Picture of sstamellos

sstamellos

Για μια βιώσιμη – αειφόρο γεωργία

Με ποια πολιτική θα πετύχει η ΕΕ μια βιώσιμη – αειφόρο γεωργία;

Τη χρονιά αυτή γίνεται ένας ενδιάμεσος απολογισμός της κοινής αγροτικής πολιτικής. Το Ευρωπαϊκό Τμήμα της IFOAM έκανε γνωστές τις θέσεις του με μια συνολική πρόταση για τη μελλοντική ΚΑΠ. Παραθέτουμε περίληψη του κειμένου.

Μετά από 25 χρόνια έχουν αλλάξει οι διατροφικές ανάγκες στην Ευρώπη και η κατάσταση στην αγροτική παραγωγή είναι τελείως διαφορετική.
Τα προβλήματα που πρέπει ν’ αντιμετωπισθούν είναι εκτός από την υπερπαραγωγή, τ’ αποτελέσματα από μια απροσάρμοστη τεχνολογία, η εγκατάλειψη της υπαίθρου από τους κατοίκους της, η καταστροφή του περιβάλλοντος και η επιβάρυνση των τροφίμων.
Μολαταύτα συνεχίζει η αγροτική πολιτική της ΕΕ να έχει ως βασικό στόχο τη διατήρηση της ποσοτικής αύξησης της παραγωγής. Κάποια συμπληρωματικά προγράμματα ενισχύσεων με διαφορετικούς στόχους δεν έχουν έως τώρα μεγάλη σημασία.
Το 2004 έχει προγραμματιστεί η Σύνοδος κορυφής των κρατών της ΕΕ, όπου θα δοθεί η ευκαιρία να διαπραγματευθούν, εκτός των άλλων και τους στόχους της Ευρωπαϊκής γεωργίας, όπως καθορίζονται στο άρθρο 33, ώστε να προετοιμαστεί η νέα Κοινή Αγροτική Πολιτική που θα εφαρμοστεί από το 2007.

Ο νέος στόχος της ΚΑΠ
Η νέα ΚΑΠ πρέπει ν’ αναδείξει την ποιότητα των αγροτικών προϊόντων έτσι όπως προσδοκούν οι καταναλωτές μετά από τα επανειλημμένα διατροφικά σκάνδαλα.
Η ποιοτική αυτή βάση των τροφίμων εξαρτάται από την οικολογική ισορροπία των γεωργικών οικοσυστημάτων. Το γεγονός αυτό δεν μπορεί να είναι διαπραγματεύσιμο από κανένα, εφόσον μακροπρόθεσμα δεν υπάρχει καμία άλλη επιλογή παρά να γίνουν αποδεκτά τα οικολογικά όρια στη μέθοδο της αγροτικής παραγωγής. Έτσι μόνο θα μπορέσουμε να πετύχουμε τις απαραίτητες οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες για μια βιώσιμη – αειφορική γεωργία. Γι’ αυτό προτείνουμε τη διατήρηση της αειφορίας ως στόχο της νέας ΚΑΠ, αντί της ποσοτικής αύξησης της παραγωγής.

