ΟΙ ΠΙΕΣΕΙΣ ΣΤΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ ΚΑΙ ΤΙΣ ΚΟΙΝΩΝΙΕΣ ΤΟΥ Β. ΕΥΒΟΪΚΟΥ
Ο Βόρειος Ευβοϊκός είναι ένας ημίκλειστος κόλπος έκτασης 390 τετρ. χλμ., που σχηματίζεται από τις ανατολικές ακτές της Φθιώτιδας και Βοιωτίας και τις δυτικές ακτές της Εύβοιας. Συγκοινωνεί με το Δυτικό Αιγαίο πέλαγος μέσω του διαύλου των Ωρεών και με το Νότιο Ευβοϊκό μέσω των στενών του Ευρίπου. Οι ανατολικές ακτές περιλαμβάνουν χαμηλούς λόφους και κόλπους, όπως ο Μαλιακός και ο κόλπος Αταλάντης. Τα βάθη του κόλπου είναι σχετικά μικρά 10-100 μ, με μέγιστο βάθος 430 μ. Tο μήνα Δεκέμβριο ο κόλπος παρουσιάζει σημαντικά χαμηλότερες θερμοκρασίες συγκριτικά με τις υπόλοιπες περιοχές της κεντρικής Ελλάδας.
Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του Ευβοϊκού κόλπου αποτελεί το παλιρροϊκό ρεύμα του Ευρίπου, που αλλάζει τη φορά του περίπου κάθε 6 ώρες, ενώ περιοδικά φτάνει μεγάλες ταχύτητες (περίπου 12km/h στο στενότερο σημείο του). Η περιοχή που επηρεάζεται από το φαινόμενο, περιλαμβάνεται μεταξύ του δίαυλου των Ωρεών στα βόρεια και της νήσου Πεταλιών στα νότια. Το παλιρροϊκό ρεύμα είναι ένας βασικός καθαριστικός μηχανισμός του κόλπου, ενώ δεν υπάρχουν μεγάλες εισροές γλυκού νερού, αφού στην περιοχή δεν υπάρχουν σημαντικά ποτάμια
Ρύπανση:
Ο Β. και Ν. Ευβοϊκός συγκεντρώνουν μεγάλο αριθμό ανθρώπινων δραστηριοτήτων – πόλεις, βιομηχανίες, διάφορες μορφές αλιείας, ιχθυοκαλλιέργειες, τουρισμό, παράκτιες καλλιέργειες – γεγονός που καθιστά πολύπλοκη τη διαχείριση και προστασία της περιοχής. Στην περιοχή δεν υπάρχει τακτική παρακολούθηση του θαλάσσιου περιβάλλοντος και οι επιστημονικές έρευνες είναι αποσπασματικές.
Στην περιοχή του Βορείου Ευβοϊκού αναπτύσσονται πολλές ανθρώπινες δραστηριότητες, με συχνά δυσμενείς επιδράσεις στο θαλάσσιο περιβάλλον:
· Χρήση σε καλλιέργειες χημικών λιπασμάτων και φυτοφαρμάκων, που συχνά καταλήγουν στη θάλασσα
· Αστικά λύματα από αστικές δραστηριότητες και ξενοδοχειακές εγκαταστάσεις
· Μεταφορά σιδηρονικελιούχων μεταλλευμάτων από το λιμανάκι Λάρκο στην απέναντι πλευρά, όπου βρίσκεται το εργοστάσιο της Λάρκο
· Εργοστάσιο σόγιας
Όσον αφορά τα θρεπτικά συστατικά, τα νιτρικά και η αμμωνία εμφανίζουν αρκετά μεγάλες συγκεντρώσεις, κυρίως στο Νότιο Ευβοϊκό, χωρίς όμως να υπάρχει άμεσος κίνδυνος (1). Μικρός βαθμός ευτροφισμού παρατηρείται κοντά στις ακτές. Ο Βόρειος Ευβοϊκός παρουσιάζει αυξημένες συγκεντρώσεις θρεπτικών πυριτικών, νιτρικών και φωσφορικών, κυρίως σε βάθη μεγαλύτερων των 100 μέτρων λόγω της μικρής ικανότητας ανανέωσης των νερών. Επίσης οι παρατηρούμενες αυξημένες επιφανειακές τιμές αμμωνιακών οφείλονται στα λύματα των παράκτιων τουριστικών οικισμών (1,4,5)
Τα νερά του Κεντρικού Ευβοϊκού είναι ολιγότροφα, αν και στις ακτές οι τιμές των θρεπτικών είναι μεγαλύτερες λόγω βιομηχανικών και γεωργικών δραστηριοτήτων (1, 4,5). Αυξημένες τιμές θρεπτικών εμφανίζονται στα βαθύτερα στρώματα στην περιοχή του εργοστασίου Λάρκο (1,4,5).
