Λαός με μικρή μνήμη και μεγάλη όρεξη για ελπίδα.
Σκηνή σε συνοικιακό καφενείο, Αθήνα 1999. Δύο παππούδες συζητάνε μεταξύ καφέ και τσίπουρου, τυρού και αχλαδίου. Συζητήσεις συνηθισμένες καθημερινές σε όλα τα καφενεία της Ελλάδας τότε, στο τέλος της 10ετίας του ’90.
«Λεφτά σίγουρα, σου λέω», είπε ο ένας δυνατά, για να ακούγεται και από την ομήγυρη. Είχε ξεχάσει να φορέσει τη μασέλα του και του ξέφευγαν σάλια πάνω στο ποτήρι με το τσίπουρο. «Πέντε εκατομμύρια έβγαλε ο κουμπάρος μου με τα ΔΗΛΟΣ.» Ο άλλος κούνησε το κεφάλι δύσπιστα, τάχα πως δεν θέλει να πιστέψει, μα μέσα του σιγόκαιγε η ζήλια. «Γιατί δεν με πιστεύεις;» αγρίεψε ο φαφούτης. «Οι μετοχές του ΤΙΤΑΝΑ είναι πολύ καλές», πέταξε ο άλλος. Είχε τα γόνατά του, και κρατούσε με τρόπο το μπαστούνι έτοιμος να σηκωθεί. «Του ΤΙΤΑΝΑ; Δεν μπορώ ν’ ακούω αηδίες», είπε ο πρώτος και κούνησε το χέρι του στον αέρα σαν να έδιωχνε μύγα. «ΔΗΛΟΣ, ΟΛΥΜΠΙΑΚΗ ΤΕΧΝΙΚΗ, ΙΝΤΡΑΚΟΜ, εκεί είναι τα λεφτά!»
Στο διπλανό τραπέζι, ο καφετζής κρατούσε τη “Ναυτεμπορική” διπλωμένη στη μέση. Ο δείκτης είχε σπάσει τις 5.000 μονάδες και ο Σημίτης χαμογελούσε στο εξώφυλλο σαν οικογενειάρχης, που μόλις πάντρεψε τη θυγατέρα του με την Ευρώπη. Μπήκαμε στην ΟΝΕ!
«Όλοι θα γίνουμε μέτοχοι», είπε κάποιος. Λαϊκός καπιταλισμός. Και για λίγο το πίστεψαν όλοι, πως η Ελλάδα αλλάζει, πως τα λεφτά γεννιούνται από τις γραμμές σε μια οθόνη, όπως τα μωρά τα φέρνει ο πελαργός. Μπήκαμε στην ΟΝΕ «με το σπαθί μας», έλεγαν τα δελτία ειδήσεων. Κανείς δεν ήξερε για τα swaps της Goldman Sachs και τα spreads, ούτε για τα δανεικά πονηρά χαμόγελα των Βρυξελλών. Τα φώτα έλαμπαν, οι αριθμοί τραγουδούσαν και οι Έλληνες αγόραζαν μετοχές, όπως κάποτε αγόραζαν το Πρωτοχρονιάτικο λαχείο.
Μερικούς μήνες αργότερα, ο ίδιος παππούς μπήκε στο καφενείο χωρίς να μιλήσει. Κάθισε στη γωνία, κοίταξε το πάτωμα και είπε μόνο: «Πήγε στο -70%.» Ο άλλος δεν ρώτησε τι. Ήξερε. Η εφημερίδα τώρα έγραφε για «διόρθωση της αγοράς», για «προσωρινές απώλειες». Μα η διόρθωση δεν ήταν στις μετοχές∙ ήταν στις ζωές τους. Οι οικονομίες μιας ζωής χάθηκαν σε χαρτιά και υποσχέσεις. Οι μικροί έμειναν με τα δάνεια και τη σιωπή και οι μεγάλοι μετακόμισαν τα κέρδη τους στην Ελβετία και στους φορολογικούς παράδεισους των off shore εταιρειών.
Κι έτσι ξεκίνησε η νέα Ελλάδα του ευρώ, με τα νούμερα μακιγιαρισμένα και την ψυχή της ήδη υποθηκευμένη. Ο φαφούτης παππούς δεν ξαναμίλησε για μετοχές. Μόνο που κάπου-κάπου, όταν έβλεπε ειδήσεις, μουρμούριζε «αν είχα πουλήσει στις 5.000 μονάδες…». Ο άλλος είχε πουλήσει το δαχτυλίδι της μακαρίτισσας της γυναίκας του και πήρε υπολογιστή για να “μπαίνει στο ίντερνετ”. Τον υπολογιστή δεν έμαθε ποτέ να τον ανοίγει.
