Ελένη Καπετανάκη-Μπριασούλη, Καθηγήτρια
Τμήμα Γεωγραφίας, Πανεπιστήμιο Αιγαίου, Λέσβος
e.briassouli@aegean.gr
ΔΙΕΘΝΕΣ ΣΥΝΕΔΡΙΟ: ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΕΝΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΠΑΡΑΚΤΙΩΝ ΠΕΡΙΟΧΩΝ:
Από τη θεωρία στη συνεργατική δράση για ένα βιώσιμο μέλλον
Αθήνα, 23-24 Νοεμβρίου 2006
«… ό,τι είναι κοινό σε πολλούς φροντίζεται λιγότερο, γιατί ο καθένας φροντίζει κυρίως τα δικά του, ενώ τα κοινά τα φροντίζει πολύ λιγότερο απ’ όσο πρέπει…..»
Αριστοτέλης «Πολιτικά», Βιβλίο δεύτερο, εδάφιο 3
«…. το κοινό συμφέρον κάνει τους ανθρώπους να ζουν μαζί, αφού τούτο συμβάλλει στο να ζουν καλά …»
Αριστοτέλης «Πολιτικά», Βιβλίο τρίτο, εδάφιο 6
1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Τα προβλήματα που μαστίζουν τον παράκτιο χώρο της Ελλάδας, της Μεσογείου και πολλών άλλων γεωγραφικών περιοχών είναι πολυσυζητημένα και γνωστά. Είναι τόσο σοβαρά που γι’ αυτό μιλάμε για «τραγωδία» όπως και στον Αριστοτελικό ορισμό της τραγωδίας, εμπνέουν φόβο και ζητούν κάθαρση. Η ανακοίνωση τούτου του Συνεδρίου τα συνόψισε αρκετά καλά όπως δε ο τίτλος του δηλώνει η κατάλληλη προσέγγιση για την επίλυση τους είναι η Ολοκληρωμένη Διαχείριση της Παράκτιας Ζώνης, μια προσέγγιση που διαμορφώθηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1970 στις ΗΠΑ και μεταλαμπαδεύτηκε στις επόμενες δεκαετίες στην Ευρώπη και σε άλλες αναπτυγμένες χώρες.
Εδώ, όμως, διαπιστώνεται ένα παράδοξο, συνηθισμένο στα περισσότερα περιβαλλοντικά προβλήματα. Από τη μια μεριά, τα προβλήματα του παράκτιου χώρου ολοένα και γιγαντώνονται, προκαλώντας σημαντικές αρνητικές επιπτώσεις στο περιβάλλον και στην κοινωνικο-οικονομική ευημερία των παράκτιων περιοχών. Από την άλλη, η επιστημονική κοινότητα, διεθνείς και εθνικοί οργανισμοί και διάφοροι φορείς έχουν κάνει πάμπολλες κατάλληλες προτάσεις για την αντιμετώπιση τους. Στην πράξη, όμως, οι λύσεις που προωθούνται είναι ανεπαρκείς ή και ανύπαρκτες. Η συζήτηση συνήθως απομονώνει μόνο το ερώτημα περί του κατάλληλου φορέα επίλυσης των προβλημάτων, πολώνεται ανάμεσα στην επιλογή μεταξύ ιδιωτικού και δημόσιου τομέα και οδηγεί σε αδιέξοδες διαμάχες και αντιπαραθέσεις. Σ’ αυτές τις δυσκολίες εξεύρεσης λύσης στα προβλήματα του παράκτιου χώρου εστιάζει τούτη η εισήγηση που βασίζεται στις τάσεις που έχουν αναπτυχθεί μετά το 1990 στη διεθνή επιστημονική και γενικότερη βιβλιογραφία τόσο όσον αφορά στην ολοκληρωμένη ανάλυση των κοινωνικο-περιβαλλοντικών συστημάτων και των συλλογικών πόρων, των «κοινών», όσο και στη διερεύνηση κατάλληλων μοντέλων για την αειφόρο διαχείρισης τους.
Το πλαίσιο του προβλήματος που εξετάζεται εδώ είναι η τραγωδία του παράκτιου χώρου, το αίτημα για κάθαρση της και …. η τραγωδία της κάθαρσης. Παρουσιάζονται πρώτα σύντομα τα δεινά του παράκτιου χώρου. Κατόπιν αναζητούνται τα αίτια τους και εισάγεται η έννοια των «κοινών» που προσφέρει το κλειδί για την ερμηνεία της «τραγωδίας» των παράκτιων «κοινών». Στη συνέχεια, σκιαγραφείται η κατάλληλη προσέγγιση στην κάθαρση των «κοινών», η συν-διαχείριση. Τέλος, επιχειρώντας μια προκαταρκτική εκτίμηση της εφικτότητας εφαρμογής της συν-διαχείρισης στην περίπτωση του Ελληνικού παράκτιου χώρου, διαπιστώνεται η τραγωδία της κάθαρσης των Ελληνικών παράκτιων «κοινών».
2. Ο ΠΑΡΑΚΤΙΟΣ ΧΩΡΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΔΕΙΝΑ ΤΟΥ
Ο παράκτιος χώρος, το σύστημα ξηράς και θάλασσας που λειτουργεί σαν όριο και σαν ζώνη μετάβασης μεταξύ χερσαίων και θαλάσσιων οικοσυστημάτων και ανθρώπινων δραστηριοτήτων, αντιμετωπίζει προβλήματα συνεχιζόμενης έντονης υποβάθμισης και καταστροφής. Αυτό οφείλεται σε τρεις λόγους κυρίως. Πρώτον, όπως όλες οι μεταβατικές περιοχές και καταστάσεις, είναι ένα δυναμικό κοινωνικο-περιβαλλοντικό σύστημα με αυξημένη ευαισθησία γιατί είναι αναγκασμένο να προσαρμόζεται σε μεταβολές που συμβαίνουν τόσο στην ξηρά όσο και στη θάλασσα. Δεύτερον, δέχεται πολλές και έντονες πιέσεις για μεταβολές γιατί οι πόροι του αποτελούν αντικείμενο πόθου πολλών χρηστών για ποικίλες, συχνά συγκρουόμενες, χρήσεις. Τρίτον, οι περισσότεροι πόροι του είναι μη ανανεώσιμοι.