Ο ρόλος του εμπορίου
Μετά από τη Συνθήκη του ΠΟΕ (Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου) το 1992, η ΚΑΠ καθορίζεται όλο και περισσότερο από τα συμφέροντα του εμπορίου.
Είναι βασική προϋπόθεση της αειφορίας να είναι οργανωμένη η παραγωγή τροφίμων σε τοπικό και εθνικό επίπεδο. Ιδιαίτερα η κατανάλωση μη ανανεώσιμων πηγών ενέργειας και η υποβάθμιση του περιβάλλοντος με τη μεταφορά των ειδών διατροφής σε μεγάλες αποστάσεις, θεωρείται ως μια πολυτέλεια που πρέπει να περιοριστεί.
Για πολλά αγροτικά προϊόντα είναι σήμερα η ΕΕ παγκόσμια ο μεγαλύτερος εισαγωγέας αγροτικών προϊόντων, αν και από το 1970 έχει γίνει ένας σημαντικός εξαγωγέας. Έτσι τα προϊόντα που εξάγονται στο διεθνές εμπόριο, πρέπει να επιδοτηθούν για να είναι ανταγωνιστικά με χαμηλότερες τιμές, ξοδεύοντας, για το λόγο αυτό, πολύ μεγαλύτερα χρηματικά ποσά της ΕΕ για τις εξαγωγές παρά για την αγροτική ανάπτυξη και τα αγροτοπεριβαλλοντικά προγράμματα.
Με τις χαμηλές αυτές τιμές των εξαγωγικών προϊόντων καταστρέφεται όχι μόνο η αγροτική παραγωγή αλλά και η οικονομία των αναπτυσσόμενων χωρών.
Από την κατάσταση αυτή κερδίζουν οι εταιρίες εξαγωγών και έμμεσα οι ευρωπαίοι αγρότες από τις σταθεροποιητικές τιμές, ενώ την επιβάρυνση αυτή πληρώνουν οι μικροί παραγωγοί των αναπτυσσόμενων χωρών και οι ευρωπαίοι καταναλωτές.
Με τις εξαγωγές της υπερπαραγωγής έχουμε από την άλλη πλευρά τεράστιες εισαγωγές ζωοτροφών για την ανάπτυξη της εντατικής βιομηχανοποιημένης κτηνοτροφίας.
Για την αντιμετώπιση του φαινομένου αυτού θα έπρεπε να περιοριστεί η ζωική παραγωγή στο δικό της επίπεδο, με στήριξη των ζωοτροφών που παράγονται στις ευρωπαϊκές χώρες. Σύμφωνα όμως με τις Συμφωνίες του ΠΟΕ δεν είναι δυνατόν να υπάρξουν περιορισμοί στις εισαγωγές πρωτεϊνούχων ζωοτροφών καθώς επίσης δεν είναι δυνατό ν’ αυξηθεί στην ΕΕ η παραγωγή ελαιούχων σπόρων. Όλα αυτά θα πρέπει να διαμορφοποιηθούν για το επικείμενο Συμβούλιο κορυφής της ΕΕ το 2004 καθώς και η προετοιμασία των διαπραγματεύσεων για το νέο γύρο συζητήσεων του ΠΟΕ το 2005.
Οι χώρες που κάνουν εισαγωγές θα πρέπει να είναι ανεξάρτητες χωρίς περιορισμούς, ώστε να μπορούν να εμποδίζουν την εισαγωγή προϊόντων που θεωρούν, ότι απειλούν τη δική τους αυτοδιάθεση ή όταν η μέθοδος παραγωγής των προϊόντων αυτών είναι παράνομη σύμφωνα με τις δικές του νομοθεσίες. Εδώ θα πρέπει να συμφωνήσει η ΕΕ με τα ενδιαφέροντα των αναπτυσσόμενων χωρών αντί να επιδιώκει τη στήριξη του εξαγωγικού εμπορίου.

Πώς μπορεί να εκσυγχρονιστεί η ΚΑΠ
Ως βασική αρχή του εκσυγχρονισμού της ΚΑΠ είναι να κατευθυνθούν οι ενισχύσεις στο σημείο που υπάρχει κοινοτικό συμφέρον. Έτσι μπορούν να συνδεθούν τα αιτήματα της αειφορίας με την ποιότητα. Πρέπει να διαμορφωθεί ένα πακέτο ελάχιστων προϋποθέσεων που θα αφορούν το περιβάλλον, την προστασία των ζώων, του αγροτικού τοπίου κ.α. Η ανταπόκριση στις προδιαγραφές αυτές θα δίνει στους παραγωγούς τη δυνατότητα να εισπράξουν τις ενισχύσεις του προϋπολογισμού της ΚΑΠ.

Βάση είναι οι άμεσες ενισχύσεις
Οι καλλιεργητικές προδιαγραφές της ΚΑΠ θα πρέπει να έχουν μακροπρόθεσμα ως γνώμονα τη συνεχή καλυτέρευση των συνθηκών της αειφορίας και της ποιότητας. Δεν αρκούν τα αγροτοπεριβαλλοντικά μέτρα αλλά ένα μεγαλύτερο εύρος δράσεων όπως:
· ποικιλομορφία στην αμεψεισπορά
· περιορισμός του αριθμού ζώων
· απαγόρευση ορισμένων μεθόδων σταυλισμού
· λιβάδια, φράκτες και παραποτάμιες όχθες να αξιοποιούνται για την πανίδα, τη χλωρίδα και για αναψυχή
· απόρριψη της καλλιέργειας γενετικά τροποποιημένων ποικιλιών
· αποφυγή του οργώματος λιβαδιών / φυσικών βοσκότοπων.
Οι επιδοτήσεις θα αφορούν τρία επίπεδα:
Το κατώτερο επίπεδο θα είναι η αποδοχή από τους παραγωγούς των εθνικών απαιτήσεων που αφορούν μέτρα σταθεροποίησης της αγοράς και των τιμών (π.χ. τελωνιακοί δασμοί, σταθεροποιητικές ενισχύσεις, αποθήκευση).
Το μεσαίο επίπεδο θα είναι για τους περισσότερους αγρότες που εκπληρούν τις ευρωπαϊκές προδιαγραφές.
Τελικά θα ισχύει το υψηλότερο επίπεδο το οποίο θα αποδέχονται οι παραγωγοί εθελοντικά και θα τους υποχρεώνει να προσφέρουν ειδικές υπηρεσίες.
Στον προϋπολογισμό της ΚΑΠ θα υπάρχουν άμεσα όλες οι οικονομικές προϋποθέσεις για την υλοποίηση των μέτρων αυτών από τον περιορισμό των επιδοτήσεων και τη διαγραφή των εξαγωγικών ενισχύσεων.