Λόγω της βιομηχανικής δραστηριότητας, τα μέταλλα παρουσιάζουν αρκετά υψηλές συγκεντρώσεις, ιδίως κοντά στις βιομηχανίες, με τιμές μικρότερες από αυτές του Σαρωνικού και μεγαλύτερες από του Αιγαίου (1). Πάντως, τα τελευταία χρόνια παρατηρείται τάση μείωσης των συγκεντρώσεων των μετάλλων στον Ευβοϊκό και τα περιβαλλοντικά προβλήματα μπορούν ακόμα να αντιμετωπιστούν. Ο Χαλκός, το Κάδμιο, ο Ψευδάργυρος και ο Μόλυβδος εμφανίζουν περίπου τις ίδιες συγκεντρώσεις με άλλες θαλάσσιες περιοχές και με το νότιο Ευβοϊκό. Αντίθετα αυξημένες είναι οι συγκεντρώσεις της διαλυτής μορφής του Μαγγανίου και του Νικελίου (σε σύγκριση με άλλες θαλάσσιες περιοχές και με το νότιο Ευβοϊκό) (1).
Η συγκέντρωση των πετρελαϊκών υδρογονανθράκων είναι σε χαμηλά επίπεδα με τιμές παραπλήσιες αυτών στο ανοιχτό Αιγαίο πέλαγος (1). Πάντως οι τιμές εμφανίζονται πιο αυξημένες στο Λιμανάκι Λάρκο, όπου γίνεται η φορτοεκφόρτωση των Σιδηρονικελιούχων μεταλλευμάτων, καθώς και στη θαλάσσια περιοχή κοντά στο εργοστάσιο σόγιας τις περιόδους που αυτό λειτουργεί κανονικά (4).
Γενικά το παλιρροϊκό ρεύμα του Ευρίπου, τα θαλάσσια ρεύματα και τα καλά οξυγονωμένα νερά του Ευβοϊκού φαίνεται πως «προφυλάσσουν» την θαλάσσια αυτή περιοχή από έντονα φαινόμενα ρύπανσης. Παρόλα αυτά, τα βιομηχανικά και αστικά απόβλητα στην περιοχή και η ρύπανση από τη Λάρκο μπορούν να δημιουργήσουν προβλήματα.
Υπεραλίευση-καταστροφικές μορφές αλιείας
Στην περιοχή του Βορείου Ευβοϊκού αλιεύουν πάνω από 1100-1200 σκάφη, αριθμός που δείχνει την ιδιαίτερα έντονη αλιευτική πίεση στην περιοχή. Η περιοχή είναι από τις πιο σύνθετες στη Μεσόγειο, όσον αφορά την αλιευτική διαχείριση (2).
Σύμφωνα με τους τοπικούς φορείς και τους παράκτιους ψαράδες διαπιστώνεται σημαντική μείωση των ιχθυαποθεμάτων στον Β. Ευβοϊκό, που θέτει σε κίνδυνο το επάγγελμα των ψαράδων. Η μείωση αυτή οφείλεται σε σημαντικό βαθμό τόσο στην υπεραλίευση και τη δυναμική εξέλιξη της αλιευτικής τεχνολογίας (μηχανότρατες, ισχυρές λάμπες γρι-γρι που καίνε το γόνο, εντοπισμός ψαρότοπων με σύγχρονα μέσα κλπ) όσο και σε ρυθμίσεις που αφορούν το ψάρεμα (π.χ. εκτεταμένη περίοδος αλίευσης στον κόλπο από μηχανότρατες, αλίευση τη νύχτα, ακατάλληλο «μάτι» δικτυών κλπ) ή παράνομες πρακτικές (π.χ. εγκατάλειψη πλαστικών σάκων και σχοινιών στο βυθό, που χρησιμοποιούνται αντί άγκυρας). Η ανεξέλεγκτη επέκταση των ιχθυοκαλλιεργειών δημιουργεί επιπρόσθετες δυσκολίες στους παράκτιους αλιείς (περιορίζοντας τις περιοχές που μπορούν να ψαρέψουν) αλλά και θέτει επιτακτικά την ανάγκη περιορισμού της επέκτασης των μονάδων και λειτουργίας αξιόπιστων μηχανισμών πρόληψης κι ελέγχου της πιθανής ρύπανσης, που προκαλείται κυρίως σε τοπικό επίπεδο.