Οι πόροι του παράκτιου χώρου προσφέρουν αγαθά και υπηρεσίες τόσο στα οικοσυστήματα που τον συγκροτούν όσο και στις ανθρώπινες κοινωνίες που τον χρησιμοποιούν. Όπως όλοι οι πόροι γενικά, οι παράκτιοι πόροι, έχουν (α) αξία χρήσης, (β) αξία ανταλλαγής, (γ) αξία δυνατότητας επιλογής (option value) και (δ) αξία ύπαρξης. Η εύρυθμη οικολογική λειτουργία της παράκτιας ζώνης και η καλή κατάσταση των παράκτιων πόρων είναι ζωτικής σημασίας για τα χερσαία, παράκτια και θαλάσσια οικοσυστήματα, τις οικονομικές δραστηριότητες παραγωγής και κατανάλωσης που εξαρτώνται απ’ αυτά και ποικίλες μη-καταναλωτικές χρήσεις. Τα παράκτια κοινωνικο-οικονομικά συστήματα συγκροτούν και συγκροτούνται από χαρακτηριστικούς τόπους και τρόπους ζωής από τους οποίους αντλούν την ιδιαίτερη πολιτιστική φυσιογνωμία τους.
Λόγω του πλήθους των υπηρεσιών που προσφέρει και των αξιών που εμπεριέχει ο παράκτιος χώρος, δημιουργείται έντονος ανταγωνισμός μεταξύ των δυνητικών χρηστών του για χρήσεις που δεν είναι συνήθως συμβατές είτε γιατί (α) απαιτούν ταυτόχρονα ποσότητες πεπερασμένων πόρων (π.χ. ακτές για κολύμβηση, μαρίνες, κ.λπ.) μεγαλύτερες απ’ όσες διατίθενται σε δεδομένα χρονικά πλαίσια είτε γιατί (β) η λειτουργία της μιας χρήσης έχει ανεπιθύμητες επιπτώσεις στη λειτουργία των άλλων (του περιβάλλοντος συμπεριλαμβανομένου φυσικά!). Σταδιακά, η ποσότητα και η ποιότητα των πεπερασμένων παράκτιων πόρων φθίνει (μερικοί πόροι εξαφανίζονται πλήρως όπως οι παράκτιοι υδροβιότοποι και διάφορα ενδημικά είδη) με αποτέλεσμα να μην προσφέρουν πλέον το επιθυμητό επίπεδο αγαθών και υπηρεσιών σε τωρινούς και μελλοντικούς χρήστες.
Αντιμέτωποι με μια τέτοια κατάσταση οι χρήστες, ανάλογα με τις δυνατότητες τους και τις εναλλακτικές επιλογές που έχουν, υιοθετούν, συνήθως μεμονωμένα και ανεξάρτητα ο ένας από τον άλλο, διάφορες τακτικές που ποικίλλουν από φυγή / εγκατάλειψη των παράκτιων περιοχών μέχρι υπερεντατικοποίηση της χρήσης τους (με τη χρήση τεχνολογίας και τεχνικών έργων) σε μια προσπάθεια αντικατάστασης / υποκατάστασης των φυσικών αγαθών και υπηρεσιών που έχουν εκλείψει. Ο βαρύτερα πληττόμενος χρήστης είναι το φυσικό περιβάλλον που δεν έχει πολλές επιλογές (πλην εξαφάνισης). Σπάνια οι χρήστες επιλέγουν να συνεννοηθούν μεταξύ τους και να δράσουν συλλογικά για να προσαρμόσουν τις δραστηριότητες τους τόσο στην αφομοιωτική ικανότητα και τις αντοχές του παράκτιου χώρου όσο και να ρυθμίσουν τις απαιτήσεις τους για πόρους σε σχέση με αυτές των άλλων χρηστών και με τις επιπτώσεις που προκαλούν.
Το κράτος, στην προσπάθεια του να δώσει λύση στο πρόβλημα οικονομικής αξιοποίησης των πόρων και των υπηρεσιών του παράκτιου χώρου, κυρίως, και στο ζήτημα της προστασίας του δευτερευόντως, συνήθως προωθεί είτε την ιδιωτικοποίηση είτε την κρατικοποίηση του. Καμία από αυτές τις προσεγγίσεις ωστόσο δεν έχει καταφέρει ως τώρα να απαντήσει ικανοποιητικά τα προβλήματα που αναφέρθησαν προηγουμένως και να προωθήσει την αειφόρο ανάπτυξη του παράκτιου χώρου όπως θα συζητηθεί σύντομα παρακάτω.
