ΜΕΛΟΣ ΤΗΣ ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑΣ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΙΩΝ ΠΡΑΣΙΝΩΝ
www.ecogreens.gr
Αθήνα: Κολοκοτρώνη 31, 10562 τηλ:210-3241001 φαξ:210-3241825
Θεσσαλονίκη: Φιλίππου 51, 54631 Τηλ:2310-222503 φαξ:2310-421196
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΝΕΡΓΕΙΑ:
ΠΟΣΕΣ ΔΕΚΑΕΤΙΕΣ ΠΙΣΩ;
Οι Οικολόγοι Πράσινοι επισημαίνουν το διακομματικό έλλειμμα
πολιτικής βούλησης και την ανάγκη για επείγουσες αλλαγές
Σε παλιότερες εποχές, μια διαφήμιση της Δ.Ε.Η. υποστήριζε ότι ο πολιτισμός μιας χώρας μετριέται με το πόσο ηλεκτρικό ρεύμα καταναλώνει. Από τότε έχουν μεσολαβήσει πολλά: η «χαρά» να ξοδεύεις ενέργεια είναι πλέον ξεπερασμένη και επικίνδυνη.
Η ενέργεια δεν είναι μόνο αγαθό προς κατανάλωση αλλά και σοβαρός παράγοντας πιέσεων στους φυσικούς πόρους, το περιβάλλον, το κλίμα, την οικονομία ακόμη και την ειρήνη. Κατανάλωση ενέργειας που δεν βασίζεται σε πνεύμα εξοικονόμησης ή παραγωγής με ηπιότερους τρόπους, σημαίνει ότι επιβαρυνόμαστε όλες αυτές τις πιέσεις χωρίς κανένα ουσιαστικό όφελος.
Η απλή αυτή λογική ελάχιστα φαίνεται να ισχύει στη χώρα μας, που έρχεται τελευταία στην Ευρώπη σε μια σειρά από κρίσιμους δείκτες: Για κάθε ευρώ της οικονομίας μας ξοδεύουμε περισσότερη ενέργεια από κάθε άλλη χώρα, εκλύουμε τα πιο πολλά αέρια του θερμοκηπίου ανά κιλοβατώρα ηλεκτρισμού, η κατανάλωση ενέργειας συνεχίζει να αυξάνει γρηγορότερα από ό,τι το Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν της οικονομίας.
Πίσω από όλα αυτά δεν βρίσκεται μόνο μια αδιάφορη ενεργοβόρα κοινωνία αλλά και οι κυβερνήσεις, που περιορίζουν το ρόλο τους στην ικανοποίηση της ζήτησης αντί να παρεμβαίνουν ενεργά στη διαχείρισή της. Εκτός προτεραιοτήτων της ενεργειακής πολιτικής μένουν όλα όσα είναι επείγοντα και απαραίτητα:
· Εξοικονόμηση ενέργειας, με ενημέρωση των πολιτών και κατάλληλη διαχείριση της ζήτησης.
· Ορθολογική τιμολόγησή της, με παροχή κινήτρων για εξοικονόμηση και ενεργειακό φόρο ανάλογο με το περιβαλλοντικό κόστος κάθε πηγής.
· Σταδιακή απεξάρτηση από τον λιγνίτη και το πετρέλαιο.
· Αξιοποίηση του φυσικού αερίου ως γέφυρας προς καθαρότερες μορφές ενέργειας, με χρήση του κυρίως για υποκατάσταση ηλεκτρισμού σε κατοικίες και επιχειρήσεις.
· Κεντρική θέση στις ήπιες και ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, όπου διαθέτουμε άλλωστε και πλήθος συγκριτικά πλεονεκτήματα.
Η εμπειρία από χώρες που επένδυσαν σοβαρά στον ήλιο και τον άνεμο, όπως η Δανία, η Γερμανία ή η Ισπανία, δείχνει ότι η ενεργειακή αυτή στροφή μπορεί να έχει εξαιρετικά αποτελέσματα και από οικονομική και κοινωνική σκοπιά. Στην Ελλάδα όμως κορμός της ηλεκτροπαραγωγής παραμένουν οι λιγνιτικές μονάδες της Δυτικής Μακεδονίας και της Μεγαλόπολης, με σοβαρές συνέπειες για το περιβάλλον, υψηλή επιβάρυνση του κλίματος από διοξείδιο του άνθρακα και μεγάλες απώλειες ενέργειας κατά τη μεταφορά. Κανένα ελληνικό κόμμα δεν έχει τολμήσει να προτείνει πρόγραμμα απεξάρτησης από το λιγνίτη, ούτε για το ενεργειακό μέλλον της χώρας ούτε για την τοπική οικονομία των συγκεκριμένων περιοχών, που έχει φθάσει να εξαρτάται εξ ολοκλήρου από τη Δ.Ε.Η.
