Βρεθήκαμε στο Περιστέρι ν’ ανεβούμε στην Τσουκαρέλα μια μικρή “φράξια” του Elbrus (Καύκασος 2005) ύστερα από πρόσκληση του Γιώργου Λάμπρου, απ’ τα Γιάννενα. Είπε πως θα προσπαθήσει να φέρει κι άλλους, να είναι μεγαλύτερη η “φράξια”, αλλά μάλλον ήταν προγραμματισμένη για μας τους τρεις: Γιώργος, Κώστας και Στέφανος (ο υποφαινόμενος) μαζί με τη Βάσω, τον Θανάση απ’ τα Γιάννενα και τον Πλούταρχο απ’ τη Νέα Σάντα Κιλκίς, φοιτητή στα Γιάννενα, οι τυχεροί της Τσουκαρέλας
Ξεκινήσαμε απ’ τη Λαμία με σχετικά καλό καιρό, περάσαμε το 16 χιλ του Δομοκού με λίγη ομίχλη, αλλά φθάνοντας στον Κάμπο του Δεσπότη έπεφτε το χιόνι ψιλό και η ομίχλη ήταν πυκνή. Περνώντας όμως την Κατάρα, ο καιρός άλλαξε απότομα, λες και ήταν άλλος θεός. Μια λιακάδα μας υποδέχτηκε και η διάθεση ανέβηκε κατακόρυφα έχοντας μπροστά μας εντυπωσιακή την εικόνα του χιονισμένου ανάγλυφου του οροπεδίου πάνω απ’ το Μέτσοβο, τη Λίμνη του Αώου και το Μαυροβούνι και στο βάθος την οροσειρά της Γκαμήλας. Στην Κατάρα, με υψόμετρο 1690 μ, το χιόνι αριστερά και δεξιά ξεπερνούσε το 1,5 μέτρο
Αμέσως μετά το Μέτσοβο μπήκαμε στην Εγνατία και τις σήραγγες. Στο Μικρό Περιστέρι βγήκαμε απ’ την Εγνατία αριστερά και αρχίσαμε το ανέβασμα προς το βουνό, με τις πινακίδες να μας μπερδεύουν διαρκώς. Συναντηθήκαμε με τον Γιώργο και τον Κώστα, που μας περίμεναν. Το παγωμένο χιόνι στα απόμερα ανήλιαγα τμήματα του δρόμου μας υποχρέωσε να εγκαταλείψουμε το αυτοκίνητο και να δεχθούμε το στρίμωγμα στο τζίπ του Κώστα μέχρι το χωριό.
Το Παλαιοχώρι, είναι ένας ηπειρώτικος οικισμός του Μικρού Περιστεριού, του δήμου Εγνατίας, με καμιά τριανταριά πέτρινα σπίτια, σε υψόμετρο 1150 μέτρα, 10 χιλ περίπου νότια απ’ το Μικρό Περιστέρι. Το σπίτι του Γιώργου καλοδιατηρημένο με τη φροντίδα του κυρ Μήτσου, του πατέρα του. Ανάψαμε το τζάκι να ζεσταθεί. Ήταν όλα παγωμένα. Παγωμένες και οι βρύσες, εκτός απ’ την εξωτερική, που την είχαν αφήσει λίγο να τρέχει.
