Πάνω από τη Συκιά Δωρίδας υψώνεται η γνωστή επιβλητική ορθοπλαγιά της Γκιώνας, η μεγαλύτερη, όπως λένε, των Βακλκανίων. Την πρώτη αναρρίχηση στην ορθοπλαγιά την έκανε ο Μιχαηλίδης την δεκαετία του 1950 σε δύο ημέρες. Στο πλάι κατεβαίνει το Λαζόρεμα, που πηγάζει από τις νοτιοδυτικές πλαγιές της Γκιώνας και από τη Βαθειά Λάκκα και περνάει μέσα από το χωριό.
Η τετραμελής ομάδα μας (Στέφανος Σταμέλλος, Βάσω Μερτζάνη, Βασίλης Στουρνάρας και Χρήστος Παπαδήμος) ξεκίνησε από τη Λαμία, παρά τις προβλέψεις για άσχημο καιρό, για την ανάβαση στη Γκιώνα από το Λαζόρεμα. Συνήθως λέμε ότι η ομάδα μας είναι «παντός καιρού» και ειδικά η βροχή «δεν θα μας λιώσει». Οπότε ή εμείς συμβιβαζόμαστε με τις καιρικές συνθήκες ή οι καιρικές συνθήκες συμβιβάζονται με μας. Αυτή τη φορά οι καιρικές συνθήκες συμβιβάστηκαν μαζί μας και αποφάσισαν να μας χαρίσουν μια καλή διαδρομή με ελάχιστη βροχή και χαλάζι. Δηλαδή μας έβρεξε 15 λεπτά περίπου στο σύνολο των έξι ωρών της διαδρομής.
Η διαδρομή ξεκινάει από τη βρύση δίπλα στη γέφυρα όπου υπάρχουν τα κόκκινα σημάδια. Στα 200 περίπου μέτρα περνάμε το φουρτουνιασμένο ρέμα (με δυσκολία γιατί κατεβάζει αυτή την εποχή αρκετό νερό) και ανηφορίζουμε στο μονοπάτι προς την ορθοπλαγιά με κατεύθυνση αριστερή πάνω απ’ το επιβλητικό φαράγγι. Μπορεί κανείς να κάνει τη διαδρομή και από το φαράγγι με κάποια δυσκολία, αλλά αργότερα, που θα λιγοστέψει το νερό. Έχει ένα στενό συναρπαστικό πέρασμα και μετά ανοίγει και γίνεται απότομα ομαλό βγαίνοντας προς το οροπέδιο του Λάζου.
Μετά από μια ώρα λοιπόν ανάβαση μέσα από καλό μονοπάτι αντικρίζουμε το υπέροχο οροπέδιο, όπου, όπως λέγεται, είχε τις δραστηριότητές του κάποιος Λάζος. Η περιοχή έχει άφθονη βλάστηση με πυκνό δάσος από έλατα, πολλά λουλούδια, χόρτα, και πολλά νερά. Έχει παχύ χώμα και οι λάκες και οι πεζούλες που συναντήσαμε δείχνουν ότι στο παρελθόν υπήρχαν πολλές καλλιέργειες και ίσως αποτελούσε μια καλή κρυψώνα γι’ αυτούς, που ήθελαν να αποφύγουν τις απειλές των κατακτητών με αυτάρκεια παραγωγής. Οι στάνες, που υπάρχουν και σήμερα, δείχνουν ότι και στο παρελθόν η περιοχή αυτή, του Λάζου, φιλοξενούσε αρκετά κοπάδια ζώα σ’ ένα ήμερο και ήπιο περιβάλλον.
Η ορθοπλαγιά σίγουρα φιλοξενούσε, και φιλοξενεί πιστεύουμε και σήμερα, αρκετά είδη πουλιών, ιδιαίτερα αρπακτικά, αλλά και αγριοκάτσικα. Ο αετός δυστυχώς λένε ότι εξαφανίστηκε από τη Γκιώνα. Γεγονός όμως είναι ότι εμείς συναντήσαμε ελάχιστα γεράκια και πέρδικες και ακούσαμε τις φωνές του δρυοκολάπτη. Ναι, στη διαδρομή μας συνόδευαν τα τσόνια με τις όμορφες λαλιές τους.