Στην τηλεόραση, ο Σημίτης χαμογελούσε ακόμα, μόνο που τώρα το χαμόγελο έμοιαζε λίγο κουρασμένο, σαν να ήξερε κάτι που δεν έπρεπε να ξέρουμε εμείς. Ο δείκτης είχε πέσει τόσο χαμηλά, αλλά οι αναλυτές μιλούσαν για «διόρθωση». Ήταν, λέει, φυσικό. Όπως είναι φυσικό να λες μεγάλα ψέματα στους πολίτες, να βαφτίζεις τα στατιστικά όπως θες και να φτιάχνεις μια “ισχυρή Ελλάδα” με δανεικά.
Οι δύο παππούδες συνέχισαν να συναντιούνται στο καφενείο. Δεν μιλούσαν πια για μετοχές· μόνο για γιατρούς, εξετάσεις και πότε θα δώσει ο ΟΓΑ τα αναδρομικά. Κάποτε, όταν εμφανίστηκε μια διαφήμιση για τουριστικές επενδύσεις με τα 5άστερα στη Μύκονο και τη Σαντορίνη, ο φαφούτης έσκασε στα γέλια και με τα σάλια του να φεύγουν λέει: «Είδες; Εμείς τους φτιάξαμε! Από τότε, με τα ΔΗΛΟΣ!» Και είχε δίκιο, με τον δικό του τρόπο. Γιατί εκεί, σ’ εκείνη τη δεκαετία, η Ελλάδα έμαθε να ονειρεύεται σαν χρηματιστηριακή εταιρεία και να ξεχνά. Λαός με μικρή μνήμη και μεγάλη όρεξη για ελπίδα.

2 σκέψεις για το “Λαός με μικρή μνήμη και μεγάλη όρεξη για ελπίδα. Χρηματιστήριο 1999”
Η επένδυση στο Χρηματιστήριο κάτω από συγκεκριμένους αυστηρούς κανόνες, μεσομακροπρόθεσμα είναι η αποδοτικότερη επένδυση από κάθε άλλη.
Υποθέτω αναφέρεστε γι’ αυτούς που τα ¨έχουν”. Αυτοί ξέρουν πώς και πού να τα επενδύσουν. Ο συνταξιούχος και ο εργαζόμενος της διπλανής πόρτας, θα πρέπει να δανειστεί για να ΠΑΙΞΕΙ στο ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΗΡΙΟ. Και το άρθρο αναφέρεται φυσικά στην εποχή και στις συνθήκες του 1999, όπου και η κουτσή η Μαρία νόμισε ότι θα γίνει πλούσια και έπαιξε και το απόθεμα των παιδιών της. Και το έχασε… Και αυτό έγινε με την ΠΛΗΡΗ παρότρυνση των στελεχών της πολιτείας, μηδενός εξαιρουμένου, με πρωταγωνιστές υπουργούς και τον ίδιο τον πρωθυπουργό τότε.
Ο Gabriel Zucman ο Γάλλος οικονομολόγος που είναι επί του παρόντος προεδρεύων καθηγητής στη Σχολή Οικονομικών Επιστημών του Παρισιού, Θερινός Ερευνητής Καθηγητής Οικονομικών στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια, στη Σχολή Δημόσιας Πολιτικής Goldman του Berkeley και διευθυντής του Φορολογικού Παρατηρητηρίου της ΕΕ στο Παρίσι, λέει χαρακτηριστικά “Σε ορισμένες χώρες της ευρωζώνης με μεγάλο χρέος, όπως η Ελλάδα και η Ισπανία, τα υπεράκτια περιουσιακά στοιχεία μπορεί να φτάσουν έως και το 30% του ΑΕΠ”
Την περίοδο της “ευφορίας” (τέλη 1990–2001) μόνο, το Χρηματιστήριο Αθηνών (1998–2000) αποτέλεσε το μεγάλο “κανάλι” μεταφοράς πλούτου και υπολογίζεται ότι χάθηκαν περί τα 100–120 δισ. ευρώ σε ονομαστικές αξίες, με μεγάλο μέρος να μετακινείται από μικροεπενδυτές προς ισχυρά συμφέροντα.