Του Γιάννη Παρασκευόπουλου
1. Εισαγωγικές παρατηρήσεις
– Στόχος μας είναι να εκφράσουμε στο πολιτικό πεδίο την προτεραιότητα των οικολογικών αιτημάτων και τον συνολικότερο λόγο που τα συνοδεύει. Στο κοινωνικό πεδίο, τα ίδια αιτήματα προωθούνται από Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις και πρωτοβουλίες ενεργών πολιτών από ένα ευρύτατο ιδεολογικό φάσμα. Οι ρόλοι μας είναι διακριτοί, και οι σχέσεις μας μαζί τους σχέσεις συνέργειας και αλληλοσυμπλήρωσης: δεν επιδιώκουμε ούτε να τους συνενώσουμε σε κοινή πολιτική στέγη, ούτε να επικαλύψουμε ή να καθοδηγήσουμε το έργο τους
-Το δυναμικό μας σ’ αυτή τη φάση δεν παύει να είναι δυναμικό πολιτικής κίνησης, ακόμη κι αν τυπικά αποτελούμε πολιτικό κόμμα. Ανάλογη πρέπει να είναι και η στρατηγική μας: «στρατηγική μυρμηγκιού» με επίπονη καθημερινή δουλειά, και όχι «στρατηγική ελέφαντα» με μεγαλεπήβολα σχέδια, κινήσεις εντυπωσιασμού και αγχώδη αναζήτηση της κρίσιμης μάζας.
– Η μεταξύ μας εμπιστοσύνη θα παίξει κρίσιμο ρόλο στο εγχείρημα μας. Μπορεί να οικοδομηθεί μόνο με την αποσαφήνιση των στοιχείων της πολιτικής μας συγκρότησης: διατύπωση προτεραιοτήτων, καθορισμός και ιεράρχηση στόχων, επεξεργασία στρατηγικής και πολιτικής συμμαχιών, αποκρυστάλλωση τάσεων, διαμόρφωση κοινής πολιτικής κουλτούρας. Το πλαίσιο αυτό δεν αποκλείει ούτε τις διαφορετικές τάσεις ούτε την επαναδιαπραγμάτευση των συμφωνημένων, αποκλείει όμως κάθε προσωπική στρατηγική έστω και ανιδιοτελή ή καλοπροαίρετη.
2. Σε τι έδαφος πατάμε
Το εγχείρημα της συγκρότησης είναι σήμερα αρκετά πιό σύνθετο από ότι το 1989. Σημαντική μερίδα πολιτών υιοθετεί πλέον τις οικολογικές αξίες με πολύ πιο άμεσο τρόπο. Από την άλλη πλευρά, η διάσταση με τις προτεραιότητες και τα ενδιαφέροντα της πλειοψηφίας είναι ακόμη πιο σαφής.
Επιπλέον η εμφάνιση πυρήνων βιώσιμης οικονομίας (όπως βιοκαλλιέργειες, ήπια ενέργεια, οικοτουρισμός) έχει συνδέσει την οικολογική ευαισθησία με απτά θεμιτά συμφέροντα, που απαιτούν προάσπιση και ΔΕΝ ΕΠΙΔΕΧΟΝΤΑΙ πειραματισμούς.
Για τον περισσότερο κόσμο πάντως η εικόνα της οικολογίας παραμένει θολή. Το εγχείρημα το 1989 – 1992 έχει καταγραφεί ως συνολική αποτυχία, οι Ευρωπαίοι Πράσινοι, δεν αποτελούν πια ελκυστικό σημείο αναφοράς και ηλικίες κάτω των 30 δεν έχουν συναντήσει ποτέ πολιτική οικολογική προσπάθεια. Στις σημερινές συνθήκες η ύπαρξη του οικολογικού χώρου, που ξέραμε από παλιά, δεν πρέπει να θεωρείται δεδομένη.
Το κενό στην πολιτική μας έκφραση επιτείνεται από την απουσία ανεξάρτητων κινημάτων άμεσης δράσης, που σε άλλες χώρες αποτελούν την αιχμή του δόρατος. Έτσι η ευαισθησία για το περιβάλλον εκφράζεται κυρίως από τοπικές πρωτοβουλίες και Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις. Η απουσία ισχυρής Κοινωνίας Πολιτών θέτει όμως όρια στην εμβέλεια και την αποτελεσματικότητά τους .