Κάναμε μια βόλτα για να γνωρίσουμε καλύτερα το χωριό. Πολλά δέντρα, αιωνόβιες καρυδιές, ανάμεσα σε χαμηλά πέτρινα σπίτια και γιούρτια. Σπίτια, άλλα μισογκρεμισμένα από την εγκατάλειψη, κι άλλα φρεσκοανακαινισμένα, καλοδιατηρημένα. Εντυπωσιακό το φαράγγι κι οι κατακόρυφοι βράχοι αντίκρυ στο χωριό, αναρριχητικά πεδία όπως μας είπε ο Γιώργος. Κοντά στο ρέμα ο αναπαλαιωμένος νερόμυλος και δίπλα η νεροτριβή. Πολύ κοντά η Ιερά Μονή Κοιμήσεως της Θεοτόκου, που χρονολογείται περίπου από το 1.400 μ.Χ και η οποία πανηγυρίζει το Δεκαπενταύγουστο, κι αυτή πρόσφατα ανακαινισμένη. Το καλοκαίρι το χωριό πρέπει να είναι μέσα στο πράσινο και να έχει αρκετή δροσιά. Στο μυαλό μας έρχονται οι στίχοι του Κώστα Κρυστάλλη, με τη σκέψη ότι κάποιες δεκαετίες πριν το χωριό έσφυζε από ζωή
Γυρίζοντας γνωρίσαμε τους γονείς του Γιώργου, την κυρία Ανθούλα και τον κυρ Μήτσο, άνθρωποι ήρεμοι, ζεστοί και φιλόξενοι, που κάθε Σαββατοκύριακο αφήνουν τον φούρνο στα Γιάννενα κι έρχονται στο χωριό για ξεκούραση, μακριά απ’ την πόλη Ο κυρ Μήτσος μας διηγήθηκε πολλά για την ιστορία του χωριού και τη Σουλιώτικη καταγωγή των Μικροπεριστεριωτών, για τις πάνω από 600 οικογένειες, κτηνοτρόφους κατά το πλείστον που είχε το Μικρό Περιστέρι πριν κάποιες δεκαετίες, για τις διαμάχες και το ποιος θα εξασφαλίσει τη νομή του βουνού, το ρόλο των πασάδων και του Αλή Πασά. Αρκετά βλαχοχώρια την εποχή εκείνη υπέκυψαν κι έγιναν τσιφλίκια του Αλή Πασά και των γιων του και πολλές οικογένειες αναγκάστηκαν να πληρώνουν ενοίκιο για να βόσκουν τα κοπάδια τους στα προγονικά λιβάδια, ενώ άλλοι αναγκάστηκαν να τα εγκαταλείψουν. Μας διηγήθηκε επίσης προσωπικές εμπειρίες από τη νεότερη ιστορία με τους Γερμανούς κατακτητές και πολλά άλλα. Η κυρία Ανθούλα μας διηγήθηκε τις περιπέτειές της στον εμφύλιο και για τη συνάντηση με την αρκούδα κάποιο πρωινό στα χωράφια. Όλα αυτά μεταξύ φαγητού και κρασιού δίπλα στο αναμμένο τζάκι, που τροφοδοτούσαμε συνεχώς με ξύλα
Ξυπνήσαμε νωρίς το πρωί με την κυρία Ανθούλα να μας ανάβει το τζάκι κι έχοντας ετοιμάσει ένα πλούσιο πρωινό για όλους. Φύγαμε στις 7.30 με πολύ πάγο και πλήρη εξοπλισμό για ανάβαση σε χιόνι. Μετά τις πρώτες τραβέρσες πάνω απ’ το χωριό και τις λάκες, που μερικά χρόνια πριν καλλιεργούνταν, περάσαμε τη σάρα που δημιουργεί ο σαθρός βράχος και είναι επικίνδυνη γιατί πέφτουν συνεχώς πέτρες. Ευτυχώς που ήταν πρωί ακόμα και ήταν όλα κοκαλωμένα από τον πάγο. Αραιή και χαμηλή η βλάστηση, το έδαφος σαθρό γενικά και πολλές ρεματιές. Όλα γύρω κάτασπρα. Το χιόνι είναι σαν πούδρα κι αρχίζει να μας δυσκολεύει. Φοριούνται οι γκέτες, τα γάντια, τα σκουφιά. Για τον Πλούταρχο, που δεν είχε πάρει γκέτες έγινε απ’ το Γιώργο μια πρωτότυπη πατέντα με φαρδιά κολλητική ταινία
Στον ορίζοντα πάνω από την Τσουκαρέλα φάνηκαν απειλητικά τα σύννεφα. Ευτυχώς πολύ σύντομα διαλύθηκαν και εξελίχτηκε σε μια θαυμάσια ηλιόλουστη μέρα, μόνο που εμάς μας είδε ο ήλιος πολύ αργά, γιατί η ανάβαση ήταν από τα βορειοδυτικά
Ο Κώστας, ο “Χίλαρυ”, ήταν στις καλές του, γιατί φορούσε σήμερα για πρώτη φορά τις χιονορακέτες του και ήταν σίγουρος ότι δεν θα τον ταλαιπωρούσε το χιόνι. Πράγματι τον έσωσαν από το να χώνεται μέσα. Όμως –έ Γιώργο; τέτοιους φίλους να έχεις..- εγκατέλειψε την ομάδα πηγαίνοντας μπροστά. Ούτε ν’ ανοίξει πατήματα, ούτε να βοηθήσει…
Το ανέβασμα, σχεδόν κάθετο στην αρχή, αρκετά δύσκολο, μόνο με τα μπατόν και τον αέρα να φέρνει το χιόνι με δύναμη πάνω μας. Το νερό στα παγούρια πάγωσε κι ευτυχώς ο Γιώργος είχε πάρει ζεστό τσάι στο θερμός και μας «μετάλαβε» μερικές φορές για να ζεσταθούμε. Συναντήσαμε ένα δείγμα του δρόμου απ’ όπου ανεβαίνουν το καλοκαίρι οι κτηνοτρόφοι με τα αγροτικά ψηλά στις στάνες τους. Με το ζόρι διέκρινες ότι υπάρχει αγροτικός δρόμος, γιατί όλα ήταν ίσιωμα. Συνεχίσαμε σε μια ατέλειωτη δεξιά τραβέρσα με κάποια ανεβοκατεβάσματα, στον ήλιο πια και στο απέραντο λευκό. Μπροστά μας η Τσουκαρέλα σε σχήμα πυραμίδας. Μια εικόνα καταπληκτική και οι διαθέσεις στο ζενίθ.