3. ΑΝΑΖΗΤΩΝΤΑΣ ΤΑ ΑΙΤΙΑ ΤΩΝ ΔΕΙΝΩΝ: Η ΤΡΑΓΩΔΙΑ ΤΩΝ ΠΑΡΑΚΤΙΩΝ «ΚΟΙΝΩΝ»
Η ερμηνεία της δυσκολίας εξεύρεσης και εφαρμογής λύσεων για τα προβλήματα του παράκτιου χώρου, δηλαδή για την αειφόρο διαχείριση του, που να ικανοποιούν τα πολλαπλά αιτήματα των ποικίλων χρηστών πρέπει βασικά να αναζητηθεί στον τρόπο που έχει συλληφθεί η φύση του παράκτιου χώρου και των πόρων του. Συνήθως, η συζήτηση περιστρέφεται γύρω από ταξινομήσεις βασισμένες στο ιδιοκτησιακό καθεστώς των πόρων – δημόσιοι, ιδιωτικοί, κοινόχρηστοι, ελεύθερης πρόσβασης. Παρόλο που είναι σημαντικές και απαραίτητες για τη διαχείριση τους, δεν αναφέρονται στη φύση και στη χρήση των πόρων. Ο Αριστοτέλης πρώτος τόνισε τη σημαντική διάκριση μεταξύ καθεστώτος ιδιοκτησίας και χρήσης, από τη σκοπιά της διαχείρισης τους. Με τη διάκριση αυτή συμφωνούν και οι ταξινομήσεις που δίνονται στα Δημόσια Οικονομικά σε ιδιωτικούς, δημόσιους και κοινούς (ή συλλογικούς) πόρους, που βασίζονται στη διαιρεσιμότητα, την αποκλεισιμότητα της χρήσης και στον ανταγωνισμό στη χρήση των πόρων. Οι δημόσιοι πόροι είναι αδιαίρετοι, δεν είναι εύκολο να αποκλεισθεί κάποιος, για πρακτικούς ή/και ηθικούς λόγους, από το να τους χρησιμοποιήσει και δεν υπάρχει ανταγωνισμός στη χρήση τους. Αντίθετα, οι κοινοί πόροι είναι μεν αδιαίρετοι και δεν μπορεί να αποκλεισθεί κάποιος από το να τους χρησιμοποιήσει αλλά υπάρχει ανταγωνισμός στη χρήση τους γιατί είναι χωρο-χρονικά πεπερασμένοι και αργά ή γρήγορα επέρχεται κορεσμός/ συνωστισμός στη χρήση τους.
Με βάση τον παραπάνω ορισμό, όλοι οι πόροι είναι συλλογικοί ή «κοινοί». Οι εξαιρέσεις είναι πολύ λίγες και αφορούν τους αμιγώς δημόσιους πόρους (π.χ. εθνική άμυνα, η δημόσια υγεία). Επειδή η χρήση τους δεν ταυτίζεται αναγκαστικά με το ιδιοκτησιακό καθεστώς τους, ακόμα και οι ιδιοκτησιακά ιδιωτικοί πόροι μπορεί να θεωρούνται κοινοί από άποψη χρήσης. Αυτό εξαρτάται από κοινωνικο-πολιτισμικές συμβάσεις και την ισχύουσα πολιτική φιλοσοφία που αποκρυσταλλώνονται και κωδικοποιούνται στο σύνταγμα μιας χώρας . Αλλά, ακόμα κι αν δεν επιτρέπεται η καταναλωτική χρήση ενός ιδιωτικού πόρου, δεν είναι πάντα εφικτό να απαγορευτεί η μη καταναλωτική χρήση του (π.χ. δεν μπορεί να απαγορευτεί η θέαση ενός ιδιωτικού κτηρίου ή ενός ιδιωτικού κήπου). Ενδεικτικά παραδείγματα «κοινών» είναι ο αέρας, η βιοποικιλότητα, οι υδατικοί πόροι, τα δάση, οι δρόμοι, τα πεζοδρόμια, τα δίκτυα κοινής ωφέλειας, το διαδίκτυο, ο έναστρος ουρανός, τα ηλιοβασιλέματα, τα όμορφα και τα άσχημα τοπία.
Φυσικά, και ο παράκτιος χώρος και οι πόροι που περιέχει (εδαφική έκταση, έδαφος, ακτογραμμή, χερσαία, παράκτια και θαλάσσια οικοσυστήματα, κ.ά.) είναι συλλογικοί ή «κοινοί» θα αναφέρονται ως παράκτια «κοινά» από εδώ και στο εξής. Είναι πεπερασμένοι και από τη χρήση τους δεν μπορεί να αποκλεισθεί κανείς, είτε είναι οικονομική δραστηριότητα, είτε κοινωνική, είτε το «περιβάλλον» (οικολογικές λειτουργίες). Η εμπειρία, όμως, των παράκτιων «κοινών»αποκαλύπτει ότι, ηθελημένα ή αθέλητα, η εγγενής φύση τους αγνοείται. Ανεξάρτητα από ιδιοκτησιακό καθεστώς, εκλαμβάνονται ως πόροι ελεύθερης πρόσβασης και απεριόριστης δυναμικότητας να ικανοποιήσουν τις ανάγκες κάθε χρήστη. Η ανεξέλεγκτη ιδιοποίηση και χρήση τους οδηγεί στην τραγωδία των παράκτιων «κοινών». Τα δύο βασικά χαρακτηριστικά της είναι η υπερ-χρησιμοποίηση και η έλλειψη κινήτρων για προστασία και διατήρηση τους που απορρέουν από την έλλειψη ή ανεπάρκεια σχεδιασμού και ελέγχου στη χρήση τους.
Η υπερ-χρησιμοποίηση των παράκτιων «κοινών», λόγω έντονου ανταγωνισμού, συνωστισμού και κορεσμού στη χρήση τους, οδηγεί στην υποβάθμιση της ποιότητας τους, άρα στη μείωση (έως εξάλειψη) της διαθέσιμης «ποσότητας» καλής ποιότητας πόρων με αποτέλεσμα να μην μπορούν να εξυπηρετηθούν αποδοτικά πλήθος οικονομικών και κοινωνικών αναγκών. Αναπόφευκτα περαιτέρω χρήση τους απαιτεί τεχνολογικές και άλλες επεμβάσεις που τροφοδοτούν νέες αλυσίδες περιβαλλοντικών και κοινωνικο-οικονομικών προβλημάτων. Πόροι που έχουν χαθεί όμως ανεπιστρεπτί δεν επαναφέρονται με τεχνολογικά μέσα ….
