Picture of sstamellos

sstamellos

Σύνοδος των υπουργών Εργασίας της Ε.Ε. – Ναύπλιο


Σύνοδος των υπουργών Εργασίας της Ε.Ε. – Ναύπλιο

Μερικές σκέψεις από τον Μιχάλη Τρεμόπουλο

Η ανεργία φαίνεται να είναι περισσότερο ένα όπλο για την εξασφάλιση της πειθαρχίας στην επιχείρηση, με ιδεολογικά όπλα την ηθική της απόδοσης και την ιδε-ολογία του ανταγωνισμού.

Την ίδια στιγμή που κάποιοι φαίνονται καταδικασμένοι στην ανεργία, κάποιοι άλλοι είναι βουλιαγμένοι στην υπερπαραγωγικότητα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα τα ΜΜΕ, όπου κάποιοι υποαπασχολούνται ή αναγκάζονται να ασχοληθούν με άλλο α-ντικείμενο από αυτό που σπούδασαν και άλλοι είναι δικτυωμένοι σε 2 ή και 3 δου-λειές.
Κάποιοι βέβαια προσπαθούν να βάλουν φρένο στην εντατικοποίηση της ζωής τους και αρκετοί το επιτυγχάνουν. Πρόκειται για φορείς μεταϋλικών αξιών, συχνά ο-μάδες νέων εργαζομένων υψηλής επιστημονικής κατάρτισης ή κοινωνικής αναγνώρι-σης. Είναι φανερό ότι αυτοί συνδέουν το νόημα της ζωής περισσότερο με το χρόνο τους εκτός εργασίας.
Οι άνθρωποι στις αναπτυγμένες χώρες εργάζονται μόνο το 10% του συνολι-κού χρόνου της ζωής τους. Ο υπόλοιπος χρόνος, δηλαδή πριν και μετά το επάγγελ-μα, ο ελεύθερος χρόνος, η ανάπαυση, οι άδειες, οι ασθένειες, η ανεργία κλπ, κατα-λαμβάνει το 90% της ζωής μας. Γι αυτό και μπαίνει φυσιολογικά στο επίκεντρο του ενδιαφέροντός μας.

Οι άνεργοι -κάποιοι μόνιμα και κάποιοι για μεγάλο χρονικό διάστημα- και οι προσωρινά απασχολούμενοι είναι η «μη τάξη» των «μη εργατών», όπως τους ονο-μάζει ο Γκόρτζ και η αύξησή τους είναι συνεχής.
Οι «μη τάξεις» αρνούνται το σύστημα της μεταβιομηχανικής κοινωνίας, τη μορφή οργάνωσης κάθε ανταγωνιστικής, αλλοτριωτικής και αναγκαστικής σχέσης, αρνούνται το «κράτος της αναγκαιότητας» και προσβλέπουν σε ένα «καθεστώς αυ-τονομίας», όπως αναλύει ο Γκόρτζ.

Η «δυαδική οικονομία» στηρίζεται στο εξής σχέδιο: ο τυπικός τομέας περι-λαμβάνει τη μισθωτή εργασία, την αγορά και το χρήμα. Ο άτυπος τομέας περιλαμβά-νει τις δραστηριότητες έξω από την αγορά, που δεν αποτιμούνται σε χρήμα, δηλαδή την οικιακή εργασία, τη βοήθεια στη γειτονιά, τις απασχολήσεις στον ελεύθερο χρόνο, τις αργίες.
Η «μη τάξη» των «μη εργατών» στρέφεται στον άτυπο τομέα της οικονομίας και θέλει να αυξήσει τη λειτουργικότητά του και να επιβάλλει την πολιτική και κοινωνι-κή παραδοχή του. Κάτι τέτοιο όμως το εμποδίζουν οι υφιστάμενες σχέσεις εξουσίας.

Αρκετοί είναι αυτοί -κυβερνήσεις και πολιτικές δυνάμεις- που αποκρύβουν το γεγονός ότι δεν θα μπορέσει ποτέ πια να υπάρξει πλήρης απασχόληση.