Οι πραγματικές τιμές
Κάτω από τις σημερινές συνθήκες όλοι οι ευρωπαίοι αγρότες εξαρτούνται από τις πληρωμές των επιδοτήσεων, εφόσον οι τιμές των αγροτικών προϊόντων βρίσκονται χαμηλότερα από το κόστος παραγωγής. Η πολιτική αυτή των τιμών δεν μπορεί να διατηρηθεί. Θα πρέπει να επιδιωχθεί το πραγματικό κόστος της αγροτικής παραγωγής που εκφράζει μια βιώσιμη και αειφορική γεωργία.
Μια δυνατότητα προς την κατεύθυνση αυτή θα ήταν εάν μεταφερθεί το παράλληλο κόστος των επιπτώσεων στο περιβάλλον, σύμφωνα με την αρχή «αυτός που προκαλεί βλάβη πληρώνει». Έτσι θα αυξηθεί η τιμή του κρέατος από εντατικές κτηνοτροφικές μονάδες και θα εφαρμόζονται αυστηρές κυρώσεις στη ρύπανση του εδάφους και των υπογείων υδάτων από τα νιτρικά. Τα μέτρα αυτά θα στηρίξουν την παραγωγή προϊόντων ποιότητας.

Ενισχύσεις ανάλογα με την έκταση
Δεν δικαιολογείται πλέον να κλιμακώνονται οι ενισχύσεις προς τους αγρότες σύμφωνα με το είδος της καλλιέργειας και την ποιότητα παραγωγής. Οι ενισχύσεις αυτές ανά προϊόν πρέπει ν’ αντικατασταθούν από μια απλή στρεμματική επιδότηση για όλους όσους ακολουθούν τις προδιαγραφές της ΚΑΠ.

Κτηνοτροφία ανάλογα με την καλλιεργούμενη έκταση
Αν και υπήρξαν μέτρα και κίνητρα από την Ατζέντα 2000 για υψηλότερες ενισχύσεις για κτηνοτροφικές μονάδες με μικρό αριθμό ζώων συνεχίζεται ωστόσο να επιδοτούνται περισσότερο οι μεγάλες μονάδες παραγωγής κρέατος διότι εξαντλείται τελικά από πολλούς μεγαλοκτηνοτρόφους το υψηλότερο όριο των 1,9 μονάδων μεγάλου ζώου ανά εκτάριο.
Αντίθετα οι σύνθετες κτηνοτροφικές μονάδες που παράγουν οι ίδιες τις ζωοτροφές τους είναι οικολογικά ανεκτές, διατηρούν τη βιοποικιλότητα, προστατεύουν τα ζώα και έχουν στόχο την ανάπτυξη της υπαίθρου. Βασικά αυτές οι μονάδες θα πρέπει να επιδοτούνται. Θα πρέπει από τα νέα μέτρα της ΚΑΠ ν’ αποθαρρύνεται η συγκέντρωση κτηνοτροφικών μονάδων που δεν εξαρτιούνται από τις δικές τους εκτάσεις.
Οι ενισχύσεις ανά ζώο θα πρέπει ν’ αναδιαμορφωθούν σε ενισχύσεις ανά έκταση παραγόμενων ζωοτροφών και με μικρό αριθμό ζώων. Σημαντικός λόγος της υπερπαραγωγής κρεάτων είναι οι εισαγωγές πρωτεϊνούχων ζωοτροφών χωρίς τελωνιακούς δασμούς. Εφόσον θα είναι μελλοντικά δυσκολότερο να συνεχισθούν οι εξαγωγές και να σταματήσουν οι σχετικές επιδοτήσεις – έτσι όπως προτείνουμε – είναι εύκολο ότι θα αποφευχθεί και η υπερπαραγωγή.