Η έλλειψη κινήτρων για την προστασία και διατήρηση τους οφείλεται στην ύπαρξη ελεύθερων νομέων (free riders) που υπερκαταναλώνουν πόρους χωρίς να «πληρώνουν» δεν συμβάλλουν, δηλαδή, στο κόστος αποκατάστασης της ποιότητας ή/και της ποσότητας τους. Υπό τέτοιες συνθήκες, κανείς χρήστης δεν έχει κίνητρο να επενδύσει για την προστασία των πόρων διότι τα θετικά οφέλη της όποιας επένδυσης τα καρπώνονται και άλλοι χρήστες χωρίς να συμβάλλουν όμως στο κόστος της επένδυσης.
Δημιουργείται, έτσι, η οξύμωρη εντύπωση ότι οι πόροι δεν ανήκουν σε κανένα αλλά δεν μπορεί να μην ανήκει κάτι σε κάποιον που δεν υπάρχει (τον κανένα). Το θέμα είναι ότι αυτή η εσφαλμένη εντύπωση δημιουργεί προβλήματα διαχείρισης των παράκτιων «κοινών» που παρατείνει και επιτείνει τη συνεχιζόμενη καταστροφή τους με πολλές περιβαλλοντικές, κοινωνικο-οικονομικές και πολιτισμικές συνέπειες. Αυτό χαρακτηρίζεται εδώ ως «τραγωδία» της κάθαρσης των παράκτιων «κοινών» στην οποία αναφέρεται η τελευταία ενότητα αυτής της εισήγησης.
4. Η ΚΑΘΑΡΣΗ ΤΩΝ ΠΑΡΑΚΤΙΩΝ «ΚΟΙΝΩΝ»
Εφόσον τα παράκτια «κοινά» είναι συλλογικοί πόροι αναφορικά με τη χρήση τους, η ευθύνη για την αειφόρο διαχείριση τους είναι ομοίως συλλογική ανεξάρτητα από το ιδιοκτησιακό καθεστώς τους. Η προσέγγιση στο ζήτημα της διαχείρισης (κάθαρσης) των παράκτιων «κοινών» απαιτεί να προσδιοριστούν αφενός οι χρήστες τους και αφετέρου οι εναλλακτικές μορφές διαχείρισης που είναι συμβατές με τη φύση των συλλογικών πόρων. Με βάση τα δικαιώματα χρήσης των πόρων, οι χρήστες των πόρων κατατάσσονται σε τρεις, μη αμοιβαία αποκλειόμενες, κατηγορίες: ιδιοκτήτες, νομείς (κατόχους δικαιωμάτων χρήσης) και καταναλωτές.
Ο καθορισμός των μορφών διαχείρισης των πόρων επηρεάζεται σημαντικά από την ισχύουσα πολιτική φιλοσοφία και το πολίτευμα που εν μέρει προσδιορίζουν τους γενικούς και ειδικούς στόχους που επιδιώκει αυτή η διαχείριση. Ιστορικά, το κράτος συνήθως προωθεί είτε την ιδιωτικοποίηση είτε την κρατικοποίηση τους. Κυριαρχούν, δηλαδή, τα κριτήρια του ιδιοκτησιακού καθεστώτος και της οικονομικής αποδοτικότητας και όχι της εγγενούς φύσης των πόρων και των «φυσικών» δικαιωμάτων χρήσης.
Οι υποστηρικτές της ιδιωτικοποίησης (εκ των κάτω διαχείριση) ισχυρίζονται ότι η θέσπιση δικαιωμάτων ατομικής ιδιοκτησίας επιτρέπει στον ιδιοκτήτη να κάνει οικονομική χρήση εκείνων των πόρων, ιδιαίτερα των σπάνιων, από τους οποίους μπορεί να αποκλείσει άλλους χρήστες και έτσι να εσωτερικεύσει τόσο τις αρνητικές (κόστος) όσο και τις θετικές (όφελος) συνέπειες της χρήσης τους, ιδιαίτερα όταν η ζήτηση είναι μεγάλη. Οι υποστηρικτές της κρατικοποίησης (εκ των άνω διαχείριση) προβάλλουν το επιχείρημα ότι η «τραγωδία των κοινών» μπορεί να αντιμετωπιστεί από το κράτος που διαθέτει εξουσίες επιβολής και εξαναγκασμού. Η κεντρική κυβέρνηση μπορεί να ελέγξει όλα τα συστήματα φυσικών πόρων κι έτσι να εξασφαλίσει την αποδοτική χρήση των συλλογικών πόρων.
Όμως, πλήθος εμπειρικών μελετών σε πολλές περιοχές του αναπτυγμένου και του αναπτυσσόμενου κόσμου έχουν δείξει ότι ούτε η ιδιωτικοποίηση ούτε η κρατικοποίηση κατόρθωσαν να αποσοβήσουν την τραγωδία των παράκτιων και άλλων «κοινών» επιπλέον, δημιούργησαν άλλα, τόσο πρακτικά όσο και ηθικά, προβλήματα. Πιο συγκεκριμένα, οι αναλυτές υποστηρίζουν ότι και τα δύο αυτά καθεστώτα τείνουν να αφαιρέσουν τα εγγενή δικαιώματα των χρηστών στη χρήση των πόρων και να ζημιώσουν τις εξατομικευμένες σχέσεις που χαρακτηρίζουν τα σχήματα κοινόχρηστης ιδιοκτησίας. Έτσι μειώνεται η αποδοτικότητα της χρήσης των πόρων και ζημιώνονται οι παραδοσιακοί και οι φυσικοί χρήστες τους των οποίων τα δικαιώματα χρήσης σπάνια αναγνωρίζονται υπό καθεστώς ιδιωτικής ή δημόσιας ιδιοκτησίας.