Γι’ αυτό το «δικαίωμα στη δουλειά» θα πρέπει να διαχωριστεί από το δικαίω-μα σε ένα εισόδημα. Δικαίωμα σε ένα εισόδημα δεν μπορούν να έχουν μόνον αυτοί που προσφέρουν «πλήρη εργασία». Έτσι αντιλαμβανόμαστε το «ελάχιστα εγγυημένο εισόδημα», αυτό είναι το περιεχόμενο του παλιού αιτήματος για «κοινωνικό μισθό».

Η επιδότηση των μακροχρόνια ανέργων με το 70%-80% των αποδοχών είναι μια απόδειξη ότι έμμεσα αυτή η λογική γίνεται αποδεκτή. Το γεγονός δηλαδή ότι τα επιδόματα ανεργίας φθάνουν κοντά στο μισθό αποδεικνύει ότι το δικαίωμα σε ένα εισόδημα είναι ανεξάρτητο από το δικαίωμα στη δουλειά, ότι πάνω από όλα είναι δι-καίωμα και όχι ελεημοσύνη.

Κάποιοι εξακολουθούν -παλιότερα πιο ξεκάθαρα- να ζητούν «δημιουργία α-πασχόλησης» ανεξάρτητα από το περιεχόμενό της και τους σκοπούς της. Προφανώς αγνοούν τις επιπτώσεις μια τέτοιας λογικής, που οδηγεί στη διάλυση του κοινωνικού ιστού και την εξάντληση των φυσικών πόρων.

Αρκετά χρόνια πριν, το γαλλικό ΚΚ είχε διαπιστώσει ότι «εκατομμύρια εργα-ζόμενοι δεν ωφελούνται από τη μείωση ωρών εργασίας». Γιατί γίνεται αυτό;

Η σύγχρονη τεχνολογική εξέλιξη, με χαρακτηριστικό παράδειγμα τη μικροηλε-κτρονική, ενισχύει την αποκέντρωση των ανθρώπων και των κοινωνιών τους. Είναι σαφές ότι έχουμε μπει σε μια εποχή κατάργησης της εργασίας όπου αυξάνεται -ή πρέπει να αυξάνεται- ο ελεύθερος χρόνος και ξανατίθεται επί τάπητος το παλιό «δι-καίωμα στη τεμπελιά» του Λαφάργκ, ή καλύτερα το «δικαίωμα σε μια δημιουργική αργία». Ο ελεύθερος χρόνος όμως κατασπαταλάται σε άγονες δραστηριότητες, στον τεράστιο -πια- χρόνο μετακίνησης, στην αφιέρωση τεσσάρων ωρών στη θέαση μιας επίπλαστης ζωής από την τηλεόραση, στην αυτοκαταστροφή των καζίνο και του κρα-τικού και ιδιωτικού τζόγου κτλ.

Σήμερα ολοένα και περισσότεροι εργαζόμενοι -ειδικευμένοι και αμειβόμενοι- κάνουν αυτά που οι άνθρωποι έκαναν παλιότερα μόνοι τους ή δωρεάν. Στα θέματα της υγείας, της ομορφιάς, της σεξουαλικότητας, της φροντίδας των παιδιών και των ηλικιωμένων, της εκπαίδευσης, της φιλίας, του μαγειρέματος, των επισκευών κτλ η εμπορευματοποίηση των σχέσεων είναι πια ευρύτερα αποδεκτή. Αποτέλεσμα; Μειώ-νεται η αυτονομία των ατόμων και αυξάνεται η αλλοτρίωσή τους.
Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα δύο μητέρων που σταματούν να φροντί-ζουν εναλλάξ τα παιδιά τους και αρχίζουν να το κάνουν με αμοιβή. Αυτό έχει ως απο-τέλεσμα να αυξάνεται το ΑΕΠ χωρίς όμως να παράγεται τίποτα. Αντίθετα, οι σχέσεις αλληλεγγύης θρυμματίζονται και εμπορευματοποιούνται.