Η ενσωμάτωση οικολογικών αναφορών στην πολιτική των κομμάτων υστερεί σημαντικά, τόσο σε σχέση με τις επείγουσες ανάγκες, όσο και σε σύγκριση με τα αντίστοιχα ανοίγματα των μη πράσινων κομμάτων από τις άλλες Ευρωπαϊκές χώρες.
Οι αγώνες για τα ζητήματα της συνταγματικής αναθεώρησης και του Ολυμπιακού σχεδιασμού αποτελούν πιθανότατα σημείο καμπής: οριοθετήθηκαν αντιλήψεις και μέτωπα, φάνηκαν τα όρια παραδοσιακών στρατηγικών, ξανάνοιξε με νέους όρους τη συζήτηση για τη σχέση οικολογίας και πολιτικής.
3. Σε ποιους μπορούμε να στηριχθούμε
Το κοινό μιας πράσινης προσπάθειας σε τόσο αρχική φάση είναι μόνο εκείνοι που αισθάνονται ήδη έτοιμοι να αποδεχθούν οικολογικές αξίες και προτεραιότητες. Τα υπόλοιπα τμήματα της κοινωνίας θα μπορέσουμε να τα επηρεάσουμε μόνο όταν θα έχουμε συγκροτήσει μια σοβαρή παρουσία.
– Χώροι όπως η φυσιολατρία , η ορειβασία, η ζωοφιλία, η περιβαλλοντική εκπαίδευση, η τέχνη και ο πολιτισμός, μας δίνουν ιδιαίτερες ευκαιρίες να επικοινωνήσουμε με οικολογικά ευαίσθητες συλλογικότητες και άτομα. Ανάλογες ευκαιρίες μας δίνουν χώροι ‘’εφαρμοσμένης οικολογίας’’ όπως βιοκαλλιέργειες και υγιεινή διατροφή, ήπια ενέργεια, περιβαλλοντικές σπουδές και μελέτες, εναλλακτική ιατρική.
– Μέρος από το δυνητικό μας κοινό είναι ήδη ενεργό σε τοπικές πρωτοβουλίες και Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις. Μπορούμε να συνδεθούμε μαζί τους μόνο αν αποδεικνύουμε σε κάθε βήμα ότι η δουλειά μας στηρίζει και συμπληρώνει τη δράση τους, χωρίς να θίγει την ανεξαρτησία τους ή να περιορίζει το εύρος και την απήχησή τους.
– Σημαντικά τμήματα της νεολαίας βιώνουν τις ίδιες ευαισθησίες με εμάς. Η επαφή τους με προσπάθειες όπου σπανίζουν οι ηλικίες κάτω των 40, αποτελεί πολύ λεπτή υπόθεση. Πρόκειται όμως για τον μόνο τρόπο να ανανεώσουμε τη δυναμική μας. Κρίσιμη είναι εδώ η επιλογή προτεραιοτήτων όπως η παιδεία και η παγκοσμιοποίηση.
– Η μέχρι τώρα απουσία κινημάτων άμεσης δράσης, αποτελεί και πρόκληση να δοκιμάσουμε τέτοιες πρακτικές εμείς οι ίδιοι. Σημαντική είναι όμως και η επαφή με τέτοιες αναδυόμενες προσπάθειες που επιλέγουν οικολογική θεματολογία, παρά την προέλευσή τους από τις παρυφές της αριστεράς ή του αναρχικού χώρου.
– Μια θετική εικόνα της οικολογίας, ικανή να εμπνεύσει νέο και άφθαρτο κόσμο, έχει ζωτική σημασία για τη συγκρότηση που επιζητούμε. Σημαντικό μέρος της εικόνας αυτής δημιουργείται από τα δικά μας δείγματα γραφής. Καίριο ρόλο παίζει όμως και η διεθνής εικόνα της οικολογίας, που τα τελευταία χρόνια αρχίζει και πάλι να βελτιώνεται.
4. Βασικοί άξονες για την πορεία μας
– Για να συνδεθούμε με τις κοινωνικές δυνάμεις που μας ενδιαφέρουν, πρέπει πρώτα να πείσουμε για τη σοβαρότητα και την αξιοπιστία μας. Εστιάζοντας τις δυνάμεις μας σε επιλεγμένους τομείς προτεραιότητας, έχουμε περισσότερες ευκαιρίες να παρουσιάσουμε ουσιαστικό έργο.