Ανηφορίζοντας μετά τις στάνες δεξιά από το ρέμα, αφού καταχαρήκαμε το πράσινο με τα λουλούδια στις λάκες, φθάνουμε στο σημείο που σμίγουν δύο ρέματα για να σχηματίσουν το μεγάλο, αντικρίζοντας την απότομη ρεματιά που θα μας οδηγήσει στο διάσελο πριν τη Βαθειά Λάκκα. Συνεχίζουμε στο πλάι της ρεματιάς μέσα στα έλατα προς τα ριζά του βράχου με δυσκολία, γιατί έχει μεγάλη κλήση, και περίπου 200 μέτρα πριν το τέλος μπαίνουμε στη ρεματιά, όπου σε κάποια σημεία συναντάμε το πρώτο χιόνι της ημέρας. Η ρεματιά είναι σχετικά εύκολη αλλά χρειάζεται και λίγο προσοχή γιατί έχει βράχια και πέτρες.
Καταλήξαμε με έντονη την ευχαρίστηση στην πρώτη βρύση με πολύ νερό, που συναντήσαμε, μετά από μια διαδρομή περίπου 3,5 ωρών, έχοντας απέναντί μας την Πυραμίδα, την ψηλότερη κορυφή της Γκιώνας με ύψος 2.510 μέτρα, 5η κορυφή της Ελλάδας. Η απότομη αλλαγή του καιρού με αέρα και χαλάζι μας υποχρέωσε να γυρίσουμε γρήγορα και να πάρουμε το δρόμο της επιστροφής, χωρίς καν να προλάβουμε έστω να φωτογραφίσουμε την Πυραμίδα από το σημείο αυτό.
Από κει θα μπορούσαμε να συνεχίσουμε για την κορυφή της Πυραμίδας προχωρώντας στη Βαθειά Λάκκα και στη συνέχεια το γνωστό σημαδεμένο μονοπάτι, ή να γυρίσουμε προς τα Μνήματα και τη διαδρομή επιστροφής προς τη Στρώμη ή την Καλοσκοπή. Η επιστροφή μας έγινε από τον ίδιο ακριβώς δρόμο με την ικανοποίηση μιας όμορφης διαδρομής.
Τα σημαντικά οικολογικά χαρακτηριστικά της διαδρομής και της περιοχής, που πρέπει να σημειώσει κανείς ιδιαίτερα, είναι η πλούσια χλωρίδα, τα πολλά νερά, η πτηνοπανίδα και η υπέροχη εικόνα με την επιβλητική ορθοπλαγιά. Αναγκαστικά η συζήτηση περιστρέφεται γύρω από τις παραδοσιακές καλλιέργειες και τις παλιές μεθόδους αντικρίζοντας τις πεζούλες και τις λάκες, που κάποτε έδιναν ιδιοπαραγωγή για ιδιοκατανάλωση σε κλειστές κοινωνίες και οικονομίες. Ας κρατήσουμε κι αυτό που είπε ο Χρήστος ότι η γενιά η δική μας ίσως να ήταν η τελευταία γενιά που μπόρεσε να γνωρίσει μεθόδους και πρακτικές, που εφαρμόστηκαν τις τελευταίες χιλιετίες, δηλαδή το κλασικό άροτρο ξυλοάλετρο, το όργωμα με τα ζώα, το αλώνι, τους μπαλωματήδες, τους γανωτήδες και ένα σωρό επαγγέλματα και πρακτικές, που εξαφανίστηκαν με την μηχανοποίηση και αυτοματοποίηση των πάντων. Όμως το ποτάμι δεν γυρίζει πίσω, δυστυχώς ή ευτυχώς.
Στέφανος Σταμέλλος