Επενδύσεις σε άλλες πηγές ενέργειας γίνονται μόνο για την επιπλέον ζήτηση, που αφήνεται να εξελιχθεί ανεξέλεγκτα. Και στις νέες μονάδες, κύριο λόγο έχουν και πάλι τα ορυκτά καύσιμα, κυρίως φυσικό αέριο και πετρέλαιο. Η ήπια και ανανεώσιμη ενέργεια εξακολουθεί να μένει στο περιθώριο ενώ καταργούνται ακόμη και υπάρχοντα κίνητρα, όπως οι φορολογικές εκπτώσεις για τους ηλιακούς θερμοσίφωνες.
Η ίδια έλλειψη πολιτικής βούλησης αποτυπώνεται και στο σχεδιασμό των δημόσιων έργων. Στο μετρό της Αθήνας π.χ. ένα απλό φωτοκύτταρο θα επέτρεπε στις κυλιόμενες σκάλες να λειτουργούν μόνο όταν υπάρχει κάποιος να τις χρησιμοποιήσει, όμως κανείς δεν σκέφτηκε να το εγκαταστήσει. Στα ολυμπιακά έργα δεν υπάρχει ούτε ένα κτίριο βιοκλιματικής αρχιτεκτονικής, ούτε ένας ηλιακός συλλέκτης, ούτε ένα φωτοβολταϊκό στοιχείο, ούτε μια ανεμογεννήτρια: Η εγκατάστασή τους έχει υπολογιστεί ότι θα κόστιζε συνολικά μόλις 0,2% του συνολικού ολυμπιακού προϋπολογισμού…
Με τα δεδομένα αυτά δεν είναι περίεργο που η χώρα αδυνατεί να ανταποκριθεί στις δεσμεύσεις που έχει αναλάβει:
· Η τελευταία έκθεση της Ρυθμιστικής Αρχής Ενέργειας εκτιμά ότι το 2010 οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας θα καλύπτουν λιγότερο από 10% της ηλεκτροπαραγωγής, έναντι δεσμεύσεων για ποσοστό τουλάχιστον 20%.
· Η ίδια έκθεση προβλέπει ότι το 2010 οι ελληνικές εκλύσεις διοξειδίου του άνθρακα θα είναι κατά 48,50% ανώτερες από τα επίπεδα του 1990. Το Πρωτόκολλο του Κιότο για το κλίμα απαιτεί συγκράτηση της αύξησης αυτής στο 25% και αποτελεί ήδη προνομιακή μεταχείριση της χώρας μας, δεδομένου ότι οι άλλες χώρες της Ε.Ε. έχουν δεσμευτεί να μειώσουν τις δικές τους εκλύσεις.
Η απόκλιση από τις δεσμεύσεις μας φθάνει το 100%: στην πράξη αυτό σημαίνει ότι κάθε χρόνο θα πληρώνουμε εκατοντάδες εκατομμύρια ευρώ για αγορά «δικαιωμάτων εκπομπής ρύπανσης» από άλλες χώρες, λιγότερο αναπτυγμένες ή που θα έχουν μειώσει τις δικές τους εκλύσεις. Με τα ίδια χρήματα θα μπορούσαμε να δημιουργούμε αιολικά πάρκα εκατοντάδων μεγαβάτ.
Οι στόχοι της Ε.Ε. αλλά και οι δεσμεύσεις της Ελλάδας στα πλαίσια του Πρωτοκόλλου του Κιότο σημαίνουν ότι θα πρέπει να εγκατασταθούν μέχρι το 2010 περίπου 2500 MW αιολικών πάρκων. Όμως σήμερα λειτουργούν μόνο λίγες εκατοντάδες MW. Η απουσία ηλεκτρικών δικτύων, η καθυστέρηση στη χορήγηση των απαραίτητων αδειών λειτουργίας, η γραφειοκρατία κ.α. δημιουργούν τη βεβαιότητα ότι όχι μόνο ο στόχος δεν θα επιτευχθεί αλλά και ότι το μεγαλύτερο μέρος από τα σχετικά κονδύλια του Γ΄ Κ.Π.Σ. έχει χαθεί.
Θυμίζουμε ότι ο νέος διοικητής της Δ.Ε.Η., ο κ. Ι. Παλαιοκρασάς, ως Ευρωπαίος Επίτροπος για το περιβάλλον, είχε αποτύχει το 1993 να προωθήσει τον πανευρωπαϊκό φόρο στις εκλύσεις διοξειδίου του άνθρακα. Δεδομένου ότι ο ίδιος έχει υποστηρίξει την ανάγκη για σχετική μεταρρύθμιση και ενεργειακή αναδιάρθρωση, περιμένουμε κάποια σοβαρά βήματα στην κατεύθυνση της απεξάρτησης από τον λιγνίτη: Αν δεν κάνουμε λάθος, η επιχείρηση που τώρα διοικεί έχει το 50% των ελληνικών εκλύσεων διοξειδίου του άνθρακα.