– Ιδιαίτερη προσοχή απαιτεί η σχέση μας με τις Μ.Κ.Ο. και τις πρωτοβουλίες πολιτών. Χρειάζεται να προσφέρουμε απτές αποδείξεις συνέργειας στο έργο τους και σεβασμού στην ανεξαρτησία τους. Η παρουσία μας σε τέτοιους χώρους πρέπει να έχει χαρακτήρα στήριξης και όχι καπελώματος.
-Για αρκετούς, η οικολογία περιορίζεται στην απλή ευαισθησία για το περιβάλλον(ή έστω για την κοινωνία): αυτή την εικόνα πρέπει να την ανατρέψουμε. Η συζήτηση για συνολικότερα θέματα όπως η οικονομία, η παιδεία, οι θεσμοί ή η παγκοσμιοποίηση έχει κεντρική θέση στην προσπάθειά μας να κατοχυρώσουμε την οικολογία ως διακριτό πολιτικό ρεύμα.
-Επιτρέποντας στον κόσμο της οικολογίας να εκφραστεί και εκλογικά, δημιουργούμε μηχανισμούς πολιτικού κόστους για τις αντιοικολογικές πολιτικές. Η διακριτή παρουσία μας αποτελεί έτσι μοχλό πίεσης και για την ΄΄οικολογικοποίηση΄΄ άλλων πολιτικών χώρων. Μια τέτοια εξέλιξη θα βοηθούσε να διαμορφωθούν θεματικές πλειοψηφίες αλλά και να τεθούν ξανά υπό συζήτηση κάποια από τα αντιοικολογικά ΄΄αυτονόητα ΄΄που κυριαρχούν σήμερα στην πλειοψηφία της ελληνικής κοινωνίας.
-Μέχρι να επηρεάσουμε τον βασικό κορμό της κοινωνίας, δεν υπάρχει έδαφος συνολικής συνεργασίας με το ΠΑΣΟΚ ή τη Ν.Δ. , κύριους εκφραστές των σημερινών αντιοικολογικών συναινέσεων.
-Εμπόδια έστω και λιγότερο αξεπέραστα, υπάρχουν και στη συνεργασία με την Αριστερά. Το ΚΚΕ πιστεύει στη σκληρή ανάπτυξη και τον κρατισμό, ο ΣΥΝ παρουσιάζει προβλήματα διγλωσσίας, ηγεμονισμού και χαμηλής προτεραιότητας των οικολογικών θεμάτων. Συνεργασίες μπορούν εδώ να υπάρξουν μόνο στο μέτρο που προωθούν τη φυ- σιογνωμία και τις προτεραιότητες μας, και εφ’ όσον είναι συμβατές με τη στρατηγική μας.
ΙΙ. 1992-2002: Η ΔΥΣΚΟΛΗ ΔΕΚΑΕΤΙΑ
Όταν διαλύονταν οι ΟΙΚΟΛΟΓΟΙ ΕΝΑΛΛΑΚΤΙΚΟΙ , ελάχιστοι συνειδητοποιούσαν σε τι βαθμό συμπαρασυρόταν ολόκληρος ο οικολογικός χώρος.
Οι περισσότερες ομάδες-μέλη ήταν διαλυμένες ή υπό διάλυση, και οι κυριότερες εξαιρέσεις (Θεσσαλονίκη , φοιτητικοί χώροι) είχαν σαφή γεωγραφικά ή κοινωνικά όρια. Το άγχος για την ΄΄κρίσιμη μάζα΄΄ και η απουσία πολιτικής συγκρότησης ωθούσαν πολλούς στην αναζήτηση της φυγής προς τα εμπρός, όπως το 1989. Η επαφή με το όποιο ευρύτερο ακροατήριο ήταν πλέον παραπάνω από προβληματική: απουσία αναγνω-ρίσιμων στελεχών, περιορισμένη προβολή στα ΜΜΕ, δυσκολία να γίνει ευρύτερα γνωστός οποιοσδήποτε νέος τίτλος.