Ποια είναι η λύση; Μα η αύξηση του ελεύθερου χρόνου σε συνδυασμό με τον επαναπροσδιορισμό των αξιών μας.
Δεν αρκεί να λέμε όχι στη ανεργία. Θα πρέπει να διεκδικούμε τη «δημιουργική αργία», όπως λέει και ο Ιβάν Ίλιτς.
Τα αιτήματα για περιορισμό του ωραρίου (π.χ. το 35ωρο) χωρίς μείωση των αποδοχών, καλύπτουν εν μέρει αυτή τη λογική και βάζουν επί τάπητος έμμεσα και το αίτημα της ανακατανομής του εισοδήματος.
Η πρώτη απεργία για το 35ωρο έγινε στη Δ. Γερμανία το 1985 και μόλις ένα χρόνο αργότερα το γνωστό συνδικάτο μετάλλου «IGMetal» έβαλε στόχο στη δεκαετία του ΄90 να διεκδικηθεί η εβδομάδα των 30ωρών.

Θα πρέπει να διεκδικήσουμε λοιπόν λιγότερη δουλειά αλλά με καλύτερη πα-ραγωγή. Νέα ισορροπία ανάμεσα στην υποχρεωτική εργασία και τον ελεύθερο χρό-νο, ευημερία και ποιότητα ζωής για όλους αλλά και σεβασμό των ορίων του πλανήτη.
Τις τελευταίες δεκαετίες έχει αρχίσει να αναπτύσσεται μια «αγορά αντικατά-στασης», με χαρακτηριστικά παραδείγματα τα οχήματα, τους ηλεκτρονικούς υπολο-γιστές, τον οικιακό εξοπλισμό. Η δυνατότητες επισκευής εξαφανίζονται ενώ η μείωση διάρκειας ζωής των προϊόντων μέσα από την προγραμματισμένη φθορά και το πλα-σάρισμα νέων μοντέλων είναι ο κανόνας.
Η αύξηση του όγκου των προϊόντων δεν γίνεται για να ικανοποιηθούν καλύτερα οι ανάγκες των ανθρώπων με μικρότερο κόστος αλλά για να επιβληθούν νέες δαπάνες, που αυξάνονται, για ένα επίπεδο ικανοποίησης, που συνεχώς μειώνεται. Η παλιά κριτική του οικολογικού κινήματος στον καταναλωτισμό είναι διαρκώς επίκαιρη: ο καταναλωτισμός δεν είναι μόνο μια οργάνωση της οικονομίας, που μετατρέπει τους ίδιους τους καταναλωτές σε εμπορεύματα αλλά είναι κυρίως ένας τρόπος ζωής που συνεχίζει να κυριαρχεί παρά την εξέλιξη των παραγωγικών δυνάμεων, όπως έδειξε και η εμπειρία των καθεστώτων του ανύπαρκτου σοσιαλισμού. Ακόμη και σε περιόδους σχετικής οικονομικής στενότητας οι καταναλωτές νιώθουν την ανάγκη να δανειστούν (ακόμη και με ακριβό «πλαστικό χρήμα») για να ικανοποιήσουν «ανάγκες» που τους έχουν επιβληθεί.

Στο σύγχρονο καταναλωτικό μοντέλο η εκμετάλλευση των εργαζομένων δεν γίνεται μόνο μέσα από την ιδιοποίηση της υπεραξίας αλλά και μέσα από την κατανά-λωση. Οι τεχνικοί της ψυχής κατασκευάζουν και πουλάνε στις μεγάλες εταιρείες τον τύπο του ανθρώπου που αντιστοιχεί στα εμπορεύματα που πρέπει να καταναλω-θούν.

Στόχος των κοινωνικών κινημάτων θα πρέπει να είναι η αντίσταση στη χειρα-γώγηση των συνειδήσεων και η διεύρυνση του χώρου της κοινωνικής και προσωπι-κής αυτονομίας, σε βάρος του κράτους και ιδιωτικής κοινωνίας (ιδιωτικός και δημό-σιος τομέας παραγωγής, αγορά, μισθωτή εργασία, κατανομή της εργασίας).