Οι υπάρχουσες μελέτες για την κατάσταση των αλιευμάτων στον Β. Ευβοϊκό είναι ήδη αρκετών χρόνων, ενώ δεν έχουν υπολογίσει τη ραγδαία εξέλιξη της αλιευτικής τεχνολογίας που έχει συμβεί τα τελευταία χρόνια:
α) μελέτη των βενθοπελαγικών ιχθυοπληθυσμών στο Βόρειο Ευβοϊκό κατά το 1987-1989,
β) μελέτη της αλιείας της καραβίδας στον Βόρειο Ευβοϊκό στα έτη 1992-1994, στην οποία συλλέχθηκαν και στοιχεία για την παράκτια και μέση αλιεία της περιοχής και
γ) μελέτη εκτίμησης της αλιευτικής ικανότητας της μηχανότρατας που αλιεύει στον Ευβοϊκό και το ΒΔ Αιγαίο.
Έχει γίνει παράλληλα αποδεκτό ότι τα σημερινά προβλήματα στην αλιεία δεν οφείλονται μόνο στην ίδια την αλιεία (υπεραλίευση, καταστροφικά μέσα) αλλά και στην επιβάρυνση του θαλασσίου περιβάλλοντος από τη ξηρά. Μια ολοκληρωμένη πολιτική για βιώσιμη αλιεία πρέπει να στοχεύει τόσο σε παρεμβάσεις στις αλιευτικές μεθόδους και πρακτικές όσο και στα μοντέλα διαχείρισης της παράκτιας ζώνης και του θαλάσσιου περιβάλλοντος.
Προτάσεις για τον έλεγχο και την αντιμετώπιση της ρύπανσης:
1. Σύμφωνα με τα στοιχεία, η κατάσταση του Κεντρικού και Β. Ευβοϊκού από άποψη ρύπανσης είναι τέτοια που δεν δικαιολογεί τον πανικό αλλά ούτε τον εφησυχασμό. Απαιτεί ολοκληρωμένες παρεμβάσεις για τον περιορισμό των αποβλήτων που καταλήγουν στον Ευβοϊκό, την ολοκλήρωση και σωστή λειτουργία των εγκαταστάσεων επεξεργασίας λυμάτων καθώς και την ολοκληρωμένη διαχείριση των στερεών αποβλήτων τόσο στις παράκτιες περιοχές όσο και στην ευρύτερη ζώνη.
2. Το Τοπικό Σχέδιο Αντιμετώπισης Έκτακτων Περιστατικών Ρύπανσης (ΥΕΝ) και η σχετική υποδομή χρειάζεται να διασφαλίζουν ότι θα αποφευχθεί σοβαρή ρύπανση στον κόλπο, ως αποτέλεσμα ενός ατυχήματος σε διερχόμενο σκάφος ή κάποια βιομηχανική μονάδα της περιοχής.
3. Χρειάζεται η ένταξη του Βόρειου Ευβοϊκού αλλά και του Μαλιακού και του Παγασητικού στο Εθνικό Δίκτυο Παρακολούθησης Ρύπανσης, συστηματική μελέτη του φαινομένου της βιο-συσσώρευσης καθώς και έρευνες για διαπίστωση του κατά πόσο τα μέταλλα, που βρίσκονται στα ιζήματα, είναι αδρανή ή όχι. Πρέπει να γίνονται αξιόπιστες μελέτες περιβαλλοντικών επιπτώσεων, να εφαρμόζονται οι περιβαλλοντικοί όροι, καθώς και να υπάρχουν προδιαγραφές, που θα ανανεώνονται για τις διάφορες δραστηριότητες.
4. Απαιτείται συνολική κατανόηση του θαλάσσιου περιβάλλοντος και ενεργή συμμετοχή των αλιέων προκειμένου να αντιμετωπιστούν τα προβλήματα στην αλιεία. Στόχοι της νέας αλιευτικής πολιτικής στην περιοχή πρέπει να είναι η προστασία ειδών και οικοτόπων, η διατήρηση της λειτουργίας των οικοσυστημάτων, η αύξηση της παραγωγής των αλιευμάτων μέσα από την απλοποίηση της διαχείρισης, η διατήρηση του επαγγέλματος του ψαρά μακροχρόνια και η προώθηση της συμμετοχικής διαδικασίας.