Από την άλλη πλευρά, η ευρύτερη διάχυση που γνώρισε η οικολογική ευαισθησία το 1989-92, συνδυαζόταν πλέον με την απαίτηση για σοβαρότητα και απτά αποτελέσματα. Η τάση αυτή θα ευνοήσει τη στροφή προς τις Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις (ιδίως διεθνείς), εις βάρος της πολιτικής δράσης. Η προστασία του περιβάλλοντος ενεργοποιεί τώρα πολίτες και από άλλους πολιτικούς χώρους, κυρίως της αριστεράς, που θεωρούν τη δράση τους απλό θεματικό κίνημα. Το πνεύμα του Ρίο ελάχιστα θα επηρεάσει το κράτος και την πλειοψηφία της κοινωνίας, θα σφραγίσει όμως ανέλπιστα τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας. Στοιχεία βιώσιμης οικονομίας θα εμφανιστούν σε τομείς όπως γεωργία, ενέργεια, τουρισμό και υγεία, θα αναπτυχθούν όμως κυρίως εκεί που η κλασσική ανάπτυξη δεν ενδιαφέρεται.
Στον αντίποδα όλων αυτών, έντονη άνοδο στο μεγαλύτερο μέρος της κοινωνίας γνωρίζουν όλη τη δεκαετία του ΄90 στάσεις και αξίες ασύμβατες με την οικολογία: προτεραιότητα στην οικονομία και εύκολος προσωπικός πλουτισμός, βραχυπρόθεσμη οπτική και απαξίωση των συλλογικών αγαθών, παθητικότητα και αδιαφορία για τα κοινά. Οι τάσεις αυτές θα στηρίξουν τελικά μια νέα ΄΄ εποχή των εργολάβων΄΄ όπως την περίοδο 1960-74, με άξονες την Ολυμπιάδα του 2004, τα Μεγάλα Έργα και μια εκτεταμένη ημιάναρχη δόμηση.
Διαπιστώνοντας σαφή όρια στη δυνατότητα τους να επηρεάζουν και να κινητοποιούν την κοινωνία , οι περισσότερες περιβαλλοντικές δράσεις διαμορφώνονται ως ομάδες πίεσης, με έντονη προσφυγή στον τύπο, σε νομικά μέτρα (κυρίως ΣτΕ ή και Ευρ. Ένωση) και στις καλές υπηρεσίες βουλευτών ή ευρωβουλευτών. Τέτοιες πρακτικές συχνά αποδεικνύονται αποτελεσματικές και επανασυνδέουν έμμεσα το περιβάλλον με την πολιτική, χωρίς πάντως να επηρεάζουν τα προγράμματα και τις προτεραιότητες των πολιτικών σχηματισμών. Από την άλλη πλευρά, σειρά αθέμιτων παρεμβάσεων του κράτους προσπαθούν να προωθήσουν δικά του κέντρα επιρροής ή να περιορίσουν την ανεξαρτησία περιβαλλοντικών οργανώσεων.
Ο παλιός οικολογικός χώρος θα μείνει κατά βάση αποκομμένος από όλα αυτά. Το 1993 οι συμφωνίες της ΄΄ΝΕΑΣ ΟΙΚΟΛΟΓΙΚΗΣ ΠΡΩΤΟΒΟΥΛΙΑΣ΄΄ με τον ΣΥΝ θα αποτελέσουν μεμονωμένη περίπτωση με άδοξο τέλος. Εξίσου άδοξο τέλος θα έχει όμως και το αυτόνομο σχήμα της ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΟΙΚΟΛΟΓΙΑΣ, που θα καταποντιστεί στις ευρωεκλογές του 1994 χωρίς καν να γίνει στοιχειωδώς γνωστό. Μεγάλο μέρος των παλαιών και νέων οικολογικών ψήφων θα προτιμήσουν τον ΣΥΝ (και ιδιαίτερα τον Μιχ. Παπαγιαννάκη) για τη στήριξη που τους παρέχει σε επιμέρους ζητήματα.