Υπάρχει όμως και το ζήτημα των μεταφορών, που απορροφούν το 67% της τελικής ζήτησης πετρελαίου, από το οποίο εξαρτώνται ολοκληρωτικά (σε ποσοστό 98 %). Σύμφωνα με τη Λευκή Βίβλο της Ε.Ε. του 2001, οι προβλέψεις αύξησης έως το 2010 είναι θεαματικές: +16% για το αυτοκίνητο, +90% για τα αεροπλάνα, +50% επιπλέον για τις οδικές μεταφορές.
Η σημαντική στροφή της Ε.Ε., από τη δεκαετία του 1990, προς τις οδικές μεταφορές είναι σκανδαλώδης. Μεταξύ των ετών 1990 και 1998, οι οδικές μεταφορές εμπορευμάτων αυξήθηκαν έτσι κατά 19,4% ενώ, παράλληλα, η σιδηροδρομική κυκλοφορία κατέγραψε μείωση της τάξης του 43,5%.
Επιπλέον, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στις θέσεις της για την ενέργεια το 2002 παραδέχεται ότι “τα μέτρα εξοικονόμησης ενέργειας είναι απλώς παλιές αναμνήσεις”.
Η αύξηση της κατανάλωσης ηλεκτρικής ενέργειας, μεταφορών και θερμότητας οφείλεται κυρίως στα νοικοκυριά και τον τριτογενή τομέα. Τα κτίρια ευθύνονται πάνω από το 40% της συνολικής κατανάλωσης ενέργειας. Αυτό αφορά τη θέρμανση, την παραγωγή ζεστού νερού, τον κλιματισμό και το φωτισμό. Θα μπορούσε εύκολα να εξοικονομηθεί το ένα πέμπτο της κατανάλωσης ενέργειας στον τομέα αυτό. Αρκεί να χρησιμοποιηθούν οι τεχνολογίες εξοικονόμησης ενέργειας που υπάρχουν και είναι βιώσιμες: θερμομόνωση, αερισμός, ηλεκτρικός εξοπλισμός, κλπ. Ο φωτισμός και οι ηλεκτρικές συσκευές αποτελούν μια αξιοσημείωτη «εφεδρεία εξοικονόμησης». Με κατάλληλες επενδύσεις θα μπορούσε να εξοικονομηθεί το 30 έως 50 % της ηλεκτρικής ενέργειας.
Είναι σαφές ότι το ενεργειακό μέλλον δεν θα είναι όμοιο με το παρελθόν. Η ρύπανση της ατμόσφαιρας, το φαινόμενο του θερμοκηπίου, οι κίνδυνοι των πυρηνικών εργοστασίων, η εξάντληση των ορυκτών καυσίμων μοιραία θα σημάνουν μία δύσκολη περίοδο μετάβασης από την εξάρτηση από το πετρέλαιο, λιγνίτη, ουράνιο, αέριο σε ήπιες και ανανεώσιμες μορφές ενέργειας.
Μπορούμε να σχεδιάσουμε και να εφαρμόσουμε μια ομαλή μετάβαση προς μια ουσιαστικά απόλυτη εξάρτηση από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας κάνοντας τρεις επιλογές και ξεκινώντας τώρα: α) χρησιμοποιώντας πολύ πιο αποδοτικά τις ενεργειακές πηγές που έχουμε β) υιοθετώντας όλο και περισσότερο «ήπιες» τεχνολογικά και ποικίλες ανανεώσιμες πηγές (όπως ηλιακή θέρμανση, μετατροπή αγροτικών και κτηνοτροφικών υπολειμμάτων, άνεμο και μικροϋδροηλεκτρισμό, φωτοβολταϊκά και γεωθερμία), που προσφέρουν ενέργεια στην κλίμακα και ποιότητα που χρειαζόμαστε και γ) χρησιμοποιώντας μεταβατικά και ορυκτά καύσιμα, καθαρά και οικονομικά.
Ένας τέτοιος δρόμος ήπιας ενέργειας έχει τα δικά του προβλήματα, αλλά είναι λιγότερο δύσκολα από αυτά ενός δρόμου σκληρών μορφών. Ο ήπιος δρόμος είναι πραγματικά φθηνότερος, συντομότερος, πιο σίγουρος και ασφαλής με τη σημερινή γνώση των ήπιων τεχνολογιών αλλά προϋποθέτει αλλαγές τρόπου ζωής και κοινωνικής αντίληψης. Προϋποθέτει επιλογές προς μια κοινωνία μικρότερων ανισοτήτων, συλλογικής αντίστασης στην υποβάθμιση της ζωής και του πλανήτη και αξιοποίησης των δυνατοτήτων που ο καθένας έχει για να προσφέρει σε μια άλλη προοπτική, οικολογική και κοινωνικά αλληλέγγυα.