5. Όλοι οι φορείς συμφωνούν ότι υπάρχει έλλειψη μελετών για την κατάσταση των αλιευμάτων στην περιοχή. Η χρηματοδότηση (από τα ΠΕΠ ή άλλα χρηματοδοτικά μέσα) ερευνών για την κατάσταση των αλιευμάτων και της βιοποικιλότητας στην περιοχή είναι άμεσης προτεραιότητας για την διερεύνηση των προβλημάτων του Βόρειου Ευβοϊκού κόλπου και την λήψη κατάλληλων μέτρων από την πολιτεία. Οι έρευνες πρέπει να γίνονται σε συνεργασία με τοπικούς φορείς, μη-κυβερνητικές περιβαλλοντικές οργανώσεις και τους αλιείς, οι οποίοι προσφέρουν πολύτιμες απόψεις και εμπειρίες. Επίσης είναι σημαντικό οι έρευνες να γνωστοποιούνται στις τοπικές κοινωνίες και να λαμβάνονται υπόψη από τους τοπικούς φορείς και αλιείς
6. Η δημιουργία – στο πλαίσιο ενός πάρκου βιώσιμης ανάπτυξης στον Β. Ευβοϊκό- καταφυγίων ψαριών (θέσπιση προστατευόμενων περιοχών φυσικής αναπαραγωγής των ψαριών και εμπλουτισμού των γύρω περιοχών) θα μπορούσαν να συμβάλουν σημαντικά στον φυσικό επαν-εμπλουτισμό του Β. Ευβοϊκού με ψάρια και στη διατήρηση του επαγγέλματος του ψαρά. Τα οφέλη ενός τέτοιου καταφυγίου είναι: η αύξηση της αναπαραγωγής και του πληθυσμού των ψαριών, η αύξηση της βιοποικιλότητας και η επανεμφάνιση ειδών ψαριών, η εξάπλωση των ψαριών σε άλλες περιοχές, η καλύτερη πρόβλεψη της παραγωγής, η βελτίωση των εισοδημάτων των ψαράδων, η συμμετοχή των ίδιων των ψαράδων στη διαχείριση της περιοχής και η καλύτερη κατανόηση της έννοιας της βιώσιμης διαχείρισης κι ανάπτυξης του Β. Ευβοϊκού.
6. Για την ευημερία των κατοίκων της περιοχής απαιτείται η υιοθέτηση ενός μοντέλου βιώσιμης ανάπτυξης για την περιοχή του Β. Ευβοϊκού που συνδυάζει την προστασία του θαλάσσιου περιβάλλοντος και της παράκτιας ζώνης με την κοινωνική και οικονομική πολιτική. Οι τοπικοί φορείς πρέπει να πάρουν ενεργό μέρος σε αυτή την προσπάθεια που θα συμβάλει στη διατήρηση του φυσικού και πολιτισμικού πλούτου, τη μείωση της ανεργίας και της φτώχειας και τη μακροχρόνια ανάπτυξη των παράκτιων κοινωνιών του Ευβοϊκού.
Βιβλιογραφία:
1. Γενική προσέγγιση της θαλάσσιας ρύπανσης στο κεντρικό τμήμα του Ευβοϊκού κόλπου (Μ. Δασενάκης κι άλλοι, 2001)
2. Μελέτη Περιβαλλοντικής Αναβάθμισης της Ευρύτερης Περιοχής Βαθέος Αυλίδος – Χαλκίδος (Ν. Λεοντάρης κα, 1998)
3. Η αλιεία στο Β. Ευβοϊκό (εισήγηση του Κ. Παπακωνσταντίνου, στην ημερίδα στη Χαλκίδα)
4. Μελέτη κατανομής θρεπτικών συστατικών, βαρέων μετάλλων και πετρελαϊκών υδρογονανθράκων στην περιοχή του Κ. Ευβοϊκού (Δ.Δρόσης, Π. Ζαλούμης, 1999)
5. Κατάσταση ευτροφισμού του Βορείου Ευβοϊκού Κόλπου (Ψυλλίδου-Γκιουράνοβιτς et al, 1993)
6. Επίδραση των απορροών ποταμών στη διασπορά θρεπτικών και βαρέων μετάλλων στο Μαλιακό κόλπο (Ψυλλίδου-Γκιουράνοβιτς et al. 1996)