Από τη δεκαετία του 1980, άρχισε να προωθείται η εναλλακτική πρόταση της κοινοτικής διαχείρισης των «κοινών» και το καθεστώς της συν-διαχείρισης ως μορφές συμβατές με τον εγγενή χαρακτήρα των «κοινών» που παράγουν οικονομικά αποδοτικές, κοινωνικά ωφέλιμες και περιβαλλοντικά σωστές λύσεις. Η ιδέα γεννήθηκε μέσα στο γενικότερο κλίμα της πολιτικής αποδοχής της ιδέας της αειφόρου ανάπτυξης, τη διαπίστωση των αδυναμιών των καθεστώτων ιδιωτικής και κρατικής διαχείρισης και ένα πλήθος εκτενών μελετών τόσο παραδοσιακών όσο και σύγχρονων συστημάτων διαχείρισης συλλογικών πόρων από διεθνείς οργανισμούς και επιστήμονες. Πηγάζει από την ολιστική φιλοσοφική θεώρηση των κοινωνικο-περιβαλλοντικών συστημάτων μέσα στα οποία γεννιέται η τραγωδία των «κοινών» και μέσα από τα οποία μόνο μπορεί να προέλθει η κάθαρση τους η διατήρηση, δηλαδή, επαρκούς και ικανοποιητικής ποιότητας και ποσότητας πόρων για την ισότιμη εξυπηρέτηση των αναγκών όλων των τωρινών και μελλοντικών χρηστών τους στο διηνεκές. Είναι μια αειφορική μορφή διαχείρισης η οποία, σε συμφωνία με τη σύγχρονη εκδοχή της έννοιας της αειφορίας, απαιτεί να γίνουν οι χρήστες των κοινών κάτοχοι (ιδιοκτήτες) τόσο των προβλημάτων όσο και των λύσεων τους. Στο World Conservation Congress του Μοντρεάλ (1996) ορίστηκε σαν: «μια σύμπραξη στην οποία κρατικές υπηρεσίες, τοπικές κοινότητες και χρήστες των πόρων, μη κυβερνητικοί οργανισμοί και άλλοι εταίροι μοιράζονται, όπως ταιριάζει στο εκάστοτε περιβάλλον, την εξουσία και την ευθύνη για τη διαχείριση μιας συγκεκριμένης περιοχής ή ενός συνόλου πόρων».
Η πιο πρόσφατη εκδοχή της, η προσαρμοστική συν-διαχείριση (adaptive co-management), στοχεύοντας στην εξασφάλιση της κοινωνικο-περιβαλλοντικής αντοχής σε μεταβολές (socio-ecological resilience), υποστηρίζει την αναγκαιότητα της προσαρμοστικής διακυβέρνησης των «κοινών». Τα κοινωνικο-περιβαλλοντικά συστήματα είναι πολύπλοκα και η γνώση για τη λειτουργία τους είναι ανεπαρκής και ατελής. H μεγάλη αβεβαιότητα, σχετικά με την ανταπόκριση τους σε μεταβολές, επηρεάζει και τη διαχείριση τους. Οι διαχειριστικές λύσεις εστιάζουν σε δύο κύριες δράσεις για την αντιμετώπιση των προβλημάτων των «κοινών»: (α) περιορισμό της ελεύθερης πρόσβασης στους συλλογικούς πόρους (για τον έλεγχο της υπερεκμετάλλευσης τους) και (β) δημιουργία κινήτρων για διατήρηση αντί για υπερ-χρησιμοποίηση τους.
Το καθεστώς της συν-διαχείρισης επιδιώκει τη διαμόρφωση συστημάτων περιβαλλοντικής διακυβέρνησης που συνδυάζουν την επιστημονική διαχείριση με τοπικά συστήματα διαχείρισης και τη συσσωρευμένη παραδοσιακή οικολογική γνώση. Γι’ αυτό είναι αναγκαίο να εμπλέκονται και να μοιράζονται την εξουσία και την ευθύνη διαχείρισης όλες οι κατηγορίες χρηστών – ιδιοκτήτες, νομείς και καταναλωτές – από πολλαπλά χωρικά και οργανωτικά επίπεδα (τοπικές κοινωνίες, κρατικές και περιφερειακές υπηρεσίες, ΜΚΟ, επαγγελματικές και άλλες οργανώσεις, διεθνείς οργανισμοί).
Στηρίζεται σε διαδικασίες συλλογικής κοινωνικής εκμάθησης (social learning) που ενισχύουν την παραγωγή, διατήρηση και αξιοποίηση της συλλογικής θεσμικής και κοινωνικής μνήμης την ικανότητα δηλαδή της διαχείρισης να ανταποκρίνεται σε περιβαλλοντικές αναδράσεις και να οδηγεί το κοινωνικο-περιβαλλοντικό σύστημα σε αειφόρες πορείες. Γι’ αυτό το λόγο, οι εκ των ων ουκ άνευ παράγοντες υλοποίησης της συν-διαχείρισης είναι η ύπαρξη επιμελητών-κλειδιά ή ηγετών (key stewards, leaders), κοινωνικών δικτύων και κλίματος εμπιστοσύνης∙ με άλλα λόγια, ικανού κοινωνικού κεφαλαίου που ενθαρρύνει συνεργασίες και συμπράξεις μεταξύ των εμπλεκόμενων εταίρων στη βάση ισχυρού συλλογικού οράματος και συστήματος αξιών. Έτσι μπορούν να αντιμετωπισθούν τα προβλήματα της διαχείρισης με τις σωστές διασυνδέσεις, τη σωστή ώρα, για τα σωστά θέματα..