Υποστήριξη του αγροτικού περιβάλλοντος
Για την υποστήριξη μέτρων για την ανάπτυξη της υπαίθρου θα πρέπει να ενισχυθούν τα προγράμματα με περισσότερα χρηματικά ποσά δηλαδή το 20 έως 30% του συνολικού προϋπολογισμού της ΚΑΠ. Επίσης στα αγροτοπεριβαλλοντικά μέτρα θα πρέπει ν’ αυξηθεί το ποσοστό συμμετοχής της ΕΕ από 50-75% σε 70-90%. Θα πρέπει να δοθούν κίνητρα στις εντατικές μονάδες ώστε θ’ αναπτυχθούν σταδιακά στα πλαίσια αειφορικών μεθόδων παραγωγής, ενώ παράλληλα να δοθούν ενισχύσεις για να συνεχισθεί η ανάπτυξη της βιολογικής γεωργίας αλλά με την υποστήριξη όλων των κρατών μελών. Εδώ θα πρέπει να καθορισθούν σε εθνικό επίπεδο το ελάχιστο και το ανώτερο ποσό συμμετοχής των κοινοτικών εταίρων ώστε να μην παραμορφώνεται ανταγωνιστικά η αγορά.

Σχέδιο δράσης για τη βιολογική γεωργία
Είμαστε της γνώμης ότι μακροπρόθεσμα θα πρέπει ν’ αλλάξουν οι πολιτικές έτσι ώστε η βιολογική γεωργία να είναι ανταγωνιστική ακόμα και χωρίς ενισχύσεις.
Με πρωτοβουλία των περισσότερων κοινοτικών εταίρων της, ερευνά Ευρωπαϊκή Ένωση τη δυνατότητα να προτείνει ένα σχέδιο δράσης για τη βιολογική γεωργία.
Χαιρετούμε ιδιαίτερα την πρωτοβουλία αυτή και προτείνουμε το σχέδιο αυτό να διαμορφωθεί στα πλαίσια των συζητήσεων του απολογισμού της Ατζέντας 2000, έτσι ώστε να έρθει σε εφαρμογή στο τέλος του 2003.
Ο σχεδιασμός αυτός θα πρέπει ν’ αναφέρει συγκεκριμένα μέτρα για την προώθηση της βιολογικής γεωργίας και μια λεπτομερή ανάλυση των αδυναμιών που εμποδίζουν την ανάπτυξή της, εφόσον θεωρείται ως ένα πρωτοποριακό πρότυπο για την αναπτυξιακή διαδικασία με στόχο τη βιώσιμη – αειφορική γεωργία.

Νέες πολιτικές προτάσεις
Οικολογικοί φόροι για τη γεωργία όπως και φόροι για τη χρήση συνθετικών λιπασμάτων και αγροχημικών που ήδη εφαρμόζονται σε πολλές χώρες θα πρέπει να ισχύουν και σ’ όλη την ΕΕ. Επίσης προβληματικές είναι και οι φορολογικές ελαφρύνσεις στην κατανάλωση καυσίμων. Τα περισσότερα διατροφικά σκάνδαλα των τελευταίων χρόνων σχετίζονται άμεσα με την υγεία και τις συνθήκες διαβίωσης των ζώων. Η εντατική κτηνοτροφία, οι συνεχείς μεταφορές ζώων, η διαφορετικές ράτσες ζώων που διαβιώνουν μαζί, οι μη φυσικές τροφές και η μείωση της γενετικής ποικιλομορφίας, αυξάνουν τη διάδοση ασθενειών.
Εδώ δεν πρόκειται για καλυτέρευση της κτηνιατρικής περίθαλψης αλλά θα πρέπει ν’ αντιμετωπισθεί το πρόβλημα στις ρίζες του.
Για τους καταναλωτές προτεραιότητα έχει η πληροφόρηση του τρόπου παραγωγής και προέλευση των τροφών. Για το λόγο αυτό απαιτείται διαφάνεια με μια περιεκτική επισήμανση των προϊόντων, ώστε να μπορεί ν’ αποφασίζει ο καταναλωτής εάν θα αγοράσει τροφές γενετικά τροποποιημένες ή αυγά από εντατική πτηνοτροφία. Στην Ευρώπη δεν πρέπει να καλλιεργηθεί καμία γενετικά τροποποιημένη ποικιλία έως ότου λυθεί αποτελεσματικά το πρόβλημα της γενετικής ρύπανσης. Εάν καλλιεργηθούν τα φυτά αυτά θα πρέπει να υποχρεωθούν οι εταιρίες της βιοτεχνολογίας ν’ αναλάβουν όλο το κόστος που θα προκληθεί σε τρίτους από γενετική ρύπανση.

Μετάφραση – Επιμέλεια: Φούντης Φίλιππος

Scroll to Top