kW
– Συμβατικά οργανικά καύσιμα 1000-1500
– Αιολική ενέργεια 1000-1500
– Φωτοβολταϊκά > 5000
– Βιομάζα 1000-3000
– Υδροηλεκτρικά 1000-4000
– Ηλιακά (E/m2) 400
Είναι κοινά παραδεκτό ότι ακόμα και με μια μονομερή εξέταση των εξωτερικών αποτελεσμάτων των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, η αγοραία τιμή του ηλεκτρισμού , που βασίζεται σ’ αυτές είναι τουλάχιστον ίδια σήμερα με αυτή των συμβατικών πηγών ενέργειας .Η πολιτική του υπολογισμού των εξωτερικών αποτελεσμάτων έχει σημαντική επίδραση στην διαδικασία διανομής και την τρέχουσα δημιουργία της αγοράς της αιολικής και ηλιακής ενέργειας.