Πρέπει να διεκδικήσουμε λιγότερη δουλειά αλλά με πιο ποιοτική παραγωγή.
Ταυτόχρονα να αναπτύξουμε την πλανητική σκέψη και να διεκδικήσουμε τη μείωση του χάσματος με τους φτωχότερους εργαζόμενους και τους πολίτες του «Τρί-του κόσμου», που μαστίζονται από την ανεργία και τον υποσιτισμό, επειδή ο ανα-πτυγμένος κόσμος -ανάμεσά τους και εμείς- είμαστε, όπως πετυχημένα έχει πει ο Ρνέ Ντυμόν, «ληστές πρωτεϊνών», που τις παίρνουμε μέσα από το στόμα των φτω-χών παιδιών. Χρειάζεται ακόμη ένας επαναπροσδιορισμός των αναγκών μας και του τρόπου ικανοποίησής τους, μέσα από ένα πνεύμα οικολογικής υπευθυνότητας. Είναι απαράδεκτο να αφήνουμε ασχολίαστο π.χ. το γεγονός ότι η Ελλάδα είναι πρώτη χώ-ρα στην Ευρώπη σε κατά κεφαλή παραγωγή τσιμέντου και η τελευταία στην εξοικο-νόμηση ενέργειας. Εκτός των άλλων και για ένα σοβαρό λόγο: Η οικολογία και η ανά-γκη υπεράσπισης της ποιότητας ζωής και του περιβάλλοντος δεν καταργούν αλλά δημιουργούν θέσεις εργασίας. Η μελέτη, που έκανε η Χριστίνα Θεοχάρη για το Εργατοϋπαλληλικό Κέντρο Αθήνας, υπολόγισε ότι σε ευρωπαϊκό επίπεδο θα μπορούσαν να δημιουργηθούν 3.000.000 θέσεις εργασίας μόνο με την εγκα-τάσταση μέσων εξοικονόμησης ενέργειας στα σπίτια.

Η ίδια η διεκδίκηση πιο υγιεινών συνθηκών εργασίας άργησε πολύ να θεωρη-θεί προτεραιότητα στην ελληνική πραγματικότητα και αρκετοί αγώνες εξαντλήθηκαν στην διεκδίκηση επιδομάτων ανθυγιεινής εργασίας και αυτό παρόλο που η εργατική συνομοσπονδία εργασίας ήδη από το 1978 διακήρυσσε «καλύτερα άνεργος παρά άρρωστος από τη ρύπανση», συναντώντας τη λαϊκή σοφία του Καζαντζίδη, που από τη δεκαετία του ’60 τραγουδούσε «ας είχα την υγειά μου και ας ήμουνα φτωχός». Σή-μερα μπορούμε να είμαστε υγιείς, έχοντας ταυτόχρονα και ένα ικανοποιητικό εισόδη-μα.

Χρειάζεται να αναζητήσουμε μια συνολική εναλλακτική πολιτική προοπτική, να απαιτήσουμε δομικές αλλαγές, μέσα από το πρίσμα της ριζοσπαστικής κοινωνικής οικολογίας. Να μπορούμε να ζούμε σε ισορροπία με τη φύση, ακριβώς επειδή θα τα έχουμε βρει με τον εαυτό μας και επειδή θα ζούμε αρμονικά μεταξύ μας. Να ξαναθέ-σουμε το αίτημα της αυτοδιαχείρισης και να αναπροσανατολίσουμε τους συνδικαλι-στικούς αγώνες όχι μόνο στις αυξήσεις αλλά και στην περιφρούρηση του εργατικού εισοδήματος, μέσα από τη δημιουργία καταναλωτικών συνεταιρισμών. Να διεκδική-σουμε αλλαγή του τρόπου παραγωγής και κατανάλωσης αλλά και του τρόπου ζωής μας, σε μια κατεύθυνση αντικαταναλωτική, με έλεγχο της ποιότητας των προϊόντων και των υπηρεσιών από μηχανισμούς του ίδιου του συνδικαλιστικού κινήματος.

Απέναντι στη σοσιαλφιλελεύθερη συναίνεση, δεν μπορεί να προβάλλεται και πάλι ο κρατισμός, είτε στη δυτική είτε στην ανατολική εκδοχή του. Υπάρχει μια τρίτη δυνατότητα, που μπορεί να στηριχθεί στην ενεργοποίηση της κοινωνίας των πολιτών, στην ενίσχυση των συλλογικών εναλλακτικών οικονομικών δραστηριοτήτων, της τοπικής οικονομίας, την ανάδυση των δημοτικών πρωτοβουλιών, μέσα σε μια κοινωνική Ευρώπη των περιφερειών και όχι των τραπεζών και της αγοράς.

Scroll to Top