Χωρίς επαφή με το εκλογικό σώμα και χωρίς στοιχειώδη εσωτερική συνοχή, οι εναπομένοντες της οικολογίας παύουν να αποτελούν ιδιαίτερο πολιτικό χώρο. Η εξαίρεση της Θεσσαλονίκης, όπου διατηρείται επιτυχημένη τοπική και δημοτική παρέμβαση, δεν αρκεί για να αλλάξει τα πράγματα. Στο μεταξύ οι Ευρωπαίοι Πράσινοι εμπνέου όλο και λιγότερο, καθώς έχουν στραφεί σε διαχειριστικές λογικές και κυβερνητικές συνεργασίες που φέρνουν ορισμένους να ταυτιστούν ακόμη και με τους Νατοϊκούς βομβαρδισμούς του 1999 και του 2001.
Έτσι η δημιουργία της ΠΡΑΣΙΝΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ (1996) αποσκοπούσε στην ανασυγκρότηση ενός χώρου που πρακτικά δεν υπήρχε πλέον. Αδυνατώντας να συγκεντρώσει μια κρίσιμη μάζα και να δικαιολογήσει την αρχική της αξίωση να θεωρείται πολιτικό κόμμα, φθείρεται από εσωτερικές διενέξεις, και αντιμετωπίζει τριπλό αδιέξοδο στρατηγικής: αυτόνομη εκλογική κάθοδος θα επιβεβαίωνε την ανυπαρξία της, αποφυγή των εκλογών θα την περιθωριοποιούσε , κεντρικές εκλογικές συνεργασίες θα την οδηγούσαν σε θέσεις δορυφόρων άλλων χώρων. Για μερικά χρόνια κατάφερε να ισορροπεί, να αναπληρώνει τις διαρροές στελεχών και να δημιουργεί γεγονότα με στοιχειώδη εμβέλεια: οικολογική χάρτα για την αυτοδιοίκηση(1998) Βαλκανική συνάντηση Πράσινων κατά του πολέμου(1999) σύγκλιση ιδρυτικού συνεδρίου. Το τελευταίο θα την αφήσει όμως ριζικά συρρικνωμένη και πρακτικά ανίκανη να αντιτάξει οτιδήποτε στο αυθόρμητο ρεύμα στήριξης προς τον ΣΥΝ στις εκλογές του 2000.
Η συνέχεια θα είναι ανέλπιστα θετικότερη. Ολυμπιακές χωροθετήσεις και συνταγματική αναθεώρηση θα δείξουν τα όρια των τακτικών της δεκαετίας του 1990. Στο ευρύτατο κίνημα που θα δημιουργηθεί, για πρώτη φορά θα υπάρξει ζήτηση και για την πολιτική διάσταση της οικολογίας. Η αδυναμία του ΚΚΕ και του ΣΥΝ να προσφέρουν στο κίνημα αυτό κάτι παραπάνω από στοιχειώδη στήριξη, επαναφέρει το ερώτημα για αυτόνομο οικολογικό πόλο. Το ίδιο ερώτημα θα υπογραμμίσει και η βεβιασμένη κίνηση του ΣΥΝ να συζητήσει οικολογικοποίηση του τίτλου του χωρίς αντίστοιχες αλλαγές στην πολιτική του.
Χώρο για την οικολογία προσφέρει και το εκτεταμένο διεθνές κίνημα που ξεκινάει στην ίδια εποχή από το Σηάτλ, με πασιφανείς πράσινες συνιστώσες. Η διεθνής εικόνα των Πράσινων ορίζεται πια όλο και λιγότερο από τη Γερμανία. Στην Ελλάδα, οι αντίστοιχες πρωτοβουλίες για τις διεθνείς κινητοποιήσεις, δίνουν και πάλι τη δυνατότητα να διατυπωθεί ένας συνολικότερος λόγος και μάλιστα σε νέα ακροατήρια.
Οι συνθήκες αυτές ,της δεκαετίας που διανύουμε, καθόρισαν τελικά και την μέχρι τώρα πορεία του Οικολογικού Φόρουμ. Η μετεξέλιξή του από απλό χώρο διαλόγου σε πρωτοβουλία πολιτικής ανασυγκρότησης δεν οφείλεται μόνο στην οικειοθελή αποχή όσων προσβλέπουν σε μόνιμη συνεργασία με άλλους χώρους, αλλά και στη γενικότερη αίσθηση όλων των υπαρκτών δυνάμεων του χώρου μας ότι η οικολογία μπορεί πλέον να έχει σοβαρή αυτόνομη προοπτική.