Ξεκινήσαμε την κάθετη ανάβαση, δεξιά από την κορυφή. Οι ανάσες κοφτές, ρυθμικές, ζόρικα. Μας ανησυχούσε το φρύδι του χιονιού, που βλέπαμε ψηλά, αλλά το έκοψε ο Κώστας διαγώνια. Καθηγητής μαθηματικών, σίγουρα το έκανε με τη βοήθεια της τριγωνομετρίας. Βγαίνοντας στην κορυφογραμμή συνεχίσαμε αριστερά και με άνεση προς την κορυφή, χαρούμενοι γιατί πλησιάζουμε στο στόχο. Στους πρόποδες υποχρεωθήκαμε για ασφάλεια να βάλουμε τα κραμπόν, γιατί ήταν όλα παγωμένα με αρκετή κλίση. Αφήσαμε τα σακίδια και ανεβήκαμε τα τελευταία τριακόσια περίπου μέτρα με τα κραμπόν και τα πιολέ. Συνολικά ο χρόνος ανάβασης μέχρι την κορυφή της Τσουκαρέλας έξι ώρες
Βγάλαμε τις απαραίτητες φωτογραφίες μπροστά στο παγωμένο γλυπτό του υψομετρικού, που έμοιαζε σε μικρογραφία με το γυάλινο άγαλμα του "Δρομέα", του γλύπτη Βαρώτσου. Ολόγυρα μια απέραντη θάλασσα από κορυφές. Όλη η Πίνδος μπροστά στα μάτια μας. Από τα βουνά της Αλβανίας μέχρι τη Γκαμήλα και την Αστράκα, το Σμόλικα, το Γράμμο, το Μιτσικέλι, τις Φλέγγες και το Μαυροβούνι, και νοτιότερα τον Κόζιακα και τα Aγραφα, τη Μαρόσα και το Αυγό και μπροστά μας τις κορυφές της Τζουμέρκας, την Κακαρδίτσα και τη Στρογγούλα
Απ’ την άλλη πλευρά είναι το ανέβασμα απ’ το Χαλίκι, μια πολύ όμορφη επίσης διαδρομή. Αφήσαμε λίγο το μυαλό μας να ταξιδέψει στις πηγές και τις ρεματιές του Ασπροπόταμου και του Aραχθου, αλλά και στα πανέμορφα χωριά της Τζουμέρκας, τις Καλαρύτες και το Συρράκο.
Κατεβήκαμε με προσοχή στην αρχή και στη συνέχεια απολαύσαμε ένα άνετο κατέβασμα στο χιόνι – πούδρα, πάντα με τα κραμπόν. Στην επιστροφή αλλάξαμε ελαφρώς τη διαδρομή παίρνοντας ένα κάθετο λούκι και περιπλανηθήκαμε στην παγωμένη ρεματιά, με το νερό αλλού να κρύβεται και αλλού να μας δυσκολεύει στο πέρασμα
Στις 5.30 το απόγευμα φθάσαμε στο χωριό βρίσκοντας την κα Ανθούλα και τον κ Μήτσο αρκετά ανήσυχους για την καθυστέρηση. Συνολικά 10 ώρες πορεία Μια θαυμάσια εμπειρία και μια θαυμάσια φιλοξενία Ένας τόπος γοητευτικός, «αετόμορφα ψηλά βουνά», και εξίσου συναρπαστικός για τον φυσιολάτρη, τον πεζοπόρο, τον ορειβάτη, τον μελετητή της παράδοσης, τον οικολόγο, τον φωτογράφο.
Στέφανος Σταμέλλος