Ο βαθμός ενεργής και ουσιαστικής συμμετοχής των χρηστών στην συν-διαχείριση εξαρτάται από τη στάθμιση του κόστους και του οφέλους που συνεπάγεται η συμβολή και συμμόρφωση τους μ’ αυτό το καθεστώς προστασίας των πόρων σε σχέση με αυτά που συνεπάγονται άλλες στρατηγικές δράσης. Κατά συνέπεια, είναι σημαντική η ύπαρξη κατάλληλων κινήτρων όπως και κατάλληλης παιδείας που αναπτύσσει το ενδιαφέρον και τις προσδοκίες των χρηστών για τα αναμενόμενα οφέλη από την διατήρηση και αειφορία των πόρων.
Η συν-διαχείριση μπορεί να σχεδιασθεί κεντρικά αλλά κυρίως «αναδύεται» μέσα από τη δυναμική αλληλεπίδραση τυπικών και άτυπων διαδικασιών. Το κράτος, ως φυσικός θεματοφύλακας των «κοινών», μπορεί να την προωθήσει με κατάλληλες θεσμικές ρυθμίσεις που παρέχουν τους απαραίτητους παράγοντες και ευνοϊκές συνθήκες για συνεργασία και σύμπραξη μεταξύ των χρηστών, και κυρίως των κρατικών υπηρεσιών με τις τοπικές κοινωνίες και τους ποικίλους χρήστες των πόρων, στην κατεύθυνση της συλλογικής εκμάθησης και της μοιρασιάς της ευθύνης (sharing of responsibility) στη διαχείριση. Οι κυριότερες ρυθμίσεις αφορούν στην θέσπιση κατάλληλων καθεστώτων πόρων και ενός ευέλικτου πλαισίου δημόσιου σχεδιασμού.
Τα καθεστώτα πόρων αφορούν στην απονομή, κατανομή και παροχή δικαιωμάτων και υποχρεώσεων ιδιοκτησίας των πόρων (γης, νερού, αέρα, εδάφους, κ.λπ.), στην απόκτηση δικαιωμάτων χρήσης τους και στη νομιμοποίηση των χρηστών. Ο καθορισμός τους εξαρτάται από το επίσημο και ανεπίσημο (ή άτυπο, ή εθιμικό) θεσμικό και πολιτειακό σύστημα και είναι κρίσιμης σημασίας γιατί προσδιορίζει άμεσα τον βαθμό συμμετοχής των χρηστών – ποιοι και πόσοι νομιμοποιούνται να εμπλακούν στις αποφάσεις διαχείρισης .
Ο δημόσιος σχεδιασμός είναι αυτονόητος αφού αφορά σε συλλογικούς πόρους των οποίων η διατήρηση εξασφαλίζει ευημερία και αειφορία∙ δηλαδή, οικονομική ευμάρεια και υψηλή ποιότητα ζωής για όλους, επάρκεια φυσικών και ανθρώπινων πόρων, μειωμένη τρωτότητα σε κάθε είδους κινδύνους και κοινωνικο-πολιτιστική πρόοδο. Αποσκοπεί στην απάλειψη συνθηκών ελεύθερης πρόσβασης στους πόρους και στην αποδοτική χρήση τους για την προστασία του δημόσιου, του κοινού, συμφέροντος από μια γειτονιά μέχρι το σύνολο της επικράτειας.
Η αποτελεσματικότητα του εξαρτάται από:
• την διασφάλιση των αδιαπραγμάτευτων ορίων των τοπικών και υπερ-τοπικών περιβαλλοντικών συστημάτων, ιδιαίτερα των στρατηγικών πόρων,
• την ύπαρξη σαφών καθεστώτων πόρων (ιδιοκτησίας, νομής, κατανάλωσης)
• την ύπαρξη νομοθεσίας που δημιουργεί κοινωνικό χώρο για διαχείριση των κοινωνικο-περιβαλλοντικών συστημάτων
• τη λειτουργία συμμετοχικών διαδικασιών κοινωνικής διαβούλευσης ώστε οι στόχοι του να είναι συμβατοί, κοινοί και συναποφασισμένοι
• τη λειτουργία συμμετοχικών διαδικασιών λήψης αποφάσεων και εκπόνησης σχεδίων (πόρων, χρήσεων γης)
• τον συντονισμό θεσμικών, διοικητικών, οικονομικών και άλλων δομών, διαδικασιών και εργαλείων
• την παροχή ευέλικτων σχημάτων διαχείρισης και πεδίων συνεργατικής μάθησης για προσαρμογή σε μεταβαλλόμενες συνθήκες και την εξασφάλιση κατάλληλων προϋποθέσεων για την «ανάδυση» της συν-διαχείρισης
• την επαρκή χρηματοδότηση
• τη χρήση δημοσιονομικών και οικονομικών εργαλείων για αντιμετώπιση της περιβαλλοντικής μεταβολής και επανορθωτικών δράσεων
• την ύπαρξη ολοκληρωμένων δημόσιων συστημάτων συλλογής, ανάλυσης, διαχείρισης και διακίνησης πληροφοριών από πολλαπλές πηγές
• την ύπαρξη συστημάτων διαρκούς παρακολούθησης, συστηματικού ελέγχου και ανταπόκρισης σε κοινωνικο-περιβαλλοντικές αναδράσεις
Ουσιαστικά, απαιτείται η δημιουργία ενός δικτύου θεσμών που να εξασφαλίζουν την κάθετη και οριζόντια συμμετοχή, συνεργασία και συντονισμό μεταξύ επιπέδων λήψης αποφάσεων. Η εμπλοκή των χρηστών σε όλα τα παραπάνω στάδια του δημόσιου σχεδιασμού αυξάνει την πιθανότητα συνετής διαχείρισης γιατί αντιλαμβάνονται ότι οι πόροι και οι χρήστες τους είναι αδιάσπαστα συστατικά ενός πολύπλοκου δικτύου δομών και λειτουργιών σε διάφορες χωρο-χρονικές κλίμακες. Η μεταβίβαση αρμοδιοτήτων και δικαιωμάτων λήψης αποφάσεων στην τοπική αυτοδιοίκηση είναι απαραίτητη αλλά με όρους που εξασφαλίζουν διατήρηση και προστασία των τοπικών και υπερ-τοπικών κοινωνικο-περιβαλλοντικών συστημάτων γιατί η ικανότητα των τοπικών κοινοτήτων να αυτο-διοικούνται αειφορικά δεν μπορεί να εκληφθεί ως δεδομένη.
Τέλος, ότι οι αποφάσεις συν-διαχείρισης των συλλογικών πόρων επηρεάζονται από πλήθος τοπικών και υπερ-τοπικών εξωτερικών παραγόντων και μεταβολών στο φυσικό, κοινωνικό, πολιτισμικό, οικονομικό, τεχνολογικό, πολιτικό και θεσμικό περιβάλλον των χρηστών. Ενδεικτικά αναφέρονται κλιματικές και δημογραφικές μεταβολές, μεταβολές προτύπων αναψυχής, τεχνολογίας και μεταφορών, προσωπικού διαθέσιμου εισοδήματος, διεθνείς οικονομικές, κοινωνικο-πολιτιστικές και άλλες μεταβολές.
5. Η ΤΡΑΓΩΔΙΑ ΤΗΣ ΚΑΘΑΡΣΗΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΠΑΡΑΚΤΙΩΝ «ΚΟΙΝΩΝ»
Αν δεχτούμε ότι το κατάλληλο καθεστώς διαχείρισης των «κοινών» είναι η (προσαρμοστική) συν-διαχείριση, το ερώτημα είναι αν, με τα τωρινά δεδομένα, είναι εφικτή η εφαρμογή του για την κάθαρση των Ελληνικών παράκτιων «κοινών» με βάση τα χαρακτηριστικά του που παρουσιάστηκαν στην προηγούμενη ενότητα. Η συζήτηση εξετάζει τους βασικούς συντελεστές της «τραγωδίας» που βρίσκονται σε διαρκή διαλεκτική σχέση και εξάρτηση: τους χρήστες και τον ρόλο του κράτους.
Θεμελιώδεις προϋποθέσεις για την εφαρμογή της συν-διαχείρισης είναι (α) η αποδοχή από όλους τους χρήστες του «κοινού» χαρακτήρα των συλλογικών πόρων, δηλαδή, της μη αποκλεισιμότητας χρηστών και του ανταγωνισμού στη χρήση τους επειδή είναι πεπερασμένοι και (β) η αναγνώριση των πολλαπλών διαχρονικών αξιών τους. Η εμπειρία της καταχρηστικής και ανεξέλεγκτης χρήσης, ιδιοποίησης και εκποίησης του παράκτιου χώρου δεν αφήνει πολλές ελπίδες για την ικανοποίηση αυτών των προϋποθέσεων.
Οι παράκτιοι πόροι δεν θεωρούνται «κοινοί» κατά συνέπεια, δεν διαμορφώνεται αίτημα συν-διαχείρισης τους! Επικρατεί ένας άκρατος ατομικισμός, όπου κάθε χρήστης διεκδικεί τους πόρους του παράκτιου χώρου για ατομική χρήση και οι υποψήφιες χρήσεις συχνά συγκρούονται μεταξύ τους: τουρισμός, βιομηχανία, υποδομές (λιμάνια, μαρίνες, κ.λ.π.), γεωργία, οικιστική ανάπτυξη, αναψυχή, παραδοσιακές παράκτιες λειτουργίες (αλιεία, αλυκές). Ο πρώτος χρήστης ιδιοποιείται ασυζητητί τις υπηρεσίες του παράκτιου χώρου, ακόμα κι αν δεν τις αξιοποιεί άμεσα. Νεώτεροι χρήστες εκτοπίζουν παλαιότερους αν η νέα δραστηριότητα αποφέρει μεγαλύτερο οικονομικό όφελος, απαλείφοντας έτσι παραδοσιακούς (όπου υπάρχουν ακόμα), και συνήθως περισσότερο αειφόρους, τρόπους χρήσης των παράκτιων «κοινών». Επιπλέον, συνήθως κυριαρχεί η τεχνοκρατική αισιοδοξία και πίστη στην ικανότητα της επιστήμης και της τεχνολογίας να λύνουν τα περιβαλλοντικά ζητήματα και οι παράκτιοι πόροι θεωρούνται απεριόριστοι με αποτέλεσμα την υπερ-χρησιμοποίηση τους.
Περισσότερο ανησυχητική όμως είναι η ελλιπής αναγνώριση των πολλαπλών και πολυδιάστατων αξιών των παράκτιων «κοινών» με αποτέλεσμα οι χρήστες να μην βλέπουν ότι έχουν συμφέρον στη διατήρηση και συν-διαχείριση τους. Και ενώ η κοινωνική αλλά, κυρίως η οικονομική, αξία τους συνήθως απολαμβάνει εξέχουσας αναγνώρισης, η περιβαλλοντική και η πολιτιστική παραμένουν στις σκιές. Με άλλα λόγια, αναγνωρίζεται κυρίως η ανταλλακτική και η αξία χρήσης των πόρων. Η αξία δυνατότητας επιλογής (option value) και η αξία ύπαρξης (existence value) αγνοούνται. Όμως, η πρώτη είναι ιδιαίτερα σημαντική στη προοπτική του σχεδιασμού μελλοντικών χρήσεων γης και δραστηριοτήτων και πρόβλεψης των σχετικών αναγκών σε πόρους. Η δεύτερη αντλεί τη βαρύτητα της από το γεγονός ότι η πρόσβαση, η χρήση και το βίωμα του παράκτιου χώρου σε μια χώρα θαλασσινή όπως η Ελλάδα είναι ζήτημα διατήρησης της πολιτισμικής της ταυτότητας. Η ελλιπής αναγνώριση αυτών των αξιών ουσιαστικά οφείλεται στην πλημμελή παιδεία (όχι αναγκαστικά εκπαίδευση) και στις διαφορετικές εμπειρίες του παράκτιου χώρου, απόρροια των κοινωνικο-πολιτιστικών μεταβολών που έχουν συντελεστεί και συντελούνται στις παράκτιες περιοχές κάτω από τις πιέσεις εναλλακτικών προτύπων ανάπτυξης και τρόπων ζωής.
Με λίγα λόγια, απουσιάζει ο εκ των ων ουκ άνευ παράγοντας υλοποίησης της συν-διαχείρισης, το ικανό κοινωνικό κεφάλαιο: ήθος επιμελητείας των πόρων, πνεύμα και ήθος συλλογικής ευθύνης, παράδοση αυτορρύθμισης και αυτο-συγκράτησης, απαραίτητα κοινωνικά δίκτυα και κλίμα εμπιστοσύνης, ηγέτες και πολιτική βούληση (ο πιο συχνά αναφερόμενος παράγοντας από όλους τους αναλυτές).
Από την πλευρά του το κράτος δεν προσφέρει ικανοποιητικές και επαρκείς ρυθμίσεις για την υιοθέτηση και υλοποίηση της συν-διαχείρισης. Σαφή, εγγυημένα και συντονισμένα καθεστώτα πόρων δεν υπάρχουν για όλους τους παράκτιους πόρους και όλες τις κατηγορίες χρηστών (ιδιοκτήτες, νομείς, καταναλωτές). Κυρίως όμως ο δημόσιος σχεδιασμός που θα προσφέρει τις κατάλληλες προϋποθέσεις και το ευρύ πλαίσιο λειτουργίας σχημάτων συν-διαχείρισης είναι ανεπαρκής. Δεν πληρούνται οι θεμελιώδεις προϋποθέσεις για ολοκληρωμένο δημόσιο σχεδιασμό και διαχείριση που απαιτούν συναπόφαση, συμμετοχή και συντονισμό. Ο δημόσιος σχεδιασμός υστερεί σε στρατηγικό περιβαλλοντικό προσανατολισμό, επαρκή θεσμική πλαισίωση και στήριξη, ουσιαστικές συμμετοχικές διαδικασίες και συνεργασία κυβερνητικών υπηρεσιών με τοπικές κοινότητες και άλλους χρήστες των πόρων σε όλα τα στάδια του, μηχανισμούς συντονισμού, επαρκή χρηματοδότησης, και δημόσια συστήματα πληροφοριών, παρακολούθησης και ελέγχου.
Η αλληλεξάρτηση και διαρκής διαλεκτική σχέση χρηστών και κράτους έχει διαμορφώσει ένα ατομικιστικό αξιακό σύστημα, έκφραση του οποίου είναι ο πλημμελής τρόπος σχεδιασμού και μέριμνας για τα «κοινά», παράκτια και άλλα. Δεν υπάρχει αίτημα για συλλογική διαχείριση στο οποίο ο δημόσιος σχεδιασμός καλείται να ανταποκριθεί. Έτσι στοιχειοθετείται η τραγωδία της κάθαρσης των παράκτιων «κοινών». Οι χρήστες στερούνται βιωμάτων για να αποδεχθούν τον θεσμό της συν-διαχείρισης – και όσων αυτός συνεπάγεται – πολύ δε περισσότερο για να μεριμνήσουν για την πιστή εφαρμογή του. Διατελούν σε κατάσταση άγνοιας των εναλλακτικών δυνατοτήτων διαχείρισης των «κοινών» και αναγκαστικά καταφεύγουν στις γνωστές αλλά μη-αειφορικές λύσεις. Έτσι, δεν μπορούν να υλοποιηθούν πολλές αξιόλογες προτάσεις που έχουν γίνει για την αξιοποίηση των παράκτιων «κοινών».
Η συν-διαχείριση θα μπορέσει να αναδυθεί μετά από μια μακροχρόνια διαδικασία και εφόσον προσφερθούν οι αναγκαίες συνθήκες και προϋποθέσεις. Κυρίως, εκείνες που θα βοηθήσουν να διαμορφωθεί ήθος συλλογικής ευθύνης διαχείρισης των παράκτιων «κοινών». Αυτό το ήθος συνεπάγεται το «έλεος» και τον «φόβο» για τα δεινά των «κοινών» και κατευθύνει σε διαχειριστικές πρακτικές συλλογικής δράσης που αποσκοπούν στη συνετή χρήση και διατήρηση τους από όλους για όλους• με άλλα λόγια, στην κάθαρση της τραγωδίας τους.
«Έστι ουν τραγωδία μίμησις πράξεως σπουδαίας και τελείας, μέγεθος εχούσης, ηδυσμένω λόγω, χωρίς εκάστω των μελών εν τοις μορίοις, δρώντων και ου δι’ απαγγελίας, δι’ ελέου και φόβου περαίνουσα την των τοιούτων παθημάτων κάθαρσιν»
Αριστοτέλης